Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ὁ σταυρωθεὶς καὶ Ἀναστὰς Κύριος ἡ μόνη ἀλήθεια τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους



Καθὼς ὁ Κύριος πορεύεται στὸ ἑκούσιο Πάθος γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία μας, ὁδηγεῖται καὶ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου γιὰ ἀνάκρισι καὶ τελικὴ ἔγκρισι τῆς θανατικῆς ποινῆς, ποὺ τοῦ ἐπέβαλε τὸ Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων.
Ὁ Πιλάτος, ἄνθρωπος μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι ἡ βασιλεία Του δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καὶ ὅτι ἦλθε νὰ μαρτυρήση «τῇ ἀληθείᾳ», δηλαδὴ νὰ φανερώση τὴν ἀλήθεια, ἐρώτησε: «Τί ἐστὶν ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιη´ 38). Δὲν περίμενε τὴν ἀπάντησι, προφανῶς, γιατὶ ἤξερε ὅτι κανένας φιλόσοφος δὲν μπόρεσε νὰ δώση ἱκανοποιητικὴ ἀπάντησι. Πολλῷ μᾶλλον δὲν περίμενε τὴν ἀπάντησι ἀπὸ ἕνα ὑπόδουλο στοὺς Ρωμαίους Ἑβραῖο, ποὺ οἱ συμπατριῶται του τὸν ἔκριναν ἔνοχο θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς παρότι πολλὲς φορὲς ὡμίλησε γιὰ τὴν ἀποστολή Του νὰ φέρη στὸν κόσμο τὴν Ἀλήθεια, δὲν ἀπήντησε στὸν Πιλάτο. Ὁ Πιλάτος δὲν ἔλαβε ἀπάντησι, γιατὶ δὲν ἐρώτησε σωστά. Ἐὰν ἐρωτοῦσε ὄχι «τί ἐστὶν ἀλήθεια» ἀλλὰ «τίς ἐστὶν Ἀλήθεια», θὰ ἐλάμβανε τὴν ἀπάντησι: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ´ 6).
Γράφει ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία θέτουν στὸν ἑαυτό τους τὸ ἐρώτημα «τί ἐστὶν ἀλήθεια», ἐνῶ ἡ γνήσια χριστιανικὴ συνείδηση ἀποτείνεται πρὸς τὴν ἀλήθεια ρωτώντας «τίς». Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φιλοσοφίας συχνᾶ θεωροῦν τοὺς χριστιανοὺς ὀνειροπόλους χωρὶς βάθος, ἐνῶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἔχουν τὴ γνώμη πὼς πατοῦν σὲ στέρεη βάση καὶ γι᾿ αὐτὸ αὐτοαποκαλοῦνται «θετικιστές». Κατὰ παράδοξο τρόπο δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν ἀφηρημένο χαρακτήρα ποὺ ἔχει τὸ «τί» τους. Δὲν καταλαβαίνουν πὼς ἡ Ἀλήθεια, ἡ συγκεκριμένη, ἡ ἀπόλυτη, μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο «τίς» καὶ σὲ καμμία περίπτωση «τί». Γιατὶ ἡ Ἀλήθεια δὲν εἶναι ἕνας θεωρητικὸς τύπος ἢ μία ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλὰ ἡ Αὐτοζωή, τὸ «Ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. η´ 58), («Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», σελ. 119).
Πράγματι, ὁ Κύριος δὲν ἐνηνθρώπησε γιὰ νὰ εἰσηγηθῆ μία νέα φιλοσοφικὴ πρότασι γιὰ τὴν ἀλήθεια ἢ ἔστω καὶ μία νέα ἠθικὴ συμπεριφορὰ ἢ μία νέα μεταξὺ ἄλλων θρησκεία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρη στὸν κόσμο σαρκωμένη τὴν Ἀλήθεια, τὸν ἑαυτό Του. Ἔκτοτε γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή: «ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. α´ 17).
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἄγνοια καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο: «γνώσεσθε τὴν Ἀλήθειαν, καὶ ἡ Ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η´ 32). Ὑπάρχουν πολλὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἕνας μόνος εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
Αὐτὸν τὸν Χριστὸ - Ἀλήθεια προεφήτευσαν οἱ Προφῆται, ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, ὡμολόγησαν οἱ Μάρτυρες, ἐδογμάτισαν οἱ Πατέρες.
Αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὁμοούσιος με τὸν Πατέρα».
Αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἕνωσε, τελικὰ καὶ ἀδιάσπαστα, τὴν θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι στὴν ὑπόστασί Του, στὸ ἕνα πρόσωπό Του, στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, γιατὶ μὲ τὸν θάνατό Του νικᾶ τὸν θάνατό μας καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασί Του μᾶς χαρίζει τὴν αἰώνιο ζωή.
Αὐτὴν τὴν Χριστοαλήθεια δὲν μποροῦμε νὰ τὴν συμβιβάσουμε μὲ τὶς «ἀλήθειες» τῶν ἄλλων θρησκειῶν καὶ ἄλλων πίστεων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἡ μισὴ Ἀλήθεια, ποὺ πρέπει νὰ συμπληρωθῆ ἀπὸ ἄλλες ἀλήθειες.
Ἔχοντας αὐτὴν τὴν πίστι καὶ ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκη ἔγραψε: «Πιστεύω ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἀλλὰ ἐὰν μὲ πείση κανεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἀλήθεια, ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα νὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸ παρὰ μὲ τὴν ἀλήθεια». Ὁ Ντοστογιέφσκη καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι πιστοὶ Χριστιανοὶ πράγματι προτιμοῦμε, πιστεύουμε στὴν προσωποποιημένη καὶ σαρκωμένη Ἀλήθεια καὶ ὄχι σὲ κάποιες ἀπρόσωπες ἀλήθειες, ἰδέες.
Στὴν Ρωσία, στὰ χρόνια τοῦ μαχητικοῦ ἀθεϊσμοῦ, κάποιος κομματικὸς παράγων προσπάθησε μὲ μία «ἐπιστημονική» ὁμιλία του νὰ πείση τὸ ἀκροατήριό του ὅτι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι μύθος. Ἐνόμισε ὅτι ὅλοι ἐπείσθησαν. Ὅταν ἐρώτησε, ἐὰν κάποιος ἔχη νὰ εἰπῆ κάτι, ἐζήτησε τὸν λόγο ἕνας εὐσεβῆς Ρῶσος, ὁ ὁποῖος εἶπε δυὸ λέξεις μόνον: «Χριστὸς Ἀνέστη». Ὅλο τὸ ἀκροατήριο ἐβροντοφώνησε: «Ἀληθῶς Ἀνέστη». Ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια, ὁ Χριστός, ἐνίκησε τὶς «ἀλήθειες» τοῦ κόσμου τούτου.
Οἱ σταυρωταὶ τοῦ Κυρίου προσπάθησαν νὰ κρύψουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ συκοφαντήσουν τοὺς μαθητὰς ὅτι ἔκλεψαν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸν Τάφο. Δὲν μᾶς εἶπαν ὅμως πῶς αὐτοί, οἱ κατ᾿ αὐτοὺς ἀπατεῶνες μαθηταί, ἐκήρυξαν τὸν Σταυρωθέντα καὶ Ἀναστάντα Κύριό σε ὅλο τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη Του ὑπέστησαν διωγμούς, βασανιστήρια καὶ φρικτοὺς θανάτους.
Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Σύγχρονοι σταυρωταὶ τοῦ Κυρίου συκοφαντοῦν τὸν Ἀναστάντα Κύριο. Προσπαθοῦν νὰ τὸν γελοιοποιήσουν, χρησιμοποιώντας τὸν τύπο, τὰ ραδιόφωνα, τὶς τηλεοράσεις, τὸ διαδίκτυο. Κυκλοφοροῦν Dvd-video μὲ βλάσφημες, ψευδεῖς καὶ ἀναπόδεικτες κατηγορίες κατὰ τοῦ Κυρίου, ποὺ διὰ μεγάλων καθημερινῶν ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν μπαίνουν σὲ κάθε σπίτι, ὥστε μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ κλονίζωνται στὴν πίστι τους, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ δυνατότης νὰ ἀκούσουν καὶ τὴν ἄλλη ἄποψι. Αὐτὸν τὸν στόχο ἐξυπηρετεῖ καὶ ἡ νεοποχίτικη πανθρησκειακὴ κίνησι τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐξισώση τὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ τὴν Ἁγία μας Ὀρθόδοξο πίστι μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ ἄλλες ὁμολογίες.
Φοβεροὶ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν οἱ αἱρέσεις. Φοβερώτερος ὅλων εἶναι ὁ Συγκρητισμός, δηλαδὴ ἡ ἀνάμιξις καὶ σχετικοποίησις κάθε πίστεως. Ὑποβαθμίζει, μειώνει, ὑποσκάπτει ὄχι κάποιο ἀπὸ τὰ δόγματα ἀλλὰ ὅλα τὰ δόγματα, δηλαδὴ ὅλη τὴν Ἀλήθεια, τὸν Θεάνθρωπο Κύριο, γιὰ νὰ ἀνοίξη τὸν δρόμο στὴν Πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς, μὲ τὴν πίεση τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.
Ἡ ἀπάντησίς μας σ᾿ αὐτὸν τὸν γενικευμένο πόλεμο κατὰ τῆς Ἀληθείας - Χριστοῦ θὰ πρέπη νὰ εἶναι ἡ μὲ παρρησία ὁμολογία μας ὅτι μόνος ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, καὶ μόνον ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινή, ἀποστολική, ἀκαινοτόμητη συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.
Ὁμολογοῦμε τὴν πίστι μας, ἔστω καὶ ἐὰν γι᾿ αὐτὴν τὴν ὁμολογία ὑφιστάμεθα ἢ θὰ ὑποστοῦμε στὸ μέλλον ἐντονώτερο κοινωνικὸ ἀποκλεισμό.
Καιρὸς μαρτυρίας καὶ μαρτυρίου γιὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τῆς Αὐτοαληθείας καὶ σωτηρίας μας.
Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἀληθῶς Ἀνέστη!
(Πηγή: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» 5/4/2007)

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Εὐχή καί μυστική ἕνωσις μέ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά, μέρος α’

 
ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
μέρος α΄
  Πρίν ἀπό λίγο καιρό, μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἐβδομηντάρης ἱερεύς ἀπό τήν ἐπαρχία καί μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, λαμβάνοντας τό θάρρος ἀπό τήν ἀνάγνωσι τοῦ βιβλίου “Ἐμπειρίες κατά τήν Θεία Λειτουργία”.
 Στά πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά συναντήση τόν Πνευματικό του, πού διεκρίνετο γιά τήν θεοσέβειά του, τήν διάκρισι, τήν ταπείνωσι, τήν ἀγάπη, τήν ἁπλότητα καί τήν ἐν Χριστῷ σοφία. Ἔτσι, μαζί μέ τήν Ἐξομολόγησι, τῆς ὁποίας τήν ἀξία ὡς σωστικοῦ Μυστηρίου ἐβίωνε σέ βάθος, ἐνισχύετο καί πνευματικά ὄχι μόνο ἀπό τίς διακριτικές συμβουλές τοῦ Πνευματικοῦ, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν κεχαριτωμένη παρουσία του. Ἐνῶ ταυτόχρονα κατενύσσετο καί ἀπό τήν “πνευματική αἰχμαλωσία” τῆς καρδιᾶς του, ὅπως τήν βίωνε, στό εὐλογημένο πρόσωπο τοῦ Γέροντός του.
 Τό δέ παραδοξότατο βίωμα, πού διηγεῖται στήν συνέχεια, τό ἔζησε μιά ἀλησμόνητη νύχτα, ἐνῶ προηγουμένως εἶχε καταθέσει τήν ψυχή του ἐνώπιον τοῦ Γέροντός του μέ τά λόγια: «Ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή σοῦ παραδίδω τήν ψυχή μου στά χέρια σου καί στό πετραχῆλι σου».Ἐκείνη τήν νύχτα λοιπόν, ἀφοῦ ἀναπαύθηκε γιά λίγο, κατόπιν ἠγέρθη γιά τήν καθιερωμένη μεθ᾿ ὑπακοῆς ἀγρυπνία του. Ἔτσι, ἄρχισε στό κελλάκι ὅπου ἐφιλοξενεῖτο, νοερῶς, ἔντονη προσευχή στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μετά πολλῆς συντριβῆς, νήψεως καί προσοχῆς.
 Καί ξαφνικά ὁ νοῦς του, πού εἶχε ἐντῷ μεταξύ ἐγκλωβίσει τήν Εὐχή, εἰσῆλθε μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὁποία παλλομένη πανευφρόσυνα ἄρχισε μέ τόν δικό της ἀνεκλάλητο στεναγμό νά “βοᾶ” τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»
 Τότε, ἡ παραδόξως ἐνεργοῦσα θεία Χάρις κατέστη μετά τῆς καρδίας, τοῦ νοός καί τῆς Εὐχούλας μιά ἀδιαίρετος πνευματική ἑνότης, τροφοδοτοῦσα ὁλόκληρο τόν ψυχοσωματικό του κόσμο ἀπό οὐράνια εὐωδία, ἐνῶ ταυτόχρονα, χωρίς νά ἔχη πιά αἴσθησι τοῦ χρόνου, τοῦ χώρου καί αὐτῆς τῆς ὑπάρξεώς του, περιελούσθη ἀπό φωτεινότατον νέφος, πού διεχέετο καί σ᾿ αὐτήν ὁλόκληρη τήν φύσι γύρω του.
 Καί τότε…ὦ! Τότε… πότε; Μέσα σ᾿ αὐτή τήν θεϊκή μεγαλοπρέπεια, αἰσθάνθηκε νά βαστάζεται ἡ ψυχή του ἀπό τά εὐλογημένα χέρια τοῦ Γέροντός του, πού θερμῶς ἱκέτευε τόν Κύριο γιά ἔλεος καί Χάρι πρός τό πνευματικό του τέκνο. Ἡ δέ ψυχή του δέν ἠδύνατο νά κοιτάξη μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς της γύρω της, ἀλλά παρέμεινε ἐκθαμβωτικά προσηλωμένη στό ἁγιασμένο πρόσωπο τοῦ Πνευματικοῦ της.
 Κάποια στιγμή συνῆλθε ὁ ἱερεύς γεμάτος εὐφροσύνη, χαρά, εἰρήνη καί ταπείνωσι, ἐνῶ συγχρόνως ἔρρεαν ἀπό τά μάτια του ποταμοί δακρύων θείας εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Σωτήρα καί Θεόν ἡμῶν, ἀλλά καί πρός τόν Πνευματικόν του.
 Ἔπειτα, στήν νυκτερινή Θεία Λειτουργία πού ἀκολούθησε, ἀπό τήν ἱερά του συγκίνησι καί δέος, δέν ἠδύνατο νά ἀτενίση τόν ἀπαστράπτοντα καί λειτουργοῦντα Γέροντά του. Γιατί; Φῶς! Φῶς! Φῶς! Τά πάντα ἐπληροῦντο φωτός! Ἐμπειρίες πρωτόγνωρες, ὅμως ἀδύνατον νά περιγραφοῦν.
 Κλείνοντας τήν διήγησί του ὁ ἱερεύς, μοῦ εἶπε κατά λέξιν: «Ἦτο μιά θεϊκή ἐμπειρία σ᾿ ἕναν ἄθλιο παπᾶ, πού τρώει, δυστυχῶς, ἀκόμη τά ἄφθονα ξυλοκέρατα τῶν πολλαπλῶν παθῶν του. Καί παρά τήν μεγάλη, τήν οὐράνια καί ὑπέρλογη δωρεά πού ἔλαβα ἐκείνη τήν ἀλησμόνητη νύχτα, ἐξακολουθῶ νά θεωρῶ τόν ἑαυτό μου καί τό πιστεύω ὅτι εἶμαι ἕνας ἀνάξιος, ἀσήμαντος καί ἐλεεινός παπᾶς!»
  Ἴσως ἡ πνευματική θεωρία καί ὅρασις αὐτοῦ τοῦ ταπεινοῦ λευΐτη νά εἶναι ἀκατάληπτη γιά τά μυαλά μας καί ἀπλησίαστη στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις μας. Εἶναι ὅμως πραγματική!!! Καί μακάρι ὁ πανάγιος Θεός νά μᾶς δώση γιά λίγα δευτερόλεπτα νά τήν βιώσουμε μέσα στήν καρδιά μας. Εἴτε ὅταν προσευχώμεθα τό βράδυ κατ᾿ ἰδίαν, στό “ταμιεῖον” μας εἴτε ὅταν ἐκκλησιαζώμεθα εἴτε μόλις κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Καί τότε θά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἅγιοι καί τά ἱερά μας βιβλία δέν ψεύδονται.
 Ὅμως στήν πραγματικότητα ἐμεῖς τί κάνουμε; Τρέχουμε διαρκῶς πίσω ἀπό τίς ἀδυναμίες μας! Σ᾿ αὐτές τρέχουμε καί αὐτές ἀγαπᾶμε καί τρέφουμε! Γι᾿ αὐτό καί τόσα παθη καί μύρια ὅσα κακά μέσα μας καί γύρω μας!
  Ἐρμηνεύοντας τό Ἁγιογραφικό « Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά… Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο» (Λουκ. Ι΄: 42), μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι:
  • Μάρθα εἶναι, ἀναγωγικά ἤ συμβολικά, ὁ νοῦς, πού διαρκῶς μεριμνᾶ καί τυρβάζει καί περιπολεῖ, εἴτε σέ ἁπλές προσβολές τῶν λογισμῶν πού προκαλοῦν μετεωρισμούς εἴτε στήν ἀγωνία πού στρέφεται στίς βιωτικές ἀνάγκες εἴτε σέ αἰσχρές εἰκόνες πού προκαλοῦν αἰσθησιακές συγκαταθέσεις εἴτε σέ σκέψεις μίσους, φιλαργυρίας, πλεονεξίας, κενοδοξίας… Εἶναι ἐκείνη, πού κυρίως ἀντιπροσωπεύει τήν πρᾶξι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, διά τῶν ὁποίων ὁδηγεῖται ὁ χριστιανός στήν κάθαρσι ἐκ τῶν παθῶν αὐτοῦ.
  • Ἐνῶ Μαρία εἶναι, συμβολικά, ἡ καρδιά πού ὁλόψυχα παραδίδεται μέ θεϊκή γλυκύτητα στήν ἀκρόασι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἐπίσης, Μαρία, ὡς καρδιά, εἶναι ἐκείνη πού «πίπτει παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» καί δέχεται τόν λόγο τῶν θεϊκῶν ἀποκαλύψεων καί ἀρρήτων δωρεῶν Αὐτοῦ. Εἶναι αὐτή, πού πληροῦται τοῦ θείου ἔρωτος ἀπό τόν ὑπερακατάληπτο θεϊκό ἐναγκαλισμό τοῦ Νυμφίου της Ἰησοῦ Χριστοῦ.
  • Εἶναι ἡ οὐράνια ἀγάπη της!
  • Εἶναι ἡ ζωή της!
  • Ἡ ἀναφαίρετη χαρά της!
  • Τό ὕδωρ τό ζῶν!
  • Τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ!
  • Τό ὀξυγόνο της!
  • Ἡ αἰώνια ἀναπνοή της!
  Καί νά, πού ἔρχεται ἡ μεγάλη στιγμή, πού ἡ Μάρθα (ὡς πρακτική), ἑνώνεται μετά τῆς Μαρίας (ὡς θεωρητικῆς) διά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ σέ μιά ἀδιαίρετη ἑνότητα, ἀφοῦ διά τῆς πράξεως ἀνερχόμεθα στήν θεωρία, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ διά πράξεως εὐαρεστήσας τῷ θεῷ διά θεωρίας πρός τήν τῶν νοητῶν χώραν, τόν νοῦν μετατίθησιν» (Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Α΄, ἑκατοντάδα περί ἀγάπης, Φιλοκαλία…, τ. Β΄, σελ. 58).
 Μᾶς εἶναι γνωστό ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων ὅτι πρῶτα καθαρίζεται ὁ νοῦς ἀπό τίς ἀκαθαρσίες τῶν πονηρῶν, τῶν αἰσχρῶν, τῶν βρωμερῶν, τῶν διεστραμμένων καί τῶν βλασφήμων λογισμῶν καί ὕστερα ἡ καρδιά, ἀφοῦ αὐτή εἶναι κέντρον τοῦ ὅλου ψυχοσωματικοῦ ἄνθρώπου, ὡς
  • κέντρον φυσικόν,
  • κέντρον παραφυσικόν
  • καί κέντρον ὑπερφυσικόν.
Ἡ καρδιά εἶναι καί λέγεται φυσικό κέντρο, διότι, ἀπ᾿ αὐτήν καί μέσῳ αὐτῆς, μέ τίς ἀέναες παλμικές κινήσεις της στέλνεται τό αἷμα σέ ὅλα τά ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, μέχρι καί τοῦ τελευταίου κυττάρου. Εἶναι αὐτή, πού δίδει καί διατηρεῖ στήν ζωή τόν ἄνθρωπο. Σταμάτησε ἡ καρδιά; Ἔπαψε νά ζῆ ὁ ἄνθρωπος! Χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα. Τό σῶμα στόν τάφο, ἡ ψυχή στόν οὐρανό.
Εἶναι ἐπίσης ἡ καρδιά παραφυσικό κέντρο, δηλαδή ἁμαρτωλό, διότι «ἐκ (γάρ) τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. Ιε΄: 19), κατακρίσεις, ὅπως μᾶς τό τονίζει ὁ Κύριος.
Κι᾿ αὐτός ἀκόμη ὁ πειρασμός, μετά τό ἅγιο Βάπτισμα “κατοικεῖ” γύρω ἀπό τήν καρδιά καί προσπαθεῖ νά τήν πυρπολήση, νά τήν κυριεύση καί νά τήν κατακτήση «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἐξ ὀφθαλμοῦ γαστρός», ἀπό τήν κοιλιά δηλαδή τῆς μάνας καί ἀπό τή γέννησι τοῦ παιδιοῦ. Κοιτάξτε γιά παράδειγμα ἕνα βρέφος. Δῶστε του κάτι στό χεράκι του καί θά δῆτε πόσο δυνατά τό σφίγγει. Δέν θέλει νά τό ἀφήση γιά κανένα λόγο! Φιλοκτήμων ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τότε πού γεννιέται, μέ ἐνεργό τήν ροπή τῆς ἁμαρτίας μέσα του.
 Γι᾿ αὐτό, καθώς μεγαλώνη σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος, καί εἰδικώτερα ὁ χριστιανός, ὁ πειρασμός πυρώνει ἁμαρτωλά τήν καρδιά, καί ὅπως λέει ὁ Γέροντάς μου, θερμαίνει τό αἷμα, χτυπᾶ στήν κοιλιά καί στό λαιμό, κόβει καί αὐτήν ἀκόμη τήν ἀναπνοή. Ἀνεβαίνει στήν συνέχεια στό κεφάλι, σκοτίζει τό μυαλό, θολώνει τόν νοῦ, μπερδεύει τούς λογισμούς, ἐκμεταλλεύεται τήν μνήμη, τήν λογική καί τήν φαντασία (πόσα ἁμαρτωλά πράγματα στέκονται μέ τήν λογική, καί πόσα ἄλλα μέ τήν φαντασία!), ὅλα τά ἀνακατεύει, μέ τελικό σκοπό τήν κόλασι τῆς ψυχῆς.
 Στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο τονίζεται καί βεβαιώνεται ἡ ἐπίδρασις τοῦ διαβόλου στήν καρδιά τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου: «… τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τήν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτόν παραδῷ…» (Ἰωαν. ΙΓ΄: 2)
 Εἶναι ὅμως καί κέντρο ὑπερφυσικό ἡ καρδιά, καθότι ἡ ὑπερφυσική καί σωστική θεία Χάρις, τήν ὁποία πήραμε κατά τό ἅγιο Βάπτισμά μας, ἑδρεύει μέσα σ᾿ αὐτήν, ὡς εἰς καθέδραν καί θρόνο.
  Ἡ Καινή Διαθήκη μᾶς τό βεβαιώνει:
  • «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. Ιζ΄:21).
  • «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κράζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. Δ΄: 6).
  • «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ρωμ. Ε΄: 5). Πλῆθος ἄλλων χωρίων ἀναφέρουν ὅτι ἡ καρδιά μας εἶναι καί κέντρο τῆς ἀρετῆς καί κέντρο τῆς θείας Χάριτος, καί κέντρον τοῦ ἁγίου Θεοῦ.
 Κάνουμε προσευχή; Τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς βοηθάει.
 Πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία; Τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς φωτίζει καί μᾶς φέρνει στόν Ναό.
 Ποῦ ἑδρεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα; Στήν καρδιά.
Ὑπάρχει ἀκατάληπτος πνευματική θεωρία τῆς θείας Παρουσίας μέσα στήν καρδιά, ὅταν αὐτή εἶναι “οὐρανός”, δηλαδή καθαρή καί διακοσμῆται ἀπό ἀρετές καί ὄχι ἀπό πάθη. Καί μάλιστα “οὐρανός” πεντακάθαρος καί ὁλοφώτεινος ἀπό τό ἀνέσπερο καί ἀδιάδοχο Φῶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς ἀνάγεται στήν λεγομένη πνευματική θεωρία.
Καί ὁ Γέροντας μου ( π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης) βεβαιώνει καί συμπληρώνει: Ὅποιος προσεύχεται μέ τήν Εὐχή, φωτίζεται καί ὅποιος οὐδόλως εὔχεται, σκοτίζεται. Ἡ Νοερά προσευχή εἶναι πάροχος τοῦ θείου καί ἀκτίστου Φωτός. Διά τοῦτο καί ὁ κάθε καλῶς καί ἀπαθῶς “εὐχόμενος” ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ χριστιανός καθίσταται ὅλος φωτοειδής, ὅλος Φῶς ἀνέσπερον καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνοικεῖ ἐν αὐτῷ.
 Ἡ δέ μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς ἔλεγε πολλές φορές: «Ὅταν ἡ Εὐχή ἀποκτήση τήν δική της καρδιακή νοερά ἐνέργεια, τότε ὁ προσευχόμενος νοῦς “βλέπει” μέσα στήν καρδιά ὄχι τό δικό του ἄκτιστο φῶς, ἀλλά τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται, δηλαδή, σέ κατάστασι θείας μακαριότητος καί θείας ἐλλάμψεως καί κατακλύζεται ἀπό ἄφθονα αὐθόρμητα δάκρυα, πού ἔχουν τόση γλυκύτητα, ὥστε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά ὠνόμασαν «γλυκύροα». Ταυτόχρονα, μιά οὐρανοφόρος εὐωδία καταλαμβάνει ὄχι μόνο τόν προσευχόμενο χριστιανό ἀλλά καί ὁλόκληρο τόν χῶρο γύρω του».
 Ἀπό τότε πού γεννήθηκε ὁ Χριστός στήν γῆ καί μέχρι πού σταυρώθηκε πάνω στόν Γολγοθᾶ καί ἀναστήθηκε καί ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, ὁλόκληρη ἡ γῆ ἔγινε θρόνος Του. Ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ὅμως θρόνος τοῦ ἀναστημένου Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ καρδιά μας. Εἶναι οἱ καρδιές ὅλων τῶν χριστιανῶν!
 Καί ὅταν κάποτε ἀποκτήσουμε «καρδίαν καθαράν» (Ψαλμ. 50 : 12), χωρίς σπῖλο ἤ ρυτίδα ἁμαρτίας, τότε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας θά ἀπολαμβάνουμε νοερά τήν θεία Του παρουσία, ὅλη δόξα καί Φῶς (μέσα στήν καθαρή καρδιά μας). Καί τότε, μᾶς βεβαιώνουν οἱ Ἅγιοι ὅτι, αὐτός πού ἔχει τήν ἀπόλυτη αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του.
  • εἴτε διά τῆς Θείας Κοινωνίας
  • εἴτε μέσα ἀπό συνεχῆ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου,
  • εἴτε διά μέσου τῆς Νοερᾶς καθαρᾶς προσευχῆς,
αὐτός δέν γνωρίζει οὔτε πόνους οὔτε θάνατο οὔτε μαρτύριο οὔτε φυλακή οὔτε ἐξορία οὔτε φτώχεια οὔτε καί ἐγκατάλειψι. Τίποτα!… Ἔχει μέσα του τόν Χριστό!… καί ἔχει τά πάντα!
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωσήφ, ὡς κάτοχος τοῦ πληρώματος τῆς θείας Χάριτος, κατόρθωσε μέ τόν θεῖο φωτισμό καί τόν κεχαριτωμένο νοῦ του νά ἀνέλθη εἰς τήν ὑψηλή κλίμακα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Ὄχι τῆς θεολογίας τῶν πτυχίων, ἀλλά τῆς ἐμπειρικῆς. Καί ἀνεδείχθη ὄντως τέλειος θεολόγογος.
Αὐτός, λοιπόν, πού βιώνει τό ἄκτιστο Φῶς, εἶναι θεολόγος. Διότι ὅποιος ἀληθῶς προσεύχεται, αὐτός εἶναι καί θεολόγος. Ἀντίστοιχα, ἡ νηπτική ἐσωτερική ἐργασία εἶναι ἡ ἀληθινή προσευχή καί ὅποιος ἔχει ἐμπειρία αὐτῆς τῆς προσευχῆς, αὐτός εἶναι θεολόγος καί θεολογεῖ ἐν ἀληθείᾳ.
Ἡ θεολογία, κατά τόν ἁγιασμένο Γέροντα Ἰωσήφ, εἶναι καρπός τῆς θείας Χάριτος, πού κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά. «Ὅποιος μέ τήν ἄσκησι τῆς ὑπακοῆς καί τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἁγνίση τάς αἰσθήσεις, εἰρηνεύση τόν νοῦ καί καθαρίση τήν καρδίαν του, τόν ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις καί λαμβάνει φωτισμόν πνευματικῆς γνώσεως. Γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος νοῦς, ὅλος διαύγεια! Καί βρύει θεολογίαν, ὅπου ἐάν γράφουν τρεῖς μαζί, δέν προλαμβάνουν τό ρεῦμα τῆς θεολογίας πού βρύει κυματωδῶς καί σκορπίζει εἰρήνην καί ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τό σῶμα».
 Ἀνερχόμενο ἔτι περισσότερο στήν κλίμακα τῶν θείων ἀναβάσεων, βλέπουμε ὅτι βασική προϋπόθεσις τῆς προσωπικῆς μας συναντήσεως μετά τοῦ Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἔκστασις.
  Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
 συνεχίζεται…
Ἀπό τό βιβλίο: » Ἡ «Εὐχή μέσα στόν κόσμο «
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ιωάννης Κορναράκης - Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Η αδιάλειπτη ιερατική Λειτουργία του ανθρώπινου νου



Ο ανθρώπινος νους λειτουργεί αδιάλειπτα! Αυτό είναι ίσως το βασικότερο χαρακτηριστικό του. Μπορεί βέβαια, ορισμένες φορές, να μη λειτουργεί σωστά. Οι παραισθήσεις και οι ψευδαισθήσεις είναι στο … αίμα του! Είναι τα αναπόφευκτα κάτοπτρα της υπάρξεως που του θολώνουν το οπτικό πεδίο και τον παραπλανούν, όχι σπάνια, αθεράπευτα. Όμως λειτουργεί!
Αν σταματήσει ο νους να λειτουργεί, βρισκόμαστε σε περίπτωση ψυχικού θανάτου που πλέον παραδίδει το πρόβλημα αυτό (της μη λειτουργίας του νου) στη ψυχιατρική δεοντολογία. Σ’ αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζουμε μια δυσάρεστη εξαίρεση.
Κατά κανόνα, λοιπόν, ο ανθρώπινος νους λειτουργεί αδιάλειπτα. Αυτό το γεγονός για τη χριστιανική αυτοσυνειδησία σημαίνει αδιάλειπτη νοητική ιερατική λειτουργία!
Πράγματι! Αν θέσουμε τη σκοπιμότητα της λειτουργίας του νου κάτω από το πρίσμα των προοπτικών της χριστιανικής ανθρωπολογίας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, Ότι ο νους είναι το εκφραστικότερο όργανο της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο. Έχει λοιπόν η λειτουργία του θρησκευτική ποιότητα. Λειτουργεί για να πραγματοποιεί την υπαρξιακή συνέπεια του «κατ’ εικόνα», δηλ. το «καθ’ ομοίωσιν»! Γι’ αυτό, όπως είπαμε, στα περισσότερα νηπτικά πατερικά κείμενα, ο νους θεωρείται ως ο χώρος του «ναού του Θεού» ή το όργανο μιας αδιάλειπτης ιερατικής διακονίας.
Πριν όμως φθάσει κανείς στο νηπτικό πατερικό χώρο, για να δει εκεί πιο διαυγείς διαφάνειες της ιερατικής λειτουργίας του νου, ανακαλύπτει την αφετηρία του προβλήματος της θρησκευτικής ποιότητος του νου στον ευαγγελικό χώρο. Ο λόγος του απ. Παύλου είναι σαφής και διαφανής·
«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις ημάς… Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου τηρηθείη» (Α΄ Θεσ. 5, 17-18, 23).
(«Αδιαλείπτως και συνεχώς να επικοινωνείτε με τον Θεό με την προσευχή και την ευλαβή διάθεση. Για κάθε τι να ευχαριστείτε το Θεό. Διότι τούτο είναι θέλημα του Θεού, που μας το δίδαξε ο Ιησούς Χριστός για να σας το κηρύξουμε. Είθε δε αυτός ο Θεός, από τον οποίον πηγάζει η πραγματική ειρήνη, να σας αγιάσει ολοκλήρους και ολόκληρος ο νους σας και η ψυχή και το σώμα σας είθε να διαφυλαχτούν άμεμπτα κατά την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»).
Το Παύλειο αυτό κείμενο είναι από τα πιο σημαντικά ευαγγελικά κείμενα που έχουν άμεση σχέση με την υπαρξιακή προβληματική της ανθρώπινης ζωής. Στη συνείδηση του αποστόλου η αδιάλειπτη προσευχή είναι η πιο άμεση υπαρξιακή λειτουργικότητα του χριστιανού ανθρώπου που διεργάζεται συνεχώς την καθολική «καλήν αλλοίωσίν» του, σύμφωνα με το «θέλημα του Θεού εν Χριστώ Ιησού». Όμως είναι αλήθεια ότι ο αποστολικός λόγος φαίνεται βαρύς και δύσκολος και τελικά ηχεί σαν μια ουτοπική παιδαγωγική προσταγή στο νου του λογοκρατούμενου χριστιανού.
«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε»! Δεν συμφωνείτε (θα μας έλεγε ο χριστιανός αυτός) ότι πρόκειται για μια υπερβολή που (σαν τέτοια) είναι καταδικασμένη στην … ευγενή παραθεώρηση;
Τί θα ειπεί «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»; Μια τέτοια προτροπή στον ανθρώπινο νου δεν είναι ανεδαφική, αφού ο νους αυτός έχει μια μόνο δυνατότητα λειτουργικής προοπτικής; Μ’ άλλα λόγια, μπορεί ο νους να είναι το κύριο και άμεσο όργανο της επαφής του ανθρώπου με την άμεση πραγματικότητα και συγχρόνως να προσεύχεται; Δεν ζητάμε με την παύλειο προτροπή δύο ποιοτικά αντίθετες λειτουργικές διακονίες του νου; Μια μ’ ένα προσανατολισμό υπερβατικό («στα ουράνια») και μια μ’ ένα ενθοκοσμικό («στα γήινα»);
Ο λογοκρατούμενος χριστιανός άνθρωπος φρονεί, όπως είναι φυσικό, ότι ο νους μια μόνο λειτουργική ποιότητα μπορεί να εκφράζει ή σ’ ένα από τους δύο (τόσο αντίθετους!) προσανατολισμούς να αποβλέπει. Ή θα «ενδημεί» στα ουράνια ή θα διαλέγεται με τα επίγεια. Πώς λοιπόν ο απόστολος δίνει μια τέτοια προτροπή που ολοφάνερα έχει μέσα της το δικαιολογητικό της αθετήσεώς της; Απλούστατα ο απόστολος δεν είναι … λογοκρατού¬μενος! Ο νους του δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους φυσικούς κανόνες της εγκόσμιας λογικής. Ο απόστολος έχει «νουν Κυρίου» και επομένως η προοπτική της ανθρώπινης ζωής που έχει ενώπιον του είναι προοπτική όχι του «νυν αιώνος» άλλα ενός «άλλου αιώνος». Ο απόστολος ομιλεί τη γλώσσα της υπαρξιακής προοπτικής που θέλει τον άνθρωπο καθολικά δοσμένο στο Θεό. Η ευχή του «να σας αγιάσει ο Θεός ολοτελείς, και ολόκληρος ο νους σας και η ψυχή και το σώμα σας να διαφυλαχθούν άμεμπτα κατά την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού», είναι ευχή καθολικής καλής αλλοιώσεως του ανθρώπου. Το αδιάλειπτο λειτουργικό στοιχείο της υπάρξεως ζευγαρώνεται εδώ υπαρξιακά με την καθολική ανακαίνιση σε «καινόν άνθρωπον», τον «κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφ. 4, 24). Για τον απόστολο χωρίς την αδιάλειπτη ιερατική λειτουργία του νου δεν μπορούμε να έχουμε πνευματική ολοκληρία.
Ο απόστολος λοιπόν δεν παραλογίζεται! Δεν απαιτεί διάσπαση του νου σε δύο διαμετρικά αντίθετες λειτουργικές προοπτικές. Αντίθετα, ζητάει την εναρμόνιση της λειτουργίας του νου με τη ροή της υπάρξεως. Η δ δραστική δυναμική του νου να διεισδύσει στη ροή αυτή, να κυριαρχήσει στον άμεσο λειτουργικό της δυναμισμό και να τον υποτάξει στις υπαρξιακές απαιτήσεις του «καθ’ ομοίωσιν»! Αυτό ζητά ο απόστολος. Και ομολογουμένως ένα τέτοιο έργο του νου μόνο ως ιερατική λειτουργία μπορεί να νοηθεί.
Εφ’ όσον δηλ. η «ιερατική λειτουργία» είναι μια λειτουργία θυσίας και εφ’ όσον το βαθύτερο νοηματικό σπέρμα της λέξεως θυσία υπονοεί, στους θρησκευτικούς χώρους, μια μυστική διαδικασία αλλαγής, η ιερατική λειτουργία του νου είναι πραγμάτωση του ζευγαρώματος της αδιάλειπτης προσευχής με την καθημερινή και «ανά πάσαν στιγμήν» εκφραζόμενη ροή της υπάρξεως.
Εξ’ άλλου ας δοθεί, ακόμη, μια ιδιαίτερη έμφαση στην ιδέα ότι το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» δεν απευθύνεται πρωτίστως στους μοναχούς και τους ερημίτες. Κάθε άλλο! Ο απ. Παύλος παραδίδει την προτροπή αυτή στον άνθρωπο που ζει μέσα στον κόσμο. Σ’ εκείνο που αγωνίζεται για το καθημερινό του ψωμί. Σ’ αυτόν που μπλεγμένος «ταις του βίου πραγματείαις» αντιμετωπίζει άμεσα και ζωτικά προβλήματα της υπάρξεως. ΟΠ απόστολος ξέρει…τί κάνει και τί λέει. Μένει πιστός και συνεπής στην προοπτική της «εν Χριστώ Ιησού» καλής αλλοιώσεως.
Αυτή η τελευταία ιδέα πρέπει να αποσυνδέσει το πνεύμα μας από τις σχετικές επιδράσεις που δέχεται τα τελευταία αυτά χρόνια από το χώρο της μοναχικής ζωής και πολιτείας. Η προβολή δηλ. της νήψεως, με όργανο την αδιάλειπτη προσευχή, από το χώρο αυτό, διευκολύνει ορισμένους χριστιανούς να δραπετεύουν εύκολα από το πεδίο της αποστολικής νοοτροπίας στο έδαφος ενός ενδοκοσμικού σκεπτικού. Γιατί σκέπτονται• «Φυσικά οι μοναχοί και οι ερημίτες έχουν μια μόνο απασχόληση· την προσευχή. Εμείς όμως που ζούμε μέσα σ’ αυτό τον κόσμο της συγχύσεως και του άγχους, του παραλογισμού και της σχιζοφρενικής αλλοτριώσεως, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε και να παραδεχθούμε μια τέτοια προοπτική σαν μια βιώσιμη αποστολική διδαχή στην καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»…εγκλείεται σε μοναστήρι με την υποχρέωση να μονάσει. Να γίνει πνευματική λειτουργία της μοναχικής και ασκητικής συνειδήσεως. Όσο για μας τους εγκόσμιους χριστιανούς, στις πιο πολλές περιπτώσεις, μένουμε πιστοί (όσο μπορούμε) στη λειτουργία της Κυριακής και στη θρησκευτική έξαρση της Μ. Παρασκευής και των Χριστουγέννων!
Δεν είναι όμως δύσκολο να συμβιβάσει κανείς τα πράγματα. Η λύση δηλ. του προβλήματος της άμεσης σχέσεως του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» με τη ροή της υπάρξεως, στην καθολική της λειτουργικότητα, βρίσκεται στις διαστάσεις της έννοιας της προσευχής που ζητάει ο απόστολος. Ποιό είναι το αποστολικό πνεύμα του «προσεύχεσθε»;
Η βασική έννοια της λέξεως προσευχή είναι βέβαια ο διάλογος με το θεό. Ο διάλογος αυτός, συνήθως, εννοείται ως διάλογος δοξολογίας, ικεσίας και ευχαριστίας. Με την έννοια αυτή προσευχή σημαίνει να περιορίζεις το διάλογο αυτό σε λόγια εκφραστικά πάντοτε της σχέσεώς σου με το Θεό. Ο απόστολος όμως δεν ζητάει μόνο …λόγια. Ζητάει ένα άπλωμα της λειτουργίας του νου στον απέραντο χώρο της παρουσίας Του με λόγια αλλά και με την καθολική-υπαρκτική του αφοσίωση σ’ Αυτόν!
Ας θυμηθούμε και πάλι το· «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». Κατά τον απόστολο, ο κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα όμως ο ενσυνείδητος χριστιανός, έχει επίγνωση αυτής της υπαρκτικής θέσεώς του μέσα στη χάρη και την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό δίνει μια γενική αρχή ανθρώπινης συμπεριφοράς- «και παν ό, τ ι εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώτιοις, ειδότες ότι από Κυρίου απολήψεσθε την ανταπόδοσιν της κληρονομιάς• τβ γαρ Κυρίω Χριστώ δουλεύετε» (Κολοσ. 3, 23).
Η φράση· «και πάν ό, τ ι εάν ποιήτε…» είναι συμπερασματική. Αφού δηλ. ο απ. Παύλος εκθέτει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των συζύγων μεταξύ τους, των τέκνων έναντι των γονέων, των γονέων έναντι των τέκνων και των δούλων έναντι των κυρίων τους, συμπεριλαμβάνει τις υπολειπόμενες (και παραλειπόμενες) υπαρκτικές καταστάσεις στην απεραντοσύνη μιας μονόλεκτης εννοίας. Το «π α ν» είναι η συνολική ζωή του ανθρώπου. Όχι μόνο οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπου, ομολογουμένως, συσσωρεύονται τα κρισιμότερα υπαρξιακά (άμεσα) προβλήματα, αλλά και κάθε άλλη κατάσταση ή μορφή διαλόγου του ανθρώπου με τις προκλήσεις και τους λοιπούς προβληματισμούς της υπάρξεως. Σ’ όλες αυτές τις υπαρκτικές διαφάνειες ο χριστιανός άνθρωπος «δουλεύει τω Κυρίω». Οι άμεσοι και καθημερινοί προβληματισμοί παρέχουν το «εν Χριστώ Ιησού» μεροκάματο στο χριστιανό αυτόν, ο οποίος, εφ’ όσον έχει συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα αυτή, εργάζεται το μεροκάματο αυτό «ως τβ Κυρίω και ουκ ανθρώποις».
Η αποστολική προτροπή «ως τω Κυρίω» και η καταληκτική συμπερασματική έννοια της «τω γαρ Κυρίω Χριστώ δουλεύετε» μας δίνει μια διάσταση και μια προοπτική της προσευχής που υπερβαίνουν τα στενά όρια της δοξολογικής, ικετήριας και ευχαριστιακής προσευχής που γνωρίζει ο μέσος τύπος του συμβατικού χριστιανού. Ο χριστιανός αυτός ξέρει ότι προσευχή θα πει να κλειστείς στο «ταμιείον» σου και εκεί να μιλήσεις με το Θεό. Για τον απόστολο Παύλο ο διάλογος της προσευχής («αδιαλείπτως προσεύχεσθε») απλώνεται στα όρια της καθολικής υπάρξεως του ανθρώπου. Σε κάθε στιγμή ο χριστιανός «δουλεύει τω Κυρίω Χριστώ». Αυτό σημαίνει κάθε στιγμή προσευχή, αδιάλειπτη προσευχή!
Η αδιάλειπτη αυτή προσευχή, ως δράση, κίνηση και ζωή του ανθρώπου «εν Αυτώ» (τω Θεώ») είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητα του νου σε διαλογικές εμπειρίες με το Θεό. Μια τέτοια εμπειρία παρουσιάζει ο όσιος Νικόδημος και μας βοηθά να καταλάβουμε την παραφραστική απόδοση του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», που παραθέσαμε πιο πάνω, με τη συμπληρωματική έννοια: «και με ευλαβή διάθεσιν».
Κατά τον όσιο Νικόδημο: «Τινές δε λέγουν, ότι Νοερά Προσευχή λέγεται ακόμη και όταν ο άνθρωπος, αφού συγκεντρώση όλας τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής του μέσα εις την καρδίαν, χωρίς να λαλήση ρήμα, ούτε με τον προφορικόν, ούτε με τον ενδιάθετον λόγον, με μόνον τον νουν νοεί και στοχάζεται αμεταθέτως, πως είναι ο Θεός παρών έμπροσθεν του· και πως αυτός παραστέκεται εις αυτόν πότε με φόβον και θάμβος, ωσάν ένας κατάδικος· πότε με πίστιν ζωντανήν διά να λάβη την βοήθειαν αυτού, και πότε με αγάπην και χαράν διά να τον δουλεύη παντοτεινά. Και τούτο είναι εκείνο που έλεγεν ο Δαβίδ: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου διά παντός» (Ψαλμ. 15, 8)».
Ο ζωντανός χριστιανός («τω πνεύματι ζέων τω Κυρίω δουλεύων») διαλέγεται «ανά πάσαν στιγμήν» με το Θεό. Τον βλέπει μπροστά του «διά παντός»! Οι οποιεσδήποτε άμεσες εμπειρίες της υπάρξεως είναι πεδία διαλόγου του χριστιανού αυτού με το Θεό. Ο νους του δουλεύει «τω Κυρίω» «αδιαλείπτως»!
Η προτροπή λοιπόν του απ. Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» δεν είναι ουτοπική. Δεν είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργικότητα του νου και τη σχέση αυτής της λειτουργικότητας με την άμεση καθημερινή πραγματικότητα. Γιατί εξ άλλου η φαινομενική διάσπαση σε καθαρώς νοητική λειτουργικότητα και προσευχητική δραστηριότητα του νου γεφυρώνεται χαρισματικώς από το όλο μυστήριο της «Θείας Λειτουργίας της υπάρξεως». Η διακονία του νου, ως «Ιερατική λειτουργία», συνδυάζει δημιουργικώς τις δυο αυτές όψεις του με τη συνεργία πάντοτε των αγιοπνευματικών ενεργειών. Έτσι το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» δεν είναι ακατόρθωτο. Αντίθετα είναι κατορθωτό και, σαν άμεση και συνεχής πραγματικότητα, εκφράζει την πεμπτουσία της αυθεντικής υπάρξεως μέσα στα πλαίσια πάντοτε της χαρισματικής (ιερατικής) ενέργειας του ανθρώπινου νου.
Η φυσιολογική και επομένως υπαρξιακώς δυνατή λειτουργία του ανθρώπινου νου είναι όντως αυτή: Η διακονία του στην πραγμάτωση του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Μόνο που τη δυνατότητα αυτή αντλεί από ένα Όνομα· «το υπέρ παν όνομα», το όνομα του Ιησού!
(Ι. Κορναράκη, «Η Θεία Λειτουργία της υπάρξεως», εκδ. Αφών Κυριακίδη –Θεσ/νίκη, σ. 104-112)

Ιωσήφ Βατοπαιδινός - Γέροντας Η ηθική στο Χριστιανισμό, όπως προκύπτει από τη σάρκωση του Θεού Λόγου

Όπως γνωρίζουμε, η επέμβαση του Θεού στην ιστορία της ανθρωπότητας αποτελούσε συνεχιζόμενη επί αιώνες θεία αποκάλυψη, η οποία ολοκληρώθηκε με τη σάρκωση του θείου Λόγου. Σκοπός της προ Χριστού θείας αποκαλύψεως ήταν να μάθει ο άνθρωπος της πτώσεως από που έρχεται και που πηγαίνει· να μάθει την καταγωγή του και από πού έχουν την αρχή τους και για τι προορίζονται όλα όσα τον περιστοιχίζουν και, συνάμα, την ύπαρξη και τη δύναμη του Θεού που τα εδημιούργησε· τέλος, το και  σπουδαιότερο, να προετοιμαστεί ο άνθρωπος να δεχθεί τον Λυτρωτή που επρόκειτο να έλθει.
     Για πολλούς αιώνες πάλευε ο άνθρωπος μ’ αυτές τις γνώσεις, που τις διαστρέβλωνε ο διάβολος και τα όργανά του·  για τούτο η δοκιμασία της έρευνας και της αμφιβολίας βασάνιζε πάντοτε την ανθρωπότητα. Όσοι είχαν υγιή πίστη δέχονταν τις μερικές αποκαλύψεις που έκανε ο Θεός κατά καιρούς· εν τούτοις δεν μπορούσαν να δουν το κύριο αποτέλεσμα: τη θεραπεία της αρρωστημένης ανθρωπότητας που θα κατέληγε στον εξαγιασμό και τη θέωση. Η έννοια της θείας αποκαλύψεως έθελγε, σαν ένα νοσταλγικό συμπέρασμα, την ανθρωπότητα, χωρίς όμως να πραγματοποιείται ο επαγγελλόμενος σκοπός. Και αυτός ακόμα ο Μωσαϊκός Νόμος, που εθεωρείτο ο κώδικας της θείας αποκαλύψεως, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα μέσο για αναχαίτιση του ανθρώπου από την πολυθεΐα και την ειδωλολατρεία, και ένας κανόνας για την μεταξύ των ανθρώπων χρηστότερη συμπεριφορά. «Ο Μωσαϊκός νόμος τίποτε δεν τελειοποίησε —λέγει ο Απ. Παύλος— κι έτσι εισάγεται μια καλύτερη ελπίδα (ο Χριστός) διά της οποίας προσεγγίζουμε το Θεό» (Εβρ. ζ’ 19)· και πάλι· «Ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν μόνο σκιά των μελλόντων αγαθών, και όχι αυτή η εικόνα της πραγματικότητας» (Εβρ. ι’ 1).
***
      Το άγχος αυτό της πανανθρώπινης αγωνίας το κατάργησε η παρουσία του θείου Λόγου «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου». Στην καταστροφή που έφθασε ο άνθρωπος μετά την πτώση του, συμπαρασύροντας και την υπόλοιπη κτίση στη φθορά, δεν γινόταν θεραπεία με την απλή γνώση της θείας αποκαλύψεως. Χρειαζόταν επέμβαση δυναμική (σαν αυτή που από το μηδέν έφερε στην ύπαρξη τη δημιουργία, όταν ο Θεός «είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν»), για ν’ ανακόψει την ορμή της φθοράς και ν’ αποκαταστήσει στον άνθρωπο τη θεία εικόνα που είχε διαφθαρεί. Η κατάσταση της ανθρωπότητας έμοιαζε με κάποιον που κατρακύλησε σε βάραθρο βαθύ, ενώ μερικοί που έστεκαν στο χείλος του βαράθρου τον συμβούλευαν ότι έπρεπε να βγει. Το ότι έπρεπε να βγει ο άνθρωπος από το χάος της πτώσεώς του ήταν η μόνη αλήθεια που έβλεπε μπροστά του, αλλά το μέσον αυτής της σωτηρίας δεν φαινόταν πουθενά.
      Η γοερή κραυγή του πανανθρώπινου πόνου συνεχιζόταν με πολυπληθείς ικεσίες: «Κύριε, φανέρωσε το πρό­σωπό σου και θα σωθούμε» (Ψαλμ. 79, 4)· και πάλι· «Σκύψε, Κύριε, και άκουσέ με, γιατί είμαι ελεεινός και ταπεινομένος» (Ψαλμ. 85, 1)· και πάλι· «Στην προστασία σου  έχει εγ­καταλειφθεί ο φτωχός, στον ορφανό συ είσαι βοηθός» (Ψαλμ. 9, 35) κ.λπ. Και στο καθορισμένο χρονικό διάστημα, ο ποιητής των αιώνων· «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κατά την Αγία Γραφή, για να ανακατασκευάσει την συντριβείσαν από την πτώση θείαν εικόνα, τον άνθρωπο. Η καθ’ ολοκληρίαν υποταγή του ανθρώπου στη φθορά και στο θάνατο δεν άφησε τίποτε στην αρχική του θέση. Το τριμερές της ψυχής (θυμικό, λογιστικό, επιθυμητικό) διεστράφη και λειτουργούσε αντίθετα. Οι δυνάμεις της ψυχής (φρόνηση, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιο­σύνη κ.λπ) και αυτές αντεστράφησαν και μαζί με τη σάρκα αποτέλεσαν το «σώμα του θανάτου» που αναφέρει ο Παύλος (Ρωμ. ζ’ 24). Η διάνοια, οι σκέψεις, οι πόθοι, οι ενέργειες και οτιδήποτε αποτελούσε το ψυχοσωματικό «είναι» του ανθρώπου διεστράφη και λειτουργούσε αντίθετα.
      Μέσα σ’ ένα τέτοιο πέλαγος διεφθαρμένων σκέψεων και αποφάσεων ο άνθρωπος διαμόρφωσε, με τα ίδια κριτήρια, και τον εξωτερικό του κόσμο και ρύθμιζε ανάλογα και τις σχέσεις του με όσα τον περιστοίχιζαν, πρόσωπα και πράγματα. Ο φόβος του θανάτου, η ιδιοτέλεια, το πάθος της φιλαυτίας, ο ακόρεστος πόθος της πλεονεξίας που τον εκτρέφει, η αβεβαιότητα του χρόνου και τα διάφορα άλλα επίκτητα ελαττώματα και κακά αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά της «εικόνας του χοϊκού ανθρώπου». Δεν ήταν, κατά τον προφήτη, η πληγή «από μέρους» (δηλ. μερική), ώστε να τοποθετηθεί μάλαγμα ή επίδεσμος· ήταν σήψη από κεφαλής μέχρις ονύχων. Η πανάπειρη του Θεού αγαθότητα, η αμέτρητη φιλανθρωπία Του, το ανερμήνευτο έλεός Του συγκατέβηκε στην τόση δυστυχία και ευδόκησε να οικονομήσει τη σωτηρία.
     Έτσι, «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός…», όχι μόνον για να μας σώσει από το θάνατο και τη φθορά, αλλά για να γίνουμε παιδιά του Θεού. (Γαλ. δ’ 4­-5). Την έκταση της καταστροφής δεν μπορούσε κανείς άλλος να περιστείλει έκτος από τον πρώτο Αρχιτέκτονα, Εκείνον «δι’ ου τα πάντα εγένετο». Και πράγματι, να που Αυτός «εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β’ 7), γενόμενος άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Αυτός όπου αμέσως μετά την παρακοή κατέκρινε τον άνθρωπο λέγοντάς του «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ’ 19), έπρεπε ο ίδιος πάλι να ανασηκώσει αυτό το επιτίμιο από την «χοϊκή» ανθρωπότητα, χαρίζοντας σ’ αυτή τις ιδιότητες του «επουρανίου ανθρώπου». Η πρώτη φωνή έδειχνε το κατάντημα της θνητότητας του ανθρώπου έπρεπε μια δεύτερη φωνή να τον επαναφέρει πάλι πίσω προς τη ζωή. Έπρεπε ν’ ακουστεί· «ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς και ο έγειρε ο Χριστός θα σε φωτίσει» (Εφεσ. ε’ 14).
     Η πτώση του ανθρώπου δεν ήταν μόνο η μετάβασή του από τη σφαίρα της ζωής στο κράτος του θανάτου. Όλος ο ψυχοσωματικός του κόσμος παραμορφώθηκε γι’ αυτό ο Θεός ανέλαβε εξ’ αρχής την ανακατασκευή του και θέλησε να τον προσλάβει ο Ίδιος στην Υπόστασή Του για να του μεταδώσει από τον Εαυτό Του την αληθινή ζωή και να τον επαναφέρει στον θεοειδή προπτωτικό του χαρακτήρα. Το κύριο στοιχείο που χαρακτήριζε την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου ήταν η θεία χάρις όπου του έδιδε τις υπέρ φύσιν θείες ιδιότητες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Αυτή τη χάρη επανέφερε στον άνθρωπο ο Κύριός μας, γιατί, όπως φόρεσε εξολοκλήρου τη φύση μας (χωρίς την αμαρτία, η οποία δεν είναι πράγμα φυσικό κι ούτε ανήκε ποτέ στη φύση μας), έτσι μετάδωσε κατά χάριν σ’ αυτήν όλες Του τις θεϊκές χάριτες και ιδιότητες.
     Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον θείο Λόγο επανέδωσε λοιπόν στον άνθρωπο ό,τι είχε απωλέσει με την πτώση του. Έδωσε στο σώμα την αρμονική κίνηση και επιθυμία, στην δε ψυχή και το νου την υγιή και λογική σκέψη και απόφαση, ώστε να μην υπάρχει θέση για την αμαρτία. Με την προσωπική του επαφή ο Χριστός δίδαξε και παρέδωσε όλη τη θεία αποκάλυψη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, και κατοχύρωσε τους πιστούς του από κάθε μορφή πλάνης και απάτης του πονηρού. Με τις θείες του εντολές επανέφερε την ισορροπία στη διασαλευθείσα αρμονία των φυσικών όρων και νόμων, στο κάθε ιδιαίτερο πρόσωπο αλλά και στην κοινωνία σαν σύνολο. Και με τον πανάρετό Του βίο απέδειξε ότι είναι εφαρμόσιμα όσα έχει παραγγείλει να τηρούμε.
     Αλλά εκείνο που βρίσκουμε να περισσεύει πάνω απ’ όλα στον γλυκύτατό μας Ιησού είναι η παναγάπη Του διά της οποίας μας εθεράπευσε. Η ιδιοτέλεια, η πλεονεξία, το ψέμα, η υποκρισία, ο εγωισμός και κάθε τι που διέστρεφε το ήθος των ανθρώπων, όλα μαζί τα παρά φύσιν ελαττώματα, θεραπεύτηκαν από την ανιδιοτελή θεία αγάπη, την οποία η θεία φύση του Χριστού μας μετέδω­σε στην προσληφθείσα ανθρώπινη φύση. Έτσι, μαζί με τον αληθινό Θεό αποκαλύπτεται και ο αληθινός άνθρωπος, ο «καινός», ο «κατά Θεόν κτισθείς», ο οποίος παρουσιάζεται σαν μια σύνθεση πίστεως και έργου, δηλ. αποκαλύψεως του Θεού και εν Χριστώ βιώματος.
    Το χριστιανικό βίωμα, που είναι η ζωντανή αντανάκλαση της ζωής του Χριστού μας, δεν αποτελεί πια προσπάθεια τηρήσεως εξωτερικών τύπων και κανόνων, που είναι κάτι ξένο στη φύση. Αλλά, αντίθετα, ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος αβίαστα και φυσιολογικά ανταποκρίνεται στην καινούργια εν Χριστώ υπόστασή του, εφ’ όσον «όστις εις Χριστόν εβαπτίσθη, Χριστόν ενεδύθη». Η δύναμη και η μορφή της αμαρτίας, σαν παρά φύσιν  ζωής,  καταλύονται,  γιατί  όλα  έγιναν, χάριτι, «καινά», έλλογα, χριστοποιημένα, φυσιολογικά, αλλά και υπέρ φύσιν.
***

     Γενόμενος πλέον ο άνθρωπος «σώμα Χρίστου» και «μέλος Αυτού» μετέχει υποστατικά στην αγιότητα· έτσι ο αγιασμός που όλοι μας νοσταλγούμε δεν είναι κάτι που αγνοούμε, αλλά κάτι που δεχόμαστε στο βάπτισμα και που, άρα, χρειάζεται φύλαξη και διατήρηση. «Δεν είμαστε πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια  του Θεού» (Εφεσ. β’ 19). Γι’ αυτό πρέπει, όπως λέ­ει ο Παύλος, «να νεκρώσωμεν τα μέλη μας τα επί της γης» (Κολ. γ’ 5), δηλ. κάθε σαρκικό και ιδιοτελές φρόνημα, διότι είμαστε τέκνα αναστάσεως. Ο Χριστός εγερ­θείς όντως εκ νεκρών «μας ανέστησε και μας έβαλε να καθήσουμε στα ουράνια» και τη δική μας ανθρώπινη φύση (Εφεσ, β’ 6). Αφού «αναστηθήκαμε μαζί με τον Χριστό», «η σκέψη μας να είναι προς τα άνω και όχι στα γήινα πράγματα». (Κολ. γ’ 2).
     Όπως ο νεκρός δεν μπορεί να μετέχει σε τίποτε από όσα τον περιβάλλουν, έτσι και ο νεκρωθείς ως προς την αμαρτία χριστιανός δεν έχει πια σχέση με την ποικιλόμορφη αμαρτία. Εμείς «συναπεθάναμεν» με τον Χριστό «συνταφέντες Αυτώ διά του βαπτίσματος»· γι’ αυτό πρέπει να «συσταυρωθώμεν» με τον Χριστό και να μη ζούμε για τον εαυτό μας, αλλά να ζούμε για τον Χριστό κι’ Αυτός να ζει μέσα μας (Γαλ, β’ 20). Αν λοιπόν ζει μέσα μας ο Χριστός, δεν πρέπει να μένουμε σε μια αρνητική μόνο στάση κατά της αμαρτίας, αλλά να προχωρούμε και στην υγιή πράξη, στην εργασία των θείων εντολών. «Έκκλινον από κακού —λέγει ο προφ. Δαυΐδ— και ποίησον αγαθόν ζήτησον ειρήνην και δίωξον (επιδίωξε) αυτήν» (Ψαλμ. 33, 15). Εάν αυτό δεν γίνει, ώστε να παγιωθεί μέσα μας η «ενχρίστωση», η χριστοπολιτεία, η χριστοσκέψη, η χριστοενέργεια», τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή ο Θεός Λόγος δεν σαρκώθηκε πραγματικά και, επομένως, δεν ενώθηκε με τη δική μας φύση, ή εμείς είμαστε ανεπίδεκτοι των ενεργειών της χάριτός Του. Όμως, ο Λόγος όντως «εγένετο σαρξ», δηλ. άνθρωπος· επομένως, μόνον η δική μας κακή προαίρεση ευθύνεται για κάθε αποτυχία μας.
***
     Ο ολοκληρωμένος εν Χριστώ άνθρωπος επιτυγχάνει να σηκώσει τα αίτια της διαιρέσεώς του με τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Η ανιδιοτέλεια, σαν το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατά Θεόν αγάπης, επιβάλλει την ενότητα και την αλληλοκατανόηση, γιατί η αρχή του κακού προήλθε από τον ατομισμό και την ιδιοτέλεια που διασπά την ενότητα και την αρμονία. Πηγή όλου του κακού και των συνεπειών που ακολούθησαν την πτώση είναι ο διάβολος, «ο όφις ο αρχαίος, ο πλανών την οικουμένην όλην», ο «απ’ αρχής ανθρωποκτόνος», ο οποίος «εν τη αληθεία ουχ έστηκεν… ότι ψεύστης εστί και ο πα­τήρ του ψεύδους» (Αποκ. ιβ’ 9), (Ιω. η’ 44). Αν εξετάσουμε προσεκτικά για να βρούμε τι είναι σατανισμός, θα δούμε ότι δεν είναι άλλο από τον ατομισμό· τη φιλαυτία σ’ όλη της την έξαρση· την ιδιοτέλεια σ’ όλη της την έκταση· με λίγα λόγια την παράλογη και αρρωστημένη αγάπη στον εαυτό μας συνδυασμένη με μίσος και αποστροφή για κάθε τι που δεν είναι δικό μας. Όλες οι άλλες μορφές του κακού που προκαλούν τις δυστυχίες, τις συμφορές, τις αγωνίες και, τέλος, αυτόν τον θάνατο δεν είναι στην ουσία παρά τα αποτελέσματα του ατομισμού. Μη έχοντας δύναμη ο μακράν από τον θειο φωτισμό άνθρωπος να ακολουθήσει την οδό της αυτοθυσίας για την υποστήριξη του γενικού καλού, υποκύπτει στον πειρασμό της επιδίωξης της προσωπικής του ικανοποιήσεως και, μη μπορώντας να το πετύχει, καταφεύγει στα πιο αθέμιτα μέσα.
      Δόξα λοιπόν και μεγαλοσύνη στον γλυκύτατό μας Κύριο, όπου, με την ενανθρώπισή Του, μας έδειξε και διδακτικά και πρακτικά την ενότητα και αδελφοσύνη. Σαν μέλη του Σώματός Του πρέπει να καλλιεργούμε την αγάπη σαν το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της χριστιανικής προσωπικότητάς μας, εφ’ όσον δεν πρέπει πια να ζούμε για τον εαυτό μας, αλλά για Εκείνον που σταυρώθηκε και αναστήθηκε για μας και ο οποίος είναι Αγάπη.
     Η ανιδιοτελής αγάπη με κανένα άλλο τρόπο δεν εκδηλώνεται παρά ως απομίμηση της αγάπης του Χριστού μας. «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει —λέγει ο Χριστός— ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω. ιε’ 13), πράγμα που εφάρμοσε πρώτος Εκείνος. Ο δε Παύλος δείχνοντάς μας πως εκδηλώνεται η κοινωνία της αγάπης γράφει: «Γνωρίζετε, βέβαια,  τη χάρη του Κυρίου μας Ι. Χριστού· ήταν πλούσιος και έγινε για χάρη σας  πτωχός, για να μπορέσετε εσείς με τη  φτώχεια τη δική του να πλουτίσετε» (Β’ Κορ. η’ 9). Και ολοκληρώνει ο Ιωάννης: «Αγαπητοί, εάν έτσι ο Θεός μας αγάπησε, και εμείς οφείλουμε να αγαπούμε ο ένας τον άλλο». (Α’ Ιω. δ’ 11).
      Αυτή είναι η αληθινή, η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. ιγ’ 5). Μόνο με αυτήν είναι δυνατό «να βαστάσωμεν τα βάρη αλλήλων» και έτσι να «αναπληρώσουμε τον νόμο του Χριστού» (Γαλ. στ’ 2). Το ότι είμαστε κατ’ εικόνα Θεού πλασμένοι σημαίνει ότι είμαστε δεκτικοί της Θεο-μιμήσεως. Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος έδειξε σε μας, στην πράξη, τον τρόπο της Θεο-μιμήσεως. Με την μίμηση του πανάρετου βίου του Κυρίου μας ανακτούμε το κατά Θεόν ήθος που διέστρεψε η αμαρτία. Για την επιτυχία όμως του σκοπού αυτού είναι απαραίτητη η θεία Χάρις. Μόνη η πρόθεση και απόφασή μας δεν αρκεί· γι’ αυτό τόνιζε ο Κύριος ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5).
***
      Οι θεόσοφοι Πατέρες μας, οι πραγματικοί αυτοί ψυχολόγοι που ήσαν «διδακτοί Θεού», μας αποκάλυψαν τα μυστικά αυτών των καταστάσεων. Μας αποκάλυψαν ότι στον μακράν της θείας Χάριτος άνθρωπο η δύναμη του κακού βρίσκεται εντός της καρδίας, ενώ η Χάρις απ’ έξω. Αντίθετα, στον άνθρωπο που έλαβε τη Χάρη, η Χάρις βρίσκεται εντός της καρδίας του, το δε κακό απ’ έξω. Έτσι ο άνθρωπος που βαπτίστηκε και έλαβε τη Χάρη γίνεται «δυνάμει» καλός· του λείπει το «ενεργεία» καλός, που θα επιτευχθεί εάν φυλάξει τις θείες εντολές μετέχοντας στο πλήρωμα της Χάριτος διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Τότε θα μπορεί να λέγει με τον Παύλο, «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλιπ. δ’ 13).
     Ο Κύριος μας Ι. Χριστός, διά της ενανθρωπήσεώς Του έγινε και παραμένει το αιώνιο πρότυπό μας, και «ουχ απέστη πάντα ποιών έως εις τον ουρανόν ανήγαγεν ημάς και την βασιλείαν αυτού εχαρίσατο την μέλλουσαν». Διά των εντολών Του έδειξε το δρόμο, διά του βίου Του έδειξε τον τρόπο και διά της Χάριτός Του, η οποία βρίσκεται συνεχώς αποταμιευμένη στο Σώμα Του, την Εκκλησία, μας έδωσε τη δυνατότητα της επιτυχίας.
      Διερωτάται τώρα κανείς: Μετά από τη χειροπιαστή αυτή πραγματικότητα, όπου «εχθροί όντες, κατηλλάγημεν τω Θεώ» (Ρωμ, ε’ 10), μετά από το μάθημα που διδαχθήκαμε, μετά από το «θείον επάγγελμα» όπου εσπουδάσαμε και το οποίο δεν μας αποφέρει ως έσοδο αξίες υλικές και προσωρινές, αλλά τη ζωή και την αιωνιότητα, είναι δυνατό να μας μένει καιρός για μάταιες ασχολίες; Πράγματι, τί θα μας χρειαζόταν άλλη ασχολία έκτος από τις απόλυτες ανάγκες της συντήρησής μας; Αυτό εννοούσε κι’ ο Παύλος όταν έλεγε, «τα άνω φρονείτε, ού ο Χρι­στός έστιν,,,», διότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υ­πάρχει» (Φιλ. γ’ 20). Επειδή όμως βρισκόμαστε ακόμα στη γη αυτή, πρέπει να ζούμε «χρώμενοι μεν τω κόσμω, αλλά μη καταχρώμενοι αυτού» (Α’ Κορ. ζ’ 31)· δηλ. να ζούμε κατά το νόμο της χρείας και όχι της επιθυμίας. Δυστυχώς, σ’ αυτό συχνά είμαστε απρόσεκτοι και ράθυμοι, γι’ αυτό ο Κύριός μας με πολλή πικρία ανέφερε κάποτε ότι οι άνθρωποι του «αιώνος» τούτου (δηλ. οι μακράν του Θεού) είναι συνήθως «φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών» (Λουκ. ιστ’ 8), δηλ. πιο ενεργητικοί, πιο αποφασιστικοί στις επιδιώξεις τους, παρά οι υιοί του φωτός, οι πιστοί χριστιανοί.
* * *
     Ας προσέξουμε τώρα μερικά ακόμη σημεία από τον βίο του Χριστού μας τον οποίο καλούμαστε να μιμηθούμε: Έλεγε ο Κύριός μας για την αδυναμία του σατανά να αποκτήσει οιονδήποτε δικαίωμα ή εξουσία πάνω Του: «Έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ’ 30)· και πάλι· «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. ιστ’ 33)· και· «Ιδού δίδωμι υμίν την έεξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι’ 19).
     Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μας, όταν ζούμε εν Χριστώ. Εκείνος του οποίου άλλοτε είμεθα δούλοι και υποχείριοι, ο σατανάς, δεν βρίσκει πια καμμιά θέση μέσα μας· έτσι, μπορούμε να πούμε μαζί με τον Δαυΐδ «του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος» (Ψαλμ. 9, 7). Όταν πάλι δειλιάζουμε λόγω της σφοδρότητας των παθών και της αμαρτίας, ο Χριστός μας δυναμώνει λέγοντάς μας· «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» και «επικάλεσαί με εν ήμερα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε» (Ψαλμ. 49, 15). Και όταν η αδίστακτη μανία του εχθρού επιμένει να κτυπά, μας υπενθυμίζει ότι μας έδωσε την δύναμη όχι μόνο να αντιστεκόμαστε, αλλά και να «πατούμεν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Όπως προαναφέρθηκε, αυτό επιτυγχάνεται όταν, «ενδυόμενοι» τον Χριστό κατά το βάπτισμα, εισέρχεται εντός της καρδίας η Χάρις και εξορίζεται το κακό. Η τυραννική δύναμη του κακού, που προηγουμένως βίαζε τον άνθρωπο και στραγγάλιζε την ελευθερία του, τώρα δεν έχει εξουσία επάνω του, διότι εναπόκειται στον άνθρωπο να υπακούσει, ν’ ακολουθήσει, ή να αρνηθεί.
     Ο πιστός που έχει «ενδυθεί» τον Χριστό, έχει την ικανότητα να διακρίνει και ν’ αποφασίσει, και ν’ αντισταθεί, διώχνοντας τον εχθρό με οποιοδήποτε τρόπο κι αν αυτός είναι καλυμμένος. Το παράδειγμα του Κυρίου μας όπου νήστευε κι αγωνιζόταν στην έρημο είναι για μας ο φωτεινός οδηγός πλεύσεως στο τρικυμιώδες αυτό πέλαγος της ζωής. Για μας είχε κάμει εκείνο τον αγώνα στην έρημο. Γι’ αυτό κι ο καθένας μας, δυναμωμένος από τη χάρη Του, ας επαναλαμβάνει μαζί Του: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά· Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω, και αυτώ μόνω λατρεύσω» (Ματθ. δ’ 10).
    Έτσι η έμφυτη μιμητικότητά μας αποκτά το πρότυπό της, τον Κύριο. Η ενεργητικότητά μας έχει την συμμαχία της Χάριτός Του. Στη διάσπαση της προσωπικότητάς μας, που προήλθε από την πτώση στην αμαρτία, μας άφησε την ειρήνη Του που ενώνει τα διεστώτα· «ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’ 27). Στην αγωνία και την αβεβαιότητα του χρόνου και των μεταβολών, μας υποσχέθηκε ότι θάναι μαζί μας μέχρι «της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Στην ανησυχία μας ότι είμαστε λιγοστοί σε σύγκριση με το πλήθος αυτών που δεν Τον ακολουθούν, μας ενθαρρύνει λέγοντας· «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λουκ. ιβ’ 32). Στο παράπονό μας, γιατί πάντοτε να μας μισούν και να μας επιβουλεύονται εμάς τους χριστιανούς, μας παρηγορεί λέγοντας «Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε’ 11). Μας υπενθυμίζει ακόμη ότι ο κίνδυνος του σώματος δεν είναι ο ουσιαστικός, διότι υπάρχει η αθάνατη ψυχή. Μη φοβηθείτε, λέγει, από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, την δε ψυχή δεν μπορούν να σκοτώσουν (Ματθ. ι’ 28). Τέλος, μας έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα, την άγκυρα της ελπίδας όλων μας: «Χαίρε­τε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε’ 12).
* * *
     Ποιός δεν θα σκιρτήσει και δεν θα γεμίσει από χαρά και αγαλλίαση, όταν αναλογισθεί όλην αυτή τη Χάρη και δωρεά όπου μας εκληρονόμησε η αγάπη του Λυτρωτή μας! Δεν μας άφησε, ακόμη, στερημένους από την αίσθηση της παρουσίας Του και σ’ αύτη τη ζωή, αλλά διά των θείων Μυστηρίων, εν τη Εκκλησία, μας κάνει κοινωνούς της πολύμορφης ενέργειας της Χάριτός Του.
     Ολόκληρο το πλήρωμα της θείας αποκαλύψεως βρίσκεται διά παντός μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Κυρίου μας· έτσι το θείο θέλημα είναι πάντοτε, σ’ όσους το ζητούν, γνωστό. Και αυτός ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις θειες εντολές, που κι αυτές είναι σαφείς και γνωστές διά της Εκκλησίας: «Αμήν λέγω υμίν, ο λαμβάνων, εάν τίνα πέμψω, εμέ λαμβάνει, ο δε εμέ λαμβάνων λαμβάνει τον πέμψαντά με» (Ιω. ιγ’ 20), Ο δε άγιος Μάξιμος αναφέρει ότι «ο εντολήν δεξάμενος και ποιήσας αυτήν έχει μυστικώς την Αγίαν Τριάδα». Πράγματι, ο Χριστός είπε ότι «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με… Και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν (κατοικίαν) παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’ 21-23). Να, λοιπόν, η αλήθεια των λόγων του αγίου Μαξίμου, ότι όποιος τηρήσει τις θειες εντολές θα έχει εντός του μυστι­κώς όλη την Αγία Τριάδα. Τα πιο πάνω λόγια του Χριστού μας αποκαλύπτουν την Τριαδολογική όψη της θείας οικονομίας, διότι η εντός ημών παρουσία του Θεού Λόγου εξυπακούει —λόγω του ομοουσίου και αδιαιρέτου των θείων προσώπων— και την παρουσία του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος,
      Όπως τονίσαμε και άλλοτε, στην ορθόδοξη παράδοση τα δόγματα και το ήθος, η πίστη και τα έργα, δεν μετρούνται χωρισμένα. Είναι απλώς δύο μορφές του ιδίου πράγματος. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στις Κατηχήσεις του λέγει: «Ο γαρ της θεοσέβειας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός». Είναι σαν να λέμε «έργα άπιστα και πίστις άεργη», δηλ. έργα χωρίς πίστη, και πίστη χωρίς έργα. Η θεία αποκάλυψη εκφράζεται διά των θείων εντολών, κι αυτές δεν είναι άρθρα νόμου ή ξερές ηθικές διατάξεις, αλλά αποτελούν το λόγο του Θεού, τον οποίον είπε ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, ο οποίος γι’ αυτό είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές Του.
      Όποιος λοιπόν θέλει να βρει τον Χριστό που δεν είναι μόνο ψηλά στον ουρανό, ούτε μόνο μέσα στους Πατρικούς κόλπους, αλλά και μέσα σε κάθε Του εντολή, ας αρχίσει από αυτή τη στιγμή την ακριβή τήρηση και φύλαξη των εντολών Του, και ας είναι βέβαιος ότι η απόδειξη της παρουσίας του θα του γίνει αισθητή, «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιω. ιδ’ 21).
      Ποιός δεν θέλει να δει, να αισθανθεί δίπλα του, κοντά του, εντός του, τον γλυκύτατό μας Ιησούν; Εφ’ όσον τούτο είναι επιθυμία όλων μας, ας αρχίσουμε να τηρούμε συνειδητά και με ακρίβεια αυτό το παραμελημένο από μας καθήκον της τηρήσεως των θείων εντολών, κι’ ας είμαστε βέβαιοι ότι η ελπίδα μας δεν θα μας καταισχύνει. Και η ελπίδα αυτή είναι το: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»·(Ματθ. κε’ 21). Γένοιτο!
(Γέροντος Ιωσήφ, «Λόγοι Παρακλήσεως», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 319-332)

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Λουσμένος στο άκτιστο Φως ο άγ. Νεκτάριος, προσεύχεται μυστικά για όλους μας, αφιέρωμα του κ. Λ. Σκόντζου

Agios_Nektarios.jpg
Θέματα της ανάρτησης: Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, Ορθόδοξη Εκκλησία, Ορθοδοξία, Ομολογία Πίστεως, Θαύματα
Η πορεία της Αγίας Εκκλησίας μας, δια των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, δεν έπαψε ποτέ να μας δίνει θεοειδείς υπάρξεις. Μια τέτοια είναι και ο νεοφανής άγιος Νεκτάριος.
Πολυκύμαντη και γεμάτη δυσκολίες η ζωή του.
Γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης το 1846 από πολύ φτωχική οικογένεια.
Μόλις 13 ετών θα δουλέψει στην Κωνσταντινούπολη, σε ένα συσκευαστήριο καπνού όπου ξυλοκοπούνταν από τον κακό εργοδότη του.
Ένας επιπλοποιός θα τον λυπηθεί, προσλαμβάνοντάς τον στη δική του δουλειά και κατορθώνει, ο κατά κόσμον Αναστάσιος, να πάει επτά χρόνια σχολείο.
Είκοσι ετών θα εργασθεί ως δάσκαλος στην Χίο, αλλά το 1877 χειροτονείται διάκονος και συνεχίζει τις σπουδές του στην Αθήνα.
Αργότερα θα βρεθεί στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας όπου εντυπωσιάζοντας τον Πατριάρχη Σωφρόνιο θα του ανατεθούν καθήκοντα πατριαρχικού γραμματέα και Ιεροκύρηκα.
Ο υπέργηρος Πατριάρχης βλέποντας πως έχει έναν δεινό ρήτορα με ξεχωριστή προσωπικότητα θα τον ορίσει Επίσκοπο Πενταπόλεως Λιβυής.
Από δω όμως θα αρχίσει ο Γολγοθάς του αγίου.
Οι άλλοι Επίσκοποι φοβούμενοι για τις δικές τους φιλοδοξίες θα δουν ως απειλή την ποιμαντική και κοινωνική δράση του Νεκταρίου.
Διέδωσαν φρικτές συκοφαντίες εναντίον του και δυστυχώς ο υπέργηρος Σωφρόνιος θα τον παύσει απ' όλα τα καθήκοντά του χωρίς καμιά απολογία.
Γυρνάει στην Αθήνα.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Γιατί οἱ ἄδικοι προοδεύουν; Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Δημοσιεύτηκε 19 Αυγούστου 2014. Συντάκτης: hristospanagia5



«Μέχρι πότε προοδεύουν; Και τί συμβαίνει στο τέλος σ΄ αυτούς και στους απογόνους τους; Αναρωτήθηκες ποτέ;
Να μη σκοντάφτουν οι σκέψεις σου όταν βλέπεις ότι κάποιος καυχιέται με τη δύναμη και ξεχνά το Δωρητή της δύναμης.
Θυμήσου πως ο υπερήφανος και καυχόμενος Γολιάθ σκοτώθηκε από τη σφεντόνα ενός αγοριού, του Δαβίδ. Να μη συγχύζεται η καρδιά σου όταν βλέπεις πως κάποιος πλουτίζει με άδικο τρόπο.
Θα τρώει και δεν θα χορταίνει, θα αρπάζει και δεν θα του φτάνουν.
Θυμήσου τους πλούσιους πολίτες στα Σόδομα, πως σε μία στιγμή ρίχτηκε πάνω τους φωτιά και έγιναν στάχτη μ’ όλο τους τον πλούτο.
Εσύ είσαι χριστιανός, και ο χριστιανός παρατηρεί τα γεγονότα στην άλλη γραμμή, στην ολότητα, και όχι επί μέρους. Την πρόοδο του αδίκου ο χριστιανός δεν εκτιμά σαν κάποιο τετελεσμένο γεγονός αλλά περιμένει να δει τι ακολουθεί.Αυτός ξέρει πως ο άδικος δεν προοδεύει ούτε με τη δική του δύναμη ούτε με το δικό του μυαλό αλλά μόνο επειδή ο Θεός του επιτρέπει να προοδεύει, μπας και κάποια στιγμή θυμηθεί το Θεό.
Αφού είναι ανείπωτα ελεήμων ο Θεός μας, και επιτρέπει στους αδίκους εκείνο που αυτοί επιθυμούν, μπας και κάποια στιγμή σκεφθούν, ότι αυτό είναι από το Θεό και ντραπούν για την αδικία τους και διορθωθούν. Στο Θεό είναι αγαπητοί οι μετανοούντες, είναι πολύ αγαπητοί σ’ Αυτόν όσοι μετανοούν ταπεινά για τις άδικες πράξεις τους.
Ο Δημιουργός δεν θέλει πάντα να τιμωρήσει αμέσως μόλις κάποιος ξεκινήσει σε λάθος δρόμο. Εκείνος περιμένει τον πλανημένο να γυρίσει μόνος του στον σωστό δρόμο. Εκείνος βλέπει και σιωπά. Περιμένει και δεν αργεί. Είναι θαυμαστός στη σοφία, πανθαύμαστος στο έλεός Του. Γι’ αυτό ο προορατικός Ψαλμωδός ενθουσιασμένα λέει στον Κύριο: «Τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. 35,7). Ποιός θα ερευνήσει όλο το βάθος της πρόνοιας του Θεού;
Οι ανόητοι θυμώνουν επειδή ο Θεός δεν διοικεί τον κόσμο κατά τη δική τους λογική, και οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού. Είναι δύσκολο καμιά φορά και στο λογικότατο να κατανοήσει το γιατί σ’ έναν άνθρωπο συμβαίνει έτσι, ενώ στον άλλον αλλιώς· γιατί ο νέος που επιθυμεί τη ζωή πεθαίνει, ενώ ο γέρος που επιθυμεί τον θάνατο ζει – γιατί ο ευσεβής βασανίζεται, ενώ ο άθεος καλοπερνά.
Και οι αγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο αίνιγμα των γεγονότων. Στην Ιερά παράδοση υπάρχει γραμμένη η εξής περίπτωση: πέθανε κάποιος αμαρτωλός πλούσιος, του οποίου οι αμαρτίες ήταν γνωστές σε όλους, και ο ενταφιασμός του ήταν πανηγυρικός, με τον επίσκοπο και πολλούς Ιερείς. Λίγο μετά απ’ αυτό επιτέθηκε ύαινα σ’ έναν ασκητή στην έρημο και τον κατασπάραξε.
Κάποιος μοναχός, ο όποιος είχε δει εκείνη την πανηγυρική νεκρώσιμη πομπή του αμαρτωλού και τα ματωμένα υπολείμματα του δίκαιου, στη σύγχυση του άρχισε να κλαίει και φώναξε: «Κύριε, πώς έγινε αυτό και γιατί; Πώς εκείνος ο αμαρτωλός είχε και απαλή ζωή και απαλό θάνατο, ενώ αυτός ο δίκαιος πικρή ζωή και πικρό θάνατο;».
Σ’ αυτό του εμφανίστηκε άγγελος του Θεού και εξήγησε: «Εκείνος ο κακός πλούσιος είχε στη ζωή του μόνο μία καλή πράξη, ενώ αυτός ο ασκητής είχε στη ζωή του μόνο μία πιο βαριά αμαρτία. Με την εορταστική και τιμητική νεκρώσιμη πομπή ο Ύψιστος ήθελε στον κακό πλούσιο να ξεπληρώσει εκείνο το καλό έργο, ώστε να μην περιμένει τίποτα άλλο σ’ εκείνον τον κόσμο, ενώ με τον φρικτό θάνατο του ασκητή ήθελε να τον απαλλάξει από εκείνη τη μία αμαρτία, ώστε να του δώσει πλήρες βραβείο στους ουρανούς».
Γι’ αυτό εσύ να σκέπτεσαι περί των κρίσεων του Θεού και τοποθέτησε όλη την ελπίδα στον Δημιουργό σου. «Μη φθονείς την ευτυχία εκείνων που σκέφτονται το πονηρό και μη ζηλεύεις εκείνους που κάνουν το κακό» (Ψαλμ. 36,1).
Έτσι γράφει ο δίκαιος βασιλιάς Δαβίδ, τον οποίον για πολύ καιρό βασάνιζε εκείνο που βασανίζει και σένα, ώσπου ο Κύριος του αποκάλυψε το λόγο για να καταλάβει. Ο ίδιος λέει και αυτή την παρήγορη εμπειρία του: «Ήμουν νέος και τώρα γέρασα και δεν είδα δίκαιο να εγκαταλείπεται από το Θεό, ούτε τα παιδιά του να ζητιανεύουν ψωμί» (Ψαλμ. 36,25).
Διάβαζε συχνά το Ψαλτήρι, και θα καταλάβεις και θα παρηγορηθείς.

Ειρήνη και η ευλογία από τον Κύριο»
ΠΗΓΗ
http://www.paterikiorthodoxia.com/2014/08/giati-oi-adikoi-proodevoun-agiou-nikolaou-velimirovits.html
Η καταχώρηση δημοσιεύτηκε από τον/την hristospanagia5 στην κατηγορία ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ, με ετικέτες ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, ΑΔΙΚΙΑ, ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ, ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ, ΘΛΙΨΕΙΣ. 

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Βρήκα το Θεό (Μιλάει ο Φ. Κόλλινς, ο άνθρωπος πού έσπασε το ανθρώπινο γονίδιο) . Οκτωβρίου 9, 2011 — anaxoriti Επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)


Α.Το βιβλίο-Η γλώσσα του Θεού

 
Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στη διαχρονική πορεία των Ιατροβιολογικών Επιστημών θεωρείται η ολοκλήρωση της μελέτης του ανθρώπινου γονιδιώματος, γεγονός το οποίο, κατά γενική παραδοχή, θα επηρεάσει την πορεία του ανθρώπινου γένους σε όλες τις μελλοντικές γενιές. Ο Dr. Francis S. Collinsείναι ένας από τους εξέχοντες γενετιστές της Αμερικής, που για πολύ καιρό υπήρξε ο επικεφαλής του Σχεδίου Ανθρώπινου Γονιδιώματος.Στο βιβλίο του “The Language of God”, “Η γλώσσα του Θεού”, κατόρθωσε αφενός μεν να παρουσιάσει με εύληπτο τρόπο το δυσνόητο για τον μη διαθέτοντα ειδικές γνώσεις κεφάλαιο της γενετικής δομής του ανθρώπινου γονιδιώματος, αφετέρου δε να καταγράψει το γενικότερο μακροχρόνιο
επιστημονικό και φιλοσοφικό προβληματισμό του και να παρουσιάσει με απλότητα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, με συγκλονιστική περιγραφή τις ψυχικές του μεταπτώσεις, πριν την αναγνώριση και την ομολογία της υπάρξεως του Θεού και της πίστης του σε Αυτόν.Εξετάζει και απορρίπτει διάφορες απόψεις, από την αθεΐα ως τον Δημιουργισμό της νεαρής Γης, μαζί με τον αγνωστικισμό και αυτό που επικράτησε να ονομάζεται “Ευφυές Σχέδιο”.Προτείνει πίστη στην Επιστήμη και πίστη σε έναν ενεργό και στοργικό Θεό, που δημιούργησε το ανθρώπινο γένος με εξελικτικές διαδικασίες.
Β.Η  πίστη στον ζωντανό Θεό της Αγίας Γραφής και η Επιστήμη μπορούν να συνυπάρξουν
Ιδιαίτερα τελευταία, παρατηρείται ένταση μεταξύ της πίστης στον Θεό και της Επιστήμης. Έχουμε από τη μία πλευρά επιστήμονες σαν τον Ρίτσαρντ Ντόκινς  και τον Στήβεν Πίνκερ που βλέπουν τη θρησκεία σαν ένα απομεινάρι του προεπιστημονικού δεισιδαιμονικού παρελθόντος, που η ανθρωπότητα πρέπει να εγκαταλείψει πια. Από την άλλη, οι Χριστιανοί διατείνονται ότι η επιστήμη τείνει στον ηθικό μηδενισμό και είναι ανίκανη να εξηγήσει τα θαύματα γύρω μας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει ο Φράνσις Κόλλινς. Ο ίδιος αποτελεί μία τρανταχτή  απόδειξη ότι η πίστη στον ζωντανό Θεό της Αγίας Γραφής και η Επιστήμη μπορούν να συνυπάρξουν. Ως διευθυντής του προγράμματος για το ανθρώπινο γονιδίωμα (Human Genome Project)  ο Κόλλινς είναι μεταξύ των κορυφαίων επιστημόνων του κόσμου, επικεφαλής ενός προγράμματος με κόστος δισεκατομμυρίων δολαρίων, που στοχεύει στην κατανόηση της φύσης του ανθρώπινου οργανισμού και τη θεραπεία παθήσεων. Κι όμως, στο βιβλίο του Η γλώσσα του Θεού περιγράφει πώς γνώρισε τον Χριστό ως Σωτήρα του το 1978 και από τότε είναι ένας πιστός Χριστιανός. «Ο Θεός της Αγίας Γραφής είναι και ο Θεός του γονιδιώματος», γράφει,  «μπορεί να Τον λατρέψει κάποιος στην εκκλησία αλλά και στο εργαστήριο».
————————————————————————————————
Το βιβλίο του Φράνσις Κόλλινς <<Η γλώσσα του Θεού» και ξανανοίγει τη μόνιμη αντιπαράθεση για τη σχέση επιστήμης και θρησκείας. “Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες των καιρών μας είναι η εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι η επιστήμη και η θρησκεία βρίσκονται μόνιμα σε διαμάχη. Αυτό είναι τελείως περιττό και ανόητο και βαθειά δυσάρεστο και νομίζω πως αυτές οι διαπεραστικές φωνές που κυριαρχούσαν στη σκηνή τα περασμένα είκοσι χρόνια πρέπει κάποτε να σωπάσουν».
Για τον Κόλλινς, καθώς μελετούσε και ανέλυε το ανθρώπινο γονίδιο, δεν έγινε μέσα στο μυαλό του καμμία πάλη. Αντίθετα, αισθάνθηκε ότι ο Θεός του έδωσε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στα έργα Του.
‘Όταν κάνεις μια επιστημονική ανακάλυψη, είναι στιγμή επιστημονικής ευθυμίας, γιατί έχεις ταυτιστεί πολύ χρόνο με αυτήν την έρευνα και ξαφνικά την ανακαλύπτεις. Είναι όμως και μια στιγμή, όπως αυτή η δική μου, που νοιώθεις πολύ κοντά στον Δημιουργό, με την έννοια ότι τώρα πια διακρίνεις ότι κανείς άνθρωπος δεν γνώριζε πριν, παρά μόνο ο Θεός γνώριζε τα  πάντα.»
‘Όταν έχεις μπροστά σου για πρώτη φορά αυτό το καθοδηγητικό βιβλίο με τα 3,1
δισεκατομμύρια γράμματα, που μεταβιβάζει όλα τα είδη πληροφορίας και όλα τα είδη μυστηρίου για το ανθρώπινο είδος, δεν μπορείς να εξετάζεις λεπτομερώς σελίδα τη σελίδα, χωρίς αίσθηση δέους. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, παρά μόνο να κοιτάζω εκείνες τις σελίδες και να έχω την αμυδρή αίσθηση ότι αυτό είναι κάτι που Εκείνος μου έδωσε, μου επέτρεψε να ρίξω μια ματιά στο “μυαλό το δικό Του”».
Ο Κόλλινς εντάχθηκε σε μια ομάδα επιστημόνων, των οποίων η έρευνα βάθυνε την πίστη τους στο Θεό. Ο Ισαάκ Νιούτον, του οποίου η ανακάλυψη των νόμων της βαρύτητας αναδόμησε τη γνώση μας για την κατανόηση του σύμπαντος, είπε:
“Αυτό το πιο όμορφο σύστημα μπόρεσε να προέλθει από την εξουσία μιας ευφυούς και ισχυρής ύπαρξης».
Αν και ο Αίνστάιν επαναστάτησε τη σκέψη μας για κάποιο καιρό, με τη βαρύτητα και τη μετατροπή της ύλης σε ενέργεια, αυτός ο ίδιος πίστευε ότι το σύμπαν έχει δημιουργό. “Θέλω να μάθω τις σκέψεις Του, τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες», είπε. Ανάμεσα στις πιο αμφιλεγόμενες πεποιθήσεις του Κόλλινς είναι της «θεϊκής εξέλιξης», η οποία ισχυρίζεται ότι η φυσική επιλογή είναι το εργαλείο που ο Θεός διάλεξε, για να δημιουργήσει τον άνθρωπο. Σε αυτήν την ερμηνεία της θεωρίας, διαφωνεί ότι ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται περισσότερο.
“Βλέπω το χέρι του Θεού στην πορεία του μηχανισμού της εξέλιξης. Αν ο Θεός διάλεξε να δημιουργήσει ανθρώπινες υπάρξεις κατ’ εικόνα Του και αποφάσισε πως ο μηχανισμός εξέλιξης ήταν ένας λεπτός τρόπος να πραγματοποιήσει αυτό το στόχο, ποιοί είμαστε εμείς να πούμε ότι δεν είναι αυτός ο τρόπος,» λέει ο επιστήμονας.
“Επιστημονικά, οι δυνάμεις της εξέλιξης από φυσική επιλογή έχουν βαθιά επηρεάσει το ανθρώπινο είδος, με τις αλλαγές στο πολιτισμό και το περιβάλλον και την επέκταση τωνανθρωπίνων ειδών σε έξι δισεκατομμύρια μέλη. Γι’ αυτό, ό,τι βλέπετε είναι πιο πολύ όμορφο απ’ ό,τι φαίνεται». Ο Κόλλινς υπήρξε άθεος μέχρι την ηλικία των 27 ετών, όταν ως νεαρός γιατρός  επηρεάστηκε από τη δύναμη, που η πίστη έδωσε σε κάποιους από τους πιο σοβαρά ασθενείς του.
“Υπέφεραν από τρομερές ασθένειες, από τις οποίες δεν μπορούσαν να ξεφύγουν με τίποτα, και αντί να τα βάλουν με το Θεό, έγειραν στη μεριά της πίστης ως πηγής μεγάλης άνεσης και καθησυχασμού Αυτό για μένα ήταν ενδιαφέρον μέχρι συγκλονισμού και αδυναμίας για περαιτέρω σκέψεις και ενέργειες.
Αποφάσισε να επισκεφθεί έναν Μεθοδιστή ιερέα και του έδωσε ένα βιβλίο του C. Lewis “Mere Christianity», όπου διαφωνεί ότι ο Θεός είναι μια λογική πιθανότητα. Το βιβλίο άλλαξε τη ζωή του. «Ήταν ένα επιχείρημα, που δεν ήμουν έτοιμος να ακούσω» είπε.
«’Ήμουν πολύ χαρούμενος με την ιδέα ότι ο Θεός δεν υπήρχε και δεν είχα κανένα
ενδιαφέρον μέσα μου. Την ίδια στιγμή όμως, δεν μπορούσα να γυρίσω το πρόσωπό μου από την άλλη πλευρά, να αδιαφορήσω».
Ο “φωτισμός του» ήρθε, όταν πήγε για ορειβασία στα Κασκέ’ίντ όρη στην Ουάσινγκτον. Λέει λοιπόν: ,,’Ηταν ένα όμορφο απόγευμα και ξαφνικά μια απαράμιλλη ομορφιά της δημιουργίας γύρω μου ήταν τόσο συγκλονιστική, έτσι ένοιωσα, δεν θα μπορούσα να αντέξω αν κρατούσε ακόμη μια στιγμή».
Ο Κόλλινς πιστεύει ότι η επιστήμη δεν μπορεί να χρησιμοποιείται, για να αντικρούει την ύπαρξη του Θεού, επειδή βασίζεται στον “φυσικό» κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, πιστεύει ότι τα θαύματα είναι πραγματικά.
“Αν κάποιος θέλει να δεχτεί την ύπαρξη του Θεού ή κάποιας υπερφυσικής δύναμης έξω από τη φύση, τότε δεν είναι λογικό θέμα να δεχτεί ότι ευκαιριακά μια υπερφυσική δύναμη μπορεί να εμφανίσει μια εισβολή,» λέει.
“Ο Θεός είναι δίπλα μας, μπροστά μας, αλλά το σπουδαιότερο μέσα στον γενετικό μας κώδικα …
Είμαι επιστήμονας και πιστός, και δεν βρίσκω καμία σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο.
Ως διευθυντής του Προγράμματος Ανθρώπινου Γονιδιώματος, έχω ηγηθεί συνεργασίας επιστημόνων για να διαβάσουμε τα 3,1 δισεκατομμύρια γράμματα του ανθρώπινου γονιδιώματος, του βιβλίου εντολών του DNA μας.
Ως χριστιανός βλέπω το DNA, κέντρο πληροφοριών όλων των ζώντων οργανισμών, σαν τη γλώσσα του Θεού, και την κομψότητα και την πολυπλοκότητα των ίδιων των σωμάτων μας και της υπόλοιπης φύσης, ως αντανάκλαση του σχεδίου του Θεού.
Ως μεταπτυχιακός φοιτητής στη φυσικοχημεία τη δεκαετία του 1970, ήμουν άθεος, μη βρίσκοντας λόγο να υποθέσω την ύπαρξη οποιασδήποτε αλήθειας έξω από τα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Χημεία. Στη συνέχεια, όμως, πήγα στην Ιατρική Σχολή και εκεί αντιμετώπισα θέματα ζωής και θανάτου στο προσκέφαλο των ασθενών μου. Κάποτε, μια ασθενής μου με ρώτησε «Εσείς σε τι πιστεύετε, γιατρέ;». Αυτό με προβλημάτισε και άρχισα να ψάχνω για απαντήσεις.
Αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι η επιστήμη, που αγαπούσα τόσο πολύ, ήταν ανίκανη να απαντήσει σε ερωτήματα όπως «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;» «γιατί είμαι εδώ;» «γιατί τα μαθηματικά λειτουργούν, έτσι κι αλλιώς;» «Αν το Σύμπαν έχει αρχή, ποιος το δημιούργησε;» «Γιατί οι φυσικές σταθερές στο Σύμπαν είναι τόσο λεπτά ρυθμισμένες, ώστε να επιτρέπουν τη δυνατότητα των σύνθετων μορφών ζωής;» «Γιατί οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση της ηθικής;» «Τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;».
Είχα υποθέσει ότι η πίστη βασίζεται σε συναισθηματικά και παράλογα επιχειρήματα, και έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα, ότι μπορεί κάποιος να αναπτύξει πολύ ισχυρά επιχειρήματα για την πιθανότητα ύπαρξης του Θεού πάνω σε ένα αποκλειστικά λογικό υπόβαθρο. Η αρχική αθεϊστική μου βεβαιότητα, πως «ξέρω ότι δεν υπάρχει Θεός», αναδύθηκε τότε ως η πιο αβάσιμη εκδοχή. Καθώς εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Άγγλος συγγραφέας G. K. Chesterton, «ο αθεϊσμός είναι το πιο τολμηρό δόγμα, γιατί είναι η υποστήριξη μιας καθολικής άρνησης».
Αλλά η λογική από μόνη της δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Η Πίστη είναι λογική συν αποκάλυψη, και αυτή η αποκάλυψη απαιτεί σκέψη τόσο με το πνεύμα όσο και με το μυαλό. Πρέπει να ακούσει κανείς τη μουσική, δεν φτάνει να διαβάσει μόνο τις νότες στο πεντάγραμμο. Τελικά, ένα άλμα πίστης είναι απαραίτητο.
Για μένα, αυτό το άλμα ήρθε στο 27 έτος της ηλικίας μου, όταν η αναζήτηση για να μάθω περισσότερα για τον Θεό με οδήγησε στον Ιησού Χριστό. Εδώ παρουσιαζόταν ένα πρόσωπο με ισχυρότατες ιστορικές μαρτυρίες για τη ζωή του, το οποίο έκανε εκπληκτικές δηλώσεις σχετικά με την αγάπη προς τον πλησίον, οι δε ισχυρισμοί του, ότι ήταν γιος του Θεού, απαιτούσαν να πάρω μια απόφαση, για το αν ήταν πλανεμένος ή ήταν όντως ο γιος του Θεού. Μετά από αντίσταση σχεδόν δύο χρόνων, έγινα ακόλουθος του Ιησού.
Ορισμένοι με ρώτησαν. Δεν έχει εκραγεί το μυαλό σου; Μπορείς να αναζητείς το πώς λειτουργεί η ζωή, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της γενετικής και της μοριακής βιολογίας, και συγχρόνως να λατρεύεις ένα δημιουργό Θεό; Δεν είναι η εξέλιξη και η πίστη στο Θεό ασυμβίβαστες; Μπορεί ένας επιστήμονας να πιστεύει σε θαύματα όπως η ανάσταση;
Στην πραγματικότητα, δεν βρίσκω καμία σύγκρουση σ’ αυτά, και το ίδιο συμβαίνει με το 40% των ενεργών επιστημόνων που δηλώνουν ότι είναι πιστοί. … Αλλά γιατί δεν θα μπορούσε η εξέλιξη να είναι το σχέδιο του Θεού για τη δημιουργία; Είναι αλήθεια, ότι αυτό είναι ασυμβίβαστο με μία κατά γράμμα ερμηνεία της Γένεσης, αλλά ακόμη και ο Ιερός Αυγουστίνος, δεν ήταν σίγουρος για την ακριβή ερμηνεία της καταπληκτικής αυτής ιστορίας της δημιουργίας. Το να προσκολληθεί κανείς σε κατά γράμμα ερμηνείες … δεν είναι σοφό ούτε αναγκαίο…[1].
* * *
Εντυπωσιακή η ομολογία του Collins. Ακόμη και μέσα απ’ τα επιστημονικά οχυρά της αθεΐας, αναδεικνύει η Αγαθότητα του Θεού επιστήμονες, οι οποίοι διακηρύττουν περίτρανα την πίστη τους!
Θα ήταν ίσως χρήσιμο να γίνουν δύο σχόλια.
A. Ο Collins, όπως φαίνεται και στο βιβλίο του «Η γλώσσα του Θεού…»[2] αποδέχεται πλήρως τη θεωρία της εξελίξεως [3]. Ακριβώς λόγω της τοποθετήσεώς του αυτής, η ομολογία του κορυφαίου γενετιστού εκθέτει ανεπανόρθωτα όσους χρησιμοποιούν τη θεωρία της εξελίξεως σαν επιχείρημα εναντίων της πίστης.
B. Το βιβλίο της Γενέσεως περιγράφει γεγονότα, τα οποία, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις, συνέβησαν σε διάστημα 14 δισεκατομμυρίων ετών. Το ιερό κείμενο αφιερώνει λίγες μόνο σελίδες για τα γεγονότα αυτά και η αφήγηση απευθύνεται σε ανθρώπους κάθε εποχής, μορφώσεως και ηλικίας. Και ενώ το βιβλίο είναι Θεόπνευστο και η κάθε του λέξη έχει σημασία, δεν αποτελεί επιστημονικό εγχειρίδιο, παρ’ ότι περιέχει εντυπωσιακές επιστημονικές αλήθειες [4]. Η άπειρη Σοφία του Θεού δεν μας έδωσε έτοιμες επιστημονικές απαντήσεις, μας έδωσε όμως την ικανότητα και τις αφορμές για επιστημονική διερεύνηση: «…πολλά ἀπεσιώπησεν, τόν ἡμέτερον νοῦν γυμνάζουσα πρός ἐντρέχειαν (ευστροφία), ἐξ ὀλίγων ἀφορμήν παρεχομένη ἐπιλογίζεσθε (από λίγες αφορμές να συμπεράνουμε τα υπόλοιπα)…» γράφει ο Μ. Βασίλειος, (ΕΠΕ 4, 72/4). Το μέλλον, θα δείξει τι οδό ακολούθησε η Πανσοφία του Θεού για τη δημιουργία της ζωής και του ανθρώπου. Ένα είναι σίγουρο. Ο Θεός δεν απειλείται απ’ τις επιστημονικές ανακαλύψεις! «Οὐ γάρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπί τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις ἐπειδάν ὁ τρόπος καθ’ ὅν γίνεταί τι τῶν παραδόξων ἐξευρεθῇ» (δεν μειώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν) λέγει ο Μ. Βασίλειος, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α’, 10.
Αυτό που δοκιμάζεται, είναι οι απλουστευμένες και ανθρωπομορφικές αντιλήψεις μας περί των ενεργειών του Θεού. Κάθε νέα ανακάλυψη αποτελεί και αποκάλυψη μιας νέας πτυχής της απρόσιτης Σοφίας του Δημιουργού και αυτό θα πρέπει να μας οδηγεί σε θαυμασμό και δοξολογία [5].
* * *
«… Έχω βρει ότι υπάρχει μία θαυμάσια αρμονία στις συμπληρωματικές αλήθειες της επιστήμης και της πίστης. Ο Θεός της Βίβλου είναι επίσης ο Θεός του γονιδιώματος. Ο Θεός μπορεί να βρεθεί στον καθεδρικό ναό ή στο εργαστήριο. Ερευνώντας τα μεγαλειώδη και θαυμάσια δημιουργήματα του Θεού, η επιστήμη μπορεί να γίνει ένα μέσο λατρείας», καταλήγει ο Collins.
[1] Η συνέντευξη δόθηκε τον Απρίλιο του 2007. Χάρη στον Collins τα αποτελέσματα της μνημειώδους έρευνας στο ανθρώπινο γονιδίωμα διατέθηκαν ελεύθερα στη διεθνή κοινότητα. Ο Collins (60 ετών σήμερα και πολυβραβευμένος) είναι διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας (NIH) των Η.Π.Α..
[2] Στο βιβλίο «Η γλώσσα του Θεού, ένας επιστήμονας δίνει μαρτυρία για την πίστη» (Ελληνική έκδοση Παπαζήση) ο Collins κάνει εκτενέστατη ομολογία πίστης.
[3] Οι τοποθετήσεις των πιστών επιστημόνων στο θέμα αυτό ποικίλλουν. Μερικοί υποστηρίζουν κατά γράμμα ερμηνεία της Γενέσεως (δημιουργιστές), άλλοι δέχονται περιορισμένη ισχύ της εξελίξεως και επέμβαση του Θεού σε διάφορα στάδια της ζωής (ευφυής σχεδιασμός) και άλλοι, όπως ο Collins, πιστεύουν, ότι ο Θεός προίκισε εξ αρχής τη Δημιουργία με όλες τις δυνάμεις για τη γένεση και εξέλιξη της ζωής. Υπάρχουν φυσικά και ενδιάμεσες απόψεις. Στο βαθμό που οι τοποθετήσεις αυτές είναι επιστημονικές υποθέσεις εργασίας, είναι θεμιτές και σεβαστές.
[4] Ο Arno A. Penzias (βραβείο Νόμπελ 1978) είχε δηλώσει στους New York Times: «Τα καλύτερα στοιχεία που έχουμε (για τη μεγάλη έκρηξη) είναι ακριβώς ίδια με αυτά, που θα είχα προβλέψει, εάν δεν είχα τίποτε άλλο στην διάθεσή μου παρά μόνο τα βιβλία του Μωυσή, τους Ψαλμούς, τη Βίβλο στο σύνολό της».
[5] «Όταν π.χ. … νόμιζα ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη, πίστευα ότι έτσι είχε τάξει ο Δημιουργός… Τώρα που έμαθα το σωστό, χάρηκα περισσότερο και Τον δοξάζω για την καινούργια και πιο σωστή γνώση μου. Το επιστημονικό λάθος μου… δεν με εμπόδιζε να πιστεύω στον Δημιουργό. Η διόρθωσή του… δεν με εξωθεί να Τον αρνηθώ. Αντίθετα, ψηλαφώ τώρα πιο πολύ και πιο καλά τα ίχνη Του πάνω στη Δημιουργία…», Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου, «Πνευματικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση της θεωρίας της εξελίξεως», 26 Ιουλίου 2009. Το κείμενο μπορεί να αναζητηθεί στο http://www.tideon.org.
————————————————————————–
Μετά τη μεταστροφή μου στην πίστη στο Θεό, διέθεσα σημαντικό χρόνο για να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του. Αισθάνθηκα μια αυξανόμενη λαχτάρα να τον πλησιάσω, και άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτό το πράγμα είναι η προσευχή.
Η προσευχή δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, μια ευκαιρία για να καταφέρουμε το Θεό να κάνει αυτό που θέλουμε. Η προσευχή είναι ο τρόπος να αναζητήσουμε σχέση με το Θεό, να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε την άποψή Του, για τα ζητήματα που προβληματίζουν τη ζωή μας. Που μας προξενούν αμηχανία, απορία και στενοχώρια.
Ήταν δύσκολη αυτή η σχέση. Όσο περισσότερο καταλάβαινα την παρουσία Του, τόσο η καθαρότητα και η αγιότητά του φαίνονταν απλησίαστα, και τόσο σκοτεινότερες φαινόντουσαν οι δικές μου σκέψεις και πράξεις, μέσα σ’ αυτό το λαμπερό φως.
Άρχισα να συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο την αδυναμία μου να κάνω το σωστό, έστω και για μια ημέρα. Μπορούσα να βρω πολλές δικαιολογίες, αλλά όταν ήμουνα πραγματικά τίμιος με τον εαυτό μου, υπερηφάνεια, απάθεια και οργή νικούσαν τις εσωτερικές μου μάχες. Δεν είχα ποτέ πριν σκεφθεί να αποδώσω στον εαυτό μου το χαρακτηρισμό «αμαρτωλός», αλλά τώρα ήταν οδυνηρά φανερό ότι αυτή η «παλιομοδίτικη» λέξη, από την οποία πριν είχα αποστασιοποιηθεί, ταίριαζε με απόλυτη ακρίβεια.