5
ρεξον μοί χείρα βοηθείας ἐν ἐδάφει κυλινδουμένω, Κύριε, θέλων γάρ ἀναστῆναι οὐ δύναμαι, διότι τό φορτίον τῆς ἁμαρτίας κατεβάρησε μέ, καί ἡ πονηρά συνήθεια κατέχει μέ. Βλέπω, καί ὡς ἐν γνόφω περιπατῶ καί ἐν σκότει πολλῶ. Τείνω μου τήν χείρα, καί ὥσπερ παράλυτος εἴμι. Εὔθυμος εἴμι, καί ἀηδίζομαι. Εὔχομαι καταλλαγῆναι, καί νηστεύων συνέχομαι.
Άπλωσε, Κύριε, χέρι βοήθειας σ’ εμένα που κυλιέμαι στο έδαφος· γιατί, αν και θέλω να σηκωθώ, δεν μπορώ, διότι το βάρος της αμαρ­τίας με καταπλάκωσε, και η κακή συνήθεια με εξουσιάζει. Βλέπω, αλλά περπατώ σαν μέσα σε «γνόφο» και σε πολύ σκοτάδι. Απλώνω το χέρι μου, αλλά είμαι σαν παράλυτος. Είμαι χαρούμενος, αλλά αισθάνομαι αηδία. Προσεύχομαι να απαλλαγώ, αλλά όταν νηστεύω, στενοχωρούμαι.Έχω καλή διάθεση, αλλά εμποδίζομαι από κάποια πίεση. Για τη δοξολογία είμαι φιλόπονος, αλλά δεν εισπράττω την ευαρέστηση τού Θεού. 
ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ