Ἐν Πειραιεῖ τῇ 30ῃΜαρτίου 2017
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΟΥΔΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟ ΚΡΑΤΟΣ;
Ἡ
πρόταση τοῦ Ἐξοχ. Ἀν. Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Γ. Κατρούγκαλου καί τῶν
συνυπογραψάντων ἐλλογιμωτάτων πέντε Καθηγητῶν γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ
ἰσχύοντος Συντάγματος, ὅσον ἀφορᾶ στήν σχέση Κράτους-Ἐκκλησίας προβάλλει
τήν «ρητή κατοχύρωση τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητος τοῦ Κράτους μέ
ἀναγνώριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἱστορικά ἐπικρατούσας θρησκείας». Ἡ πρόταση
αὐτή ἐπιβάλλει τήν πληροφόρηση γιά τήν σημερινή νομική πραγματικότητα
πού ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ἡ χώρα εἶναι σαφέστατα οὐδετερόθρησκο
Κράτος μέ τό ἰσχῦον νομικό πλαίσιο καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος ἔχει τήν αὐτή νομική θέση καί ἐνδεχομένως κατωτέρα τῶν
ἀναγνωριζομένων ὡς Νομικῶν Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Μουφτειῶν τῆς
Μουσουλμανικῆς μειονότητος καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων.
Τό
ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγματος ἐπιτρέπει ἀποκλειστικῶς καί μόνο τήν
ἀναθεώρηση ὄχι ὅλων ἀλλά μόνον ὁρισμένων διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Καί
μάλιστα μετά παρέλευση πενταετίας ἀπό τῆς τελευταίας. Τί σημαίνει ἡ
ρύθμιση αὐτή; Ἁπλούστατα δύο πράγματα:
Α. Ὅτι ὁ Συνταγματικός Νομοθέτης δυσπιστεῖ ὡς πρός τήν εἰλικρίνεια τῶν ἐπιχειρούντων τήν ἀναθεώρηση καί
Β.
Ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνταγματική διάταξη εἰσάγει «ἐξαιρετικό δίκαιο» οἱ
διατάξεις τοῦ ὁποίου ἑρμηνεύονται στενῶς ἀπαγορευομένης κάθε διευρύνσεως
τῆς ἐννοίας καί ἐφαρμογῆς του.
Δεύτερο
στοιχεῖο τοῦ ἄρθρου 110 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος εἶναι ὅτι ἡ ἀναθεώρηση
τοῦ Συντάγματος καὶ μετὰ τὴν παρέλευση τῆς 5ετίας δὲν ἐπιτρέπεται
ἀορίστως καὶ ὁποτεδήποτε, ἀλλὰ μόνο ἐφ’ὅσον διαπιστωθεῖ ἀνάγκη
ἀναθεωρήσεως καὶ μάλιστα ὅταν τὸ ἀποφασίσει ἡ Βουλή, τὴν δὲ ἀναθεώρηση
θὰ τὴν ἐκτελέση ὄχι ἡ Βουλὴ ποὺ διεπίστωσε τὴν ἀνάγκη ἀλλὰ ἡ ἑπομένη. Τὰ
ἴδια ἀκριβῶς γίνονται δεκτὰ καί ἀπό τήν ἀλλοδαπή νομική θεωρία καί ἐάν ἡ
ἀρχή αὐτή δέν γίνει σεβαστή ἔχουμε τήν δημιουργία «παρασυντάγματος».
Ἐπιπρόσθετο χαρακτηριστικό τῆς δυσπιστίας καὶ τοῦ ἐξαιρετικοῦ δικαίου
εἶναι ἡ παρ. 5 τοῦ ἄρθρου 110 τοῦ Συντάγματος ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι ἡ
ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος ἀφ’ἧς ἀποφασισθῆ καὶ δημοσιευθῆ στὴν
Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, δὲν τίθεται ἐν ἰσχύι ἀλλὰ ἀπαιτεῖται πρὸς
τοῦτο «εἰδικὸ ψήφισμα» τῆς Βουλῆς.