Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

ΘΛΙΨΙΣ ΥΠΟΜΟΝΗΝ ΚΑΤΕΡΓΑΖΕΤΑΙ


  Οι άνθρωποι φοβόμαστε την θλίψη, τη δοκιμασία, τον πόνο, το κακό. Μας θυμίζουν την ήττα και τον θάνατο. Έτσι, όταν νιώθουμε ότι μας περιμένει μία δυσάρεστη αλλαγή στη ζωή μας είτε καταφεύγουμε στον Θεό είτε αισθανόμαστε ότι υπάρχει μπροστά μας η οδός της απελπισίας. Η πίστη όμως δε βλέπει έτσι την πραγματικότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο απόστολος Παύλος στουςΡωμαίους «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. 5, 3-5). «Ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας».

             Πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική θέαση της ζωής. Αντί να μιλά για την υπομονή ως φάρμακο στις δοκιμασίες, μιλά για τις δοκιμασίες που οδηγούν στην υπομονή. Δε θεωρεί τις δοκιμασίες απορριπτέες στη ζωή, αλλά ως την οδό που οδηγεί στην υπομονή. Η υπομονή χτίζεται με τις δοκιμασίες, δεν είναι έτοιμη κατάσταση. Και χρειάζεται η υπομονή στη ζωή μας, διότι γεννά χαρακτήρα δοκιμασμένο, δηλαδή χαλυβδωμένο και δυνατό, όχι ηττημένο, αλλά ανθεκτικό στην ήττα και τον πόνο και τον θάνατο. Αυτό βεβαίως δε συνεπάγεται αποδοχή τους, δηλαδή μοιρολατρία, αλλά επίγνωση των ορίων μας. Ότι δεν είμαστε αυτοί που ελέγχουμε τον κόσμο και τη ζωή, αλλά ο Θεός, ο οποίος επιτρέπει, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, συνήθως για τις αμαρτίες μας,  να περνάμε δυσκολίες, να χάνουμε, να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε εμείς που ελέγχουμε και κυβερνάμε την οδό μας, αλλά όλα ανήκουν αλλού. Ακόμη και εκείνοι που ζούνε με την ψευδαίσθηση ότι είναι πανίσχυροι, συνειδητοποιούν το εφήμερο της δυναστείας τους. Και μόνο έτσι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Να βρει την ελπίδα, δηλαδή την επίγνωση ότι τα πάντα είναι στον Θεό και Εκείνος θα βάλει το τελικό όριο τόσο στη δοκιμασία όσο και στην ήττα μας. Γιατί ακόμη και αυτά δείχνουν την αγάπη του Θεού, η οποία πλούσια έχει δοθεί στον καθέναν μας, δια του Αγίου Πνεύματος, και γεμίζει και ξεχειλίζει με περίσσεια ζωής τις καρδιές μας.

           Οι άνθρωποι σκεπτόμαστε διαφορετικά. Παρασυρμένοι από τον πονηρό και από το κοσμικό πνεύμα θεωρούμε ότι δικαιούμαστε μία αμέριμνη ζωή ή μία ζωή στην οποία τα πάντα θα έρχονται όπως μας αξίζουν. Το αντίθετο είναι αδικία. Και αυτό το μεταφέρουμε και στη σχέση μας με τον Θεό. Ζητούμε από Εκείνον την εκπλήρωση των ονείρων μας για ευτυχία. Θεωρούμε ότι είναι Δίκαιος όταν μας δίνει αυτό που μας αρέσει. Και αναρωτιόμαστε συνεχώς γιατί να συμβαίνει το αντίθετο. Δε θέλουμε έναν Θεό που δε μας ευχαριστεί, που δεν επιτρέπει στη ζωή να πορεύεται σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Δε θέλουμε έναν Θεό που αφήνει να φαίνεται ένας τρόπος προβληματισμού για το εφήμερο και υπέρβασής του. Θέλουμε έναν Θεό που να καταφάσκει στο εδώ και τώρα μας, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τα πάντα στην προοπτική της στιγμής, της ευχάριστης στιγμής. Και γι’ αυτό είτε λησμονούμε τον Θεό, είτε Τον απορρίπτουμε, είτε Τον θυμόμαστε στις δοκιμασίες μας, όχι για να μας βοηθήσει να αντέξουμε, αλλά για να τις πάρει από μας.

        Δεν είναι όμως αυτό το νόημα της χριστιανικής πίστης και γι’ αυτό οι πολλοί στέκουν αδιάφοροι έναντί της. Η πίστη που γεννιέται στην καρδιά αυτού που θέλει να αγαπήσει αληθινά τον Θεό δεν κοιτά το αποτέλεσμα, την ωφέλεια, το ευχάριστο, αλλά τη σχέση καθαυτή με Αυτόν που μας αγαπά. Η πίστη πηγάζει από την εμπιστοσύνη και είναι εμπιστοσύνη. Εμπιστεύομαι σημαίνει ότι αφήνω κατά μέρος κάθε προσανατολισμό προς τα έξω ή προς τον εαυτό μου και εργάζομαι σε ό,τι έχω κληθεί να παλέψω, υλικό, πνευματικό, κοινωνικό, με κριτήριο και έκβαση το θέλημα του Θεού. «Χαρά και λύπη ένα, ένα κι εγώ μαζί Σου» (Σταμάτης Σπανουδάκης), λέμε στον Θεό.  Αν οι ανθρώπινες σχέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τις παίρνουμε στα σοβαρά, γίνονται αφορμή περάσματος από την δοκιμασία στην υπομονή, από την υπομονή στον δυνατό χαρακτήρα, από τον δυνατό χαρακτήρα στην ελπίδα ότι η σχέση και η αγάπη θα κρατήσουν για πάντα ή για όσο περισσότερο γίνεται, πόσο μάλλον η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό περνά από αυτόν τον δρόμο. Αν μέσα από την πείρα των ανθρώπινων σχέσεων, βρίσκουμε νόημα και αξία στη ζωή μας, διότι υπερβαίνουμε την μοναξιά μας, πόσο μάλλον μέσα από την πείρα της σχέσης με τον Θεό βρίσκουμε νόημα και αξία αιωνιότητας, καθώς υπερβαίνουμε ακόμη και τις ήττες μας και τους φόβους μας και αγκαλιάζουμε Αυτόν που δε θα μας αφήσει ποτέ.

                Η πίστη χτίζεται. Ο δρόμος που περιγράφει ο Παύλος είναι ο τρόπος της. Οι πολλοί δεν τη θέλουν. Τη φοβούνται ή τη θεωρούν ξεπερασμένη.  Υποταγμένοι στο εφήμερο βλέπουν στο υλικό, στις επιθυμίες, στα μέσα της ζωής τις απαντήσεις στους φόβους και τις δοκιμασίες ή υποτάσσονται στα μεγάλα και αναπάντητα γιατί. Η Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος και της εμπειρίας της μάς δείχνει την οδό της αποδοχής του θελήματος του Θεού, της αποδοχής των ορίων μας, της αποδοχής της αγάπης του Θεού που χτίζει επιπλέον πίστη, μας κάνει να νικούμε τα άγχη μας ή να τα διαχειριζόμαστε και τελικά να μην νικιόμαστε, καθώς έχουμε αιωνιότητα εντός μας και μπορούμε να χαρούμε ό,τι ωραίο μας δίδεται στη ζωή, χωρίς να το υποτάσσουμε στη δύναμη της αμαρτίας, του κακού, της εφήμερης απόλαυσης. Κι εδώ τελικά βρίσκεται η αληθινή δύναμη!

Κέρκυρα, 10 Ιουλίου 2016

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΒΟΥΛΟΜΑΙ ΣΕ ΔΙΑΒΕΒΑΙΟΥΣΘΑΙ


Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από αλήθεια στη ζωή μας ή από αυτό που θα θέλαμε να είναι η αλήθεια. Ζούμε σε καιρούς δύσκολους, χωρίς αληθινή παρηγοριά. Από την άλλη στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας θέλουμε να είμαστε αποδεκτοί. Θέλουμε οι άλλοι να μας αποδέχονται γι’  αυτό που είμαστε. Συχνά αρκούμαστε στο να προσποιούνται ότι μας αποδέχονται. Και βέβαια αυτό συμβαίνει και από τη δική μας πλευρά. Η κρίση των καιρών μας έχει κάνει καχύποπτους απέναντι σε όσους μας δίνουν διαβεβαιώσεις. Η ανάγκη όμως για αποδοχή μας οδηγεί στο να αποδεχόμαστε λόγους που η στοιχειώδης κριτική και αυτοκριτική θα οδηγούσε στο αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν είναι αληθινοί. Μας αρέσουν τα παραμύθια και οι μαγικές εικόνες, ίσως διότι δεν είμαστε σε θέση να δούμε τον αληθινό εαυτό μας και κυρίως επειδή δε θέλουμε να αποφασίσουμε να αλλάξουμε.  Γιατί η αλήθεια είναι πρόκληση αλλαγής. Και γι’  αυτό όποιος μας διαβεβαιώνει ότι καλούμαστε να ακολουθήσουμε δύσκολους δρόμους, δεν είναι αρεστός. Είναι πλατιά η πύλη της απώλειας και στενή και τεθλιμμένη η οδός για όσους αναζητούν με την ύπαρξή τους, με την ψυχή τους την αλήθεια.

                Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί μία ισχυρή φράση γράφοντας στον μαθητή του Τίτο, επίσκοπο Κρήτης: «βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι, ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ» (Τίτ. 3, 8). «Θέλω να βεβαιώνεις τους λόγους της πίστης με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Ο Παύλος είναι βέβαιος για την αλήθεια των λόγων της πίστης και μεταδίδει την αλήθεια τους στον μαθητή του. Την ίδια στιγμή ζητά από εκείνον να γίνει συνεχιστής αυτής της μαρτυρίας και να διαβεβαιώνει την αλήθεια των λόγων όχι μόνο με τη διδαχή τους στους ανθρώπους, αλλά και με το παράδειγμά του. Με  τον τρόπο αυτό οι όποιοι λόγοι καθίστανται βίωμα ενός ηγέτη, καθώς ο Τίτος ήταν επίσκοπος, επικεφαλής της χριστιανικής κοινότητας, του λαού του Θεού.

Θα ήταν μία εύκολη ηθικολογική παραίνεση ο λόγος του Παύλου. Για κάποιους θα ήταν ένας εγωκεντρισμός και την ίδια στιγμή μία πιθανή παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία. Για να λέει ο Παύλος στον Τίτο να διαβεβαιώσει με την προσωπική του μαρτυρία, σημαίνει ότι και ο ίδιος ο Παύλος εκφράζει μία τέτοια διαβεβαίωση, με τη δική του προσωπική μαρτυρία. Αυτό, ιδίως στην εποχή μας, μοιάζει μάλλον αδιανόητο. Ζούμε σε έναν παντοδύναμο ατομοκεντρισμό. Το «εγώ»  μας αναπτύσσεται με κριτήριο τη δική μας σκέψη, τα δικά μας συναισθήματα, τη δική μας βούληση. Μεγαλώνουμε, αναπτυσσόμαστε, παιδαγωγούμαστε ότι εκ φύσεως ξέρουμε τι είναι καλό για μας και δεν έχουμε ανάγκη ούτε από διαβεβαιώσεις ούτε από παραδείγματα. Ο πολιτισμός μας μάς δίνει δικαίωμα λόγου. Μπορούμε να σχολιάζουμε τους πάντες και τα πάντα, με μία οίηση και με μία αίσθηση αυτο-αυθεντίας που κυριολεκτικώς σαρώνει κάθε άλλη άποψη. Ακόμη και η επιχειρηματολογία μας ελάχιστη σεμνότητα διαθέτει. Χρησιμοποιούμε λόγους και απόψεις, κάποτε αυθεντικούς και αληθινούς, αλλά με τρόπο μερικό και αποσπασματικό, μη μπορώντας να δούμε το συνολικό πλαίσιο ένταξής τους. Γι’  αυτό και στους δρόμους και της πίστης αυτοαναγορευόμαστε ως είτε οι αυθεντικοί ερμηνευτές είτε οι έχοντες σκέψη και λόγο αληθείας επειδή είμαστε εμείς. Και αναζητούμε αντίστοιχους εκφραστές ή ποδηγέτες τέτοιων στάσεων ζωής μόνο και μόνο για να αυτοδικαιωθούμε ή να κατηγορήσουμε ή να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας.

Ο λόγος του Παύλου όμως δεν είναι αναμάσημα απόψεων άλλων ή καρπός αυτοδικαίωσης. Είναι αυθεντικό βίωμα εμπειρίας Θεού. Κοινωνίας με τον ίδιο τον Χριστό και την ίδια στιγμή απόσταγμα πορείας αγάπης, ιεραποστολής, μαρτυρίου, θυσίας, κυοφορίας ανθρώπων εις Χριστόν. Δεν μιλά για μία εμπειρία άλλων, αλλά για μία κατάσταση που ζει ο ίδιος. Γι’  αυτό και είναι λόγος αυθεντικός. Την ίδια στιγμή είναι λόγος δικαιωμένος από την Εκκλησία. Δεν εξέφρασε μία προσωπική μαρτυρία, προσωπική διαβεβαίωση, αλλά έθεσε όχι μόνο την άποψή του αλλά τον ίδιο τον εαυτό του στην κρίση της Εκκλησίας. Και ήδη η Εκκλησία από την εποχή του τον είχε καταστήσει αυθεντία. Τον είχε αποδεχτεί και ως πρόσωπο, ως Παύλο τον Ταρσέα, και ως θεσμό, ως τον ιδρυτή κατά τόπους Εκκλησιών, αποδίδοντάς του ένα κύρος μοναδικό. Και ο λόγος του παραμένει εν ισχύι, όντας αποτυπωμένος στην Αγία Γραφή, διότι στους αιώνες παραμένει αυθεντικός. Και ο χρόνος μάς διαβεβαιώνει για την αλήθεια του. Άντεξε. Και θα αντέχει.

Είναι αυθεντικός λοιπόν ο λόγος του Παύλου διότι είναι μία πρόκληση αλλαγής. Μία πρόκληση εξόδου από το εγώ μας. Πρόκληση υπέρβασης του εαυτού μας, των φόβων μας, των αγωνιών μας, των όσων μας ταλαιπωρούν. Πρόκληση εξόδου από την παντοδυναμία της προσωπικής μας αλήθειας. Στην Εκκλησία είναι η αλήθεια. Στην πίστη. Στο Ευαγγέλιο. Στους αγίους που άντεξαν στους αιώνες. Και αν για κάτι κυρίως αγιάζουν όσοι αγιάζουν δεν είναι για το μεμονωμένο και μερικό των λόγων τους, αλλά για την εναπόθεση της ελπίδας τους και την κατάθεση της αλήθειας τους στο σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία και στην ετοιμότητά τους να ζήσουν τόσο το μαρτύριο της συνειδήσεως όσο και το μαρτύριο του αίματος, για να μην μπορεί τίποτε να τους χωρίσει από την αγάπη του Χριστού.

Οι ανά τους αιώνες αιρετικοί δεν είχαν ούτε θα έχουν αυτά τα τρία κριτήρια.Την εμπειρία σε προσωπικό επίπεδο του Χριστού. Την ταπείνωση να θέτουν την αλήθεια τους στην κρίση της Εκκλησίας με σεμνότητα συνήθως, αλλά και τη δέουσα μαχητικότητα, η οποία όμως δεν αποσκοπεί στην εξουθένωση και τη διάλυση των άλλων, αλλά στον φωτισμό τους. Και το αντέχουν τόσο τα πρόσωπά τους όσο και οι θέσεις τους στον χρόνο, στην αυθεντία του σώματος του Χριστού που πορεύεται. Οι αιρετικοί συστήνουν δικές τους εκκλησίες, για να δημιουργήσουν μία νέα παράδοση, προσελκύοντας όλους εκείνους που γοητεύονται από την αίσθηση της μαχητικότητας, της προσωπικής ερμηνείας, της παρηγοριάς που ξεγελά, του αταπείνωτου φρονήματος, μίας εγωιστικής βεβαιότητας ότι έχουμε δίκιο. Ο δρόμος εκτός Εκκλησίας είναι δρόμος ταλαιπωρίας και οδηγεί στον κρημνό της απώλειας τόσο στον χρόνο όσο και στην αιωνιότητα, παρότι το έλεος του Θεού είναι πάντοτε αμέτρητο και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι δίνει στον κάθε άνθρωπο προσωπικά. Γι’  αυτό και επιλέγουμε να είμαστε εντός της Εκκλησίας. Για να κρατιόμαστε στην αυθεντικότητα. Αρκεί να έχουμε σεμνότητα ψυχής, ώστε ακόμη και οι απόψεις μας ή η χρήση απόψεων άλλων που γεύτηκαν την εμπειρία του Χριστού, να μην μας αναγορεύουν σε αυτο-αυθεντίες, αλλά με σεβασμό προς το σώμα του Χριστού να εκφραζόμαστε χωρίς φόβο μεν, χωρίς όμως να γινόμαστε και τιμητές των πάντων που διαφωνούν με μας.

Το κριτήριο του εγωκεντρισμού πέρασε από την αίρεση στον πολιτισμό. Ο σύγχρονος πολιτισμός υιοθετεί, είτε το κατανοεί είτε όχι, τον τρόπο της αίρεσης. ΜΜΕ, τέχνη, πολιτική, αθλητισμός, σύγχρονη κουλτούρα, παιδεία, διανόηση θεοποιούν την προσωπική έκφραση με θέλοντας να τη θέσουν στην κριτική του σώματος, κάθε είδους. Ίσως γιατί είναι δύσκολο να ενταχθούμε σε σώμα το οποίο προϋποθέτει πνεύμα ταπείνωσης και μαθητείας. Μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε ότι η ελευθερία μας, για να έχει νόημα, χρειάζεται να συνδέεται με την αγάπη και την ταπεινότητα και κυρίως να συναντά αυθεντικά το πρόσωπο του άλλου. Να θέλει να δώσει και να πάρει. Να ξεκινά πρώτα από το να μάθει, να ακούσει, να προσλάβει και στη συνέχεια να κυοφορήσει αλήθειες, τις οποίες να προτείνει. Λείπει το μπόλιασμα του πολιτισμού από την Εκκλησία. Και παρά τη συνεχόμενη αποτυχία νοηματοδότησης, τον ακολουθούμε άβουλοι, επειδή κλείνουμε τα μάτια στην ζώσα παρουσία του Χριστού. Ως μέλη του σώματός Του ας κάνουμε το βήμα φανέρωσης της όντως Αλήθειας στη ζωή και τους άλλους και Εκείνος θα φωτίσει.

Κέρκυρα, 17 Ιουλίου 2016

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

«ΜΑ, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΡΔΙΑ;»


   

           Οι άνθρωποι συχνά αναρωτιόμαστε για εκείνους που η συμπεριφορά τους είναι ανάλγητη έναντι των πολλών: «Μα, δεν έχουν καρδιά;». Ιδίως με τα συχνά γεγονότα βίας, θανάτων, εγκληματικότητας, τρομοκρατίας, όταν η ανθρώπινη ζωή θεωρείται παράπλευρη απώλεια στο όνομα ενός «ιερού σκοπού» ή στο όνομα της ικανοποίησης προσωπικών παθών, κυρίως της εκδίκησης και του μίσους, όπως επίσης και όταν οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τους άλλους ανθρώπους μέσα από μηχανισμούς όπως η οικονομία και η πολιτική, το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο έντονο: «Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Ασφαλώς και υπάρχει μεταφορικότητα στην διατύπωση. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την σωματική, τη βιολογική μας καρδιά. Αυτό που κάποτε στερούμαστε είναι η δοτική μας καρδιά. Την ψυχική και πνευματική. Κυριαρχεί ο νους μας. Οι διαλογισμοί ανεβαίνουν στην καρδιά μας και την αποψυχικοποιούν. Την καθιστούν απλώς το κέντρο της βιολογικής λειτουργίας και δεν την αφήνουν να γίνει το κέντρο της σύνολης ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, θριαμβεύει η σκληρότητα στον κόσμο.

                Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, εκφράζει μέσα από μία φράση, το πώς η πίστη βλέπει την καρδιά του ανθρώπου και πώς αυτό μεταφέρεται στον λόγο: «καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10, 10). «Με την καρδιά ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι οδηγεί στη δικαίωση, με το στόμα ομολογεί ό,τι οδηγεί στη σωτηρία». Ο Παύλος εμμέσως στηλιτεύει την ανθρώπινη υποκρισία. Να λέμε χωρίς να πιστεύουμε αυτά που λέμε. Δεν είναι ο νους και οι ιδέες που προηγούνται, αλλά η καρδιά. Και καρδιά δε σημαίνει μόνο συναισθήματα. Καρδιά σημαίνει αγάπη που γίνεται πληρωτική της ύπαρξης. Σημαίνει ροπή του ανθρώπου να μοιράζεται τη ζωή και την ελπίδα με τον συνάνθρωπο. Να μη προτάσσει το προσωπικό συμφέρον. Το πνεύμα της εξουσίας. Την ιδιοτέλεια. Της ικανοποίησης των ατομικών επιθυμιών εις βάρος των άλλων, ανεξαρτήτως του πόσο τους πληγώνουμε. Καρδιά σημαίνει  χαρά που προέρχεται από την αρετή. Από τον αγώνα για υπερνίκηση των παθών. Από το σβήσιμο της λύπης μέσα από την ελπίδα προς τον Θεό και την πρόνοιά Του. Καρδιά σημαίνει μεταμόρφωση του σύνολου ανθρώπου σε πρόσωπο, αγαπώσα ύπαρξη. Και χαρακτηριστικό της γνήσιας αγάπης είναι η αλήθεια. Η συνέπεια βιώματος, στάσης ζωής και λόγων.

        Η καρδιά συνδυάζεται με την δικαίωση του ανθρώπου για τις επιλογές της ζωής του. Κυρίως ενώπιον κρίσεων και σταυρών. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις περιστάσεις έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπει η καρδιά μας. Με τις προτεραιότητές μας. Δεν είναι εύκολο για τον άνθρωπο να διαχειριστεί τα συναισθήματά του. Κυρίως την λύπη, τον φόβο και την αγωνία για πραγματικές ή επίφοβες δοκιμασίες. Αυτές που απειλούν την επιβίωση τόσο του ιδίου όσο και των ανθρώπων που αγαπά. Συνήθως ο κόσμος βλέπει τη δικαίωση ως την επικράτηση των επιλογών, των θέσεων, των ιδεών, ως την προσωπική δόξα και τον θρίαμβο της προσωπικότητάς μας, ως την αποδοχή από τους άλλους, τους εγγύς και τους μακράν, ως την μέθη από τις επιτυχίες και την εκπλήρωση των στόχων. Ως την απόδειξη ότι έχουμε δίκιο. Όμως η αληθινή δικαίωση έχει να κάνει με το άνοιγμα και την οικείωση της αιωνιότητας. Το να εκπληρώνει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού. Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο διανοητικό. Ιδεολογικό. Είναι κυρίως θέμα καρδιακό. Δεν αρκεί να πιστεύουμε με το μυαλό και το στόμα. Αν η καρδιά μας δεν εμπιστεύεται τον Θεό και την αγάπη Του, με όποιον τρόπο κι αν εκδηλώνεται αυτή, αν δεν είναι εύκολο το «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», τότε μεταπίπτουμε στον τρόπο της κοσμικής δικαίωσης και αποζητούμε την ανθρώπινη δόξα. Παραδιδόμαστε έτσι στην ματαιότητα του εφήμερου. Και ο θάνατος καραδοκεί, ενώ συχνά προσποιούμαστε. Άλλα θέλουμε, άλλα πιστεύουμε, άλλα παρουσιάζουμε.

        Αποτέλεσμα της καρδιάς που πιστεύει  στο θέλημα του Θεού είναι και η διά στόματος ομολογία ενώπιον των άλλων ανθρώπων αυτής της πίστης. Η πιστεύουσα και αγαπώσα καρδία έχει νικήσει τον φόβο της απόρριψης. Ομολογεί ενώπιον των ανθρώπων με παρρησία ό,τι και Όποιον πιστεύει. Όχι όμως για να κάνει κακό στους άλλους. Αλλά για να δείξει ότι υπάρχει η οδός της αλήθειας. Αυτή που αγιάζει και σώζει. Αυτή που νοηματοδοτεί την πορεία στο αιώνιο. Και μοιράζεται, από το περίσσευμα ή το υστέρημά της ό,τι έχει, για να δώσει και στους άλλους. Δεν είναι μόνο ο θεωρητικός λόγος. Είναι και η πράξη. Κι εκεί προτιμά να αφήσει κατά μέρος το συμφέρον, προκειμένου να φανερώσει την αγάπη. Αυτή είναι και η διαφορά της αυθεντικής χριστιανικής παράδοσης. Η ομολογία δεν έχει να κάνει με την περιφρόνηση των άλλων, ούτε με την συντριβή τους ή την εξαφάνισή τους, δεν είναι απόδειξη πνεύματος εξουσίας, αλλά ταπεινή έκφραση του σε Ποιον ανήκουμε, δηλαδή στον Χριστό. Και γι’  αυτό η χριστιανική παράδοση μπορεί να συνυπάρξει με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως διαφορών.

         «Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Το ερώτημα μάλλον πρέπει να διατυπωθεί αλλιώς. «Σε Ποιον και σε τι πιστεύει η καρδιά τους;». Η απουσία του αληθινού Θεού, της Εσταυρωμένης Αγάπης οδηγεί στην επίδειξη δύναμης, εξουσίας, οίησης. Το έλλειμα της πίστης οδηγεί στην αδιαφορία.   Η απάντηση δεν είναι να διώξουμε περαιτέρω τον Θεό από τις ζωές μας, αλλά να Τον καλέσουμε να τις μεταμορφώσει. Να μάθουμε και να πιστέψουμε με την καρδιά μας, για να ζήσουμε την αλήθεια που μοιράζεται και δεν καταστρέφει. Αυτή είναι και η ευθύνη όλων όσων θέλουμε οι κοινωνίες μας να έχουν τουλάχιστον υποδείγματα ζωής.

Κέρκυρα, 24 Ιουλίου 2016

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/

Περί των ακτίστων ενεργειών


(Επιστολή προς το περιοδικό «Εφημέριος», η οποία δημoσιεύτηκε στο τεύχος Μαϊου – Ιουνίου 2016)

Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τη συζήτηση που έχει διαμειφθεί τα τελευταία τρία περίπου χρόνια μέσω των σελίδων του «Εφημερίου» για τις ενέργειες του Θεού και για τον τρόπο που ενεργούν στον άνθρωπο, καθώς και τα συναφή ερωτήματα που έχουν προκύψει. Επιτρέψτε μου επιγραμματικά να αναφερθώ σε μερικά σημεία, καθότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο εν γένει προβληματισμός έχει ως αφετηρία αφ” ενός μεν την καλή πρόθεση όλων όσοι ώς σήμερα συμμετείχαν στον διάλογο, δηλαδή την αναζήτηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφ” ετέρου δε την παρανόηση ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκαινοτόμησε ομιλών περί του ακτίστου φωτός και των ακτίστων ενεργειών του Θεού.

Η έρις, ωστόσο, του 14ου αι. μεταξύ του λατίνου μοναχού Βαρλαάμ και του μαθητή του Ακινδύνου αφ” ενός, και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αφ’ ετέρου, δεν έθεσε για πρώτη φορά το θέμα των θείων ενεργειών αλλά αποτελεί αναζωπύρηση αρχαιότατης διαμάχης περί την Αγία Τριάδα. Έτσι, για τη διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και θείων ενεργειών μίλησαν, με αφορμή την αιρετική διδασκαλία του Ευνομίου, οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσης, καθώς και οι μετά από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Πρώτη διάκριση είναι αυτή των όντων. Ο Θεός ονομάζεται άκτιστος, σε αντιδιαστολή με την ορατή και την αισθητή κτίση: «Καὶ πρῶτόν γε τὰ ὄντα διαιρήσωμεν. Εὑρήσομεν γὰρ ἅπαντα εἴς τε κτιστὸν καὶ ἄκτιστον διαιρούμενα· εἴ τι γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οὖσιν, ἢ ἄκτιστος φύσις ἐστὶν ἢ κτιστή. Ἀλλ” ἡ μὲν ἄκτιστος καὶ δεσποτικὴ καὶ πάσης ἀνάγκης ἐλευθέρα, ἡ δὲ κτιστὴ δουλικὴ καὶ νόμοις δεσποτικοῖς ἑπομένη· καὶ ἡ μὲν κατ” ἐξουσίαν ἃ ἂν βούληται καὶ ποιοῦσα καὶ δυναμένη, ἡ δὲ τὴν διακονίαν ἣν παρὰ τῆς θεότητος εἴληφεν μόνην καὶ δυναμένη καὶ πληροῦσα»[1].

Δεύτερη διάκριση είναι αυτή της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Η ουσία του Θεού είναι απλή και ακατάληπτος[2]. Οι θείες ενέργειες φθάνουν ώς εμάς και μάς καθιστούν γνωστά όσα μπορούμε να γνωρίζουμε για τον Θεό[3].

Επειδή η ενέργεια αποτελεί φυσική κίνηση της ουσίας[4], η θεία ουσία δεν μπορεί παρά να έχει τη δική της ενέργεια (γιατί μία κατ” ουσίαν είναι η θεία ενέργεια, φωτιστική και ζωοποιός και δημιουργική και συνεκτική και αγιαστική των απάντων)[5]. «Εἰ δὲ μὴ καρπογόνος ἐστὶν αὐτὴ ἡ θεία οὐσία, ἀλλ” ἔρημος, κατ” αὐτοὺς, ὡς φῶς μὴ φωτίζον, καὶ πηγὴ ξηρὰ, πῶς δημιουργικὴν ἐνέργειαν ἔχειν αὐτὸν λέγοντες οὐκ αἰσχύνονται;»[6]. Αν η θεία ουσία είναι άκτιστος, τότε άκτιστες είναι και οι θείες ενέργειες. Η δημιουργική άκτιστος ενέργεια του ακτίστου Θεού παρήγαγε «ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι» τα σύμπαντα· αν την εκλάβουμε ως κτιστή, τότε εισάγουμε νέο κτιστό πριν το κτιστό, κάποιον μεσάζοντα ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση, ή έστω, κάποιο όργανο, πράγμα άτοπο[7].

Το ίδιο ισχύει για όλες τις ενέργειες του Θεού, που δεν είναι παρά εκφάνσεις της μιάς θείας ακτίστου ενεργείας (γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι άλλες ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και άλλες κτιστές). Ο Θεός κοινωνεί με το κτιστό διά των ακτίστων ενεργειών του· η ρήση του Κυρίου «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ” αὐτῷ ποιήσομεν»[8], φανερώνει την παρουσία του Θεού διά των ακτίστων ενεργειών του, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να κοινωνήσει της ουσίας του Θεού, και συνάμα ότι ο άνθρωπος έχει πλαστεί να είναι δεκτικός των ακτίστων ενεργειών και να κοινωνεί με τον Θεό δι” αυτών. Η θέα πάλι του Θεού δεν αποτελεί σωματική όραση αλλά ανύψωση του νου, διά των θείων ενεργειών, προς κατανόηση του ίδιου του Θεού. Πώς είδε τον Υιό του Θεού ο πρωτομάρτυς Στέφανος, ρωτά ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης, αφού «θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»; και απαντά: «οὐκ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καὶ δυνάμει μένων τὸ θεῖον βλέπει͵ ἀλλὰ πρὸς τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος χάριν ἀνακραθεὶς δι΄ ἐκείνου ὑψώθη πρὸς τὴν τοῦ θεοῦ κατανόησιν»[9]. Ομοίως, το φως της Μεταμορφώσεως δεν ήταν άλλο από το άκτιστο φως της θεότητος: «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο͵ ἀλλ΄ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος»[10]. Το φώς, η «δόξα» που είδαν οι μαθητές, δεν ήταν η ίδια η θεότης, η ουσία του Θεού, αλλά «ἐκ τῆς θεότητος», δηλαδή άκτιστη ενέργεια αναβλύζουσα από την θεότητα. Αυτής της φωτιστικής του νου ακτίστου χάριτος του Θεού είδαν ο πρωτομάρτυς Στέφανος, οι μαθητές στο Θαβώρ, οι ησυχαστές για τους οποίους ομιλεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Απόδειξη ότι η ανθρώπινη φύση είναι δεκτική της ακτίστου χάριτος του Θεού, αποτελεί η ενανθρώπιση του Χριστού, ο οποίος είναι «τέλειος Θεός κατά την θεότητα και τέλειος άνθρωπος κατά την ανθρωπότητα, όμοιος ημίν κατά πάντα εκτός αμαρτίας». Διαφορετικά, πρέπει να δεχθούμε είτε ότι δεν ήταν όντως Θεός (βλ. Αρειανισμός) είτε ότι απορροφήθηκε η ανθρώπινη από τη θεία φύση (Μονοφυσιτισμός) είτε ότι ο Χριστός είχε μία ενέργεια (Μονοενεργητισμός, Μονοθελητισμός). «Δύο δὲ καὶ τὰς ἐνεργείας φαμὲν ἐπὶ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· εἶχε γὰρ ὡς μὲν θεὸς καὶ τῷ πατρὶ ὁμοούσιος τὴν θείαν ἐνέργειαν καὶ ὡς ἄνθρωπος γενόμενος καὶ ἡμῖν ὁμοούσιος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἐνέργειαν. […] Εἰ μία τοῦ δεσπότου Χριστοῦ ἡ ἐνέργεια, ἢ κτιστὴ ἔσται ἢ ἄκτιστος· μέσον γὰρ τούτων οὐκ ἔστιν ἐνέργεια ὥσπερ οὐδὲ φύσις. Εἰ οὖν κτιστή, κτιστὴν μόνην δηλώσει φύσιν· εἰ δὲ ἄκτιστος, ἄκτιστον μόνην χαρακτηρίσει οὐσίαν»[11]. Δεκτική της χάριτος του Θεού ήταν και η Παναγία, κατά τον αψευδή λόγο του αρχαγγέλου Γαβριήλ: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1.35)·

«Καὶ τότε ἐπεσκίασεν ἐπ΄ αὐτὴν ἡ τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου ἐνυπόστατος σοφία καὶ δύναμις͵ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ὁ τῷ πατρὶ ὁμοούσιος͵ οἱονεὶ θεῖος σπόρος καὶ συνέπηξεν ἑαυτῷ ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ καθαρωτάτων αὐτῆς αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ͵ ἀπαρχὴν τοῦ ἡμετέρου φυράματος͵ οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ ἁγίου πνεύματος»[12]. Ας έχουμε δε κατά νου ότι «ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικὸν καὶ ἄλλο ἐνέργημα καὶ ἄλλο ἐνεργῶν. Ἐνέργεια μὲν οὖν ἐστιν ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικὸν δὲ ἡ φύσις, ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δὲ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δὲ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις»[13].

Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα των ακτίστων ενεργειών του Θεού, οι οποίες επενεργούνται πάντοτε επί του κτιστού, άλλοτε είναι νοητό, άλλοτε αισθητό, άλλοτε δημιουργικό, άλλοτε ιαματικό, άλλοτε ζωοποιητικό, άλλοτε καθαρκτικό της ψυχής και άλλοτε θαυματουργικό· ουδέποτε όμως δύναται να χαρακτηρισθεί ως «κτιστό» ή «άκτιστο». Δεν μπορεί, τέλος, παρά να απορήσει κανείς διαβάζοντας περί «κτιστού Θεού», ειδικά σε ό,τι αφορά στό Σώμα και στο Αίμα του Χριστού κατά την Θεία Ευχαριστία· «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω, ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχράντον Σῶμα σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμα σου», λέει ο ιερέας λίγο πριν τη Θεία Κοινωνία. Το σώμα του Χριστού, η ανθρώπινη φύση του, δεν είναι χωρισμένη από τη θεία του φύση αλλά είναι πάντοτε ενωμένες «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αναλλοιώτως» κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας.

Το ζήτημα, βέβαια, εάν προσλαμβάνουμε τον Χριστό ή εάν ενωνόμαστε στο αδιαίρετο σώμα του, ποιός ο τρόπος της μεταβολής των τιμίων δώρων και τί συμβαίνει μέσα μας με την Θεία Κοινωνία, ξεφεύγει του παρόντος· διεξοδικές απαντήσεις έδωσε η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθώντας τη διαχρονική αποστολική και πατερική διδασκαλία, τόσο κατά τους διαλόγους με τους Προτεστάντες κατά τον 16ο αι., όσο και κατά την περί συχνής μεταλήψεως έριδα του Άθω κατά τον 18ο αιώνα.

π. Χερουβείμ Βελέτζας

Ιεροκήρυκας της Ι. Μ. Κερκύρας και Παξών [6 Ιουνίου 2016]

========================

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αγ. Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος, Ἔκθεσις τῆς ὀρθῆς πίστεως.

[2] «Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία». Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκφρασις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 4.

[3] «Ἀλλ΄ ἁπλοῦς͵ φησίν͵ ὁ Θεός͵ καὶ πᾶν ὅπερ ἂν αὐτοῦ ἀπαριθμήσῃ γνωστὸν τῆς οὐσίας ἐστί. [..] Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν͵ ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος. ». Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 234, πρός Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου.

[4] Ἐνέργειαν γὰρ ἡμεῖς εἶναί φαμεν τὴν φυσικὴν ἑκάστης οὐσίας δύναμίν τε καὶ κίνησιν, ἧς χωρὶς οὔτε ἐστὶν οὔτε γινώσκεται φύσις». Άγ. Γρηγόριος Νύσσης, προς Ξενόδωρον (σωζόμενο απόσπασμα).

[5] Πρβλ. αγ. Γρηγορίου Νύσσης Κατά Εὐνομίου 1.1.386 – 1.1.388 «μία τοῦ πυρὸς ἡ διὰ τοῦ θερμαίνειν ἐνέργεια͵ ἀλλὰ τὰ ἔργα οἵαν ἔχει τὴν συμφωνίαν ἐπισκεψώμεθα. τήκεται ὁ χαλκός͵ ὁ πηλὸς πήγνυται͵ ὁ κηρὸς ἀναλίσκεται͵ τὰ λοιπὰ τῶν ζῴων εἰ ἐν αὐτῷ γένοιτο φθείρεται͵ ἡ σαλαμάνδρα ζῳογονεῖται͵ τὸ στυππεῖον καίεται͵ τὸ ἀμίαντον ὥσπερ ἐν ὕδατι τῇ φλογὶ καταπλύνεται· τοσαύτη ἡ ταὐτότης τῶν ἔργων ἐκ τῆς μιᾶς ἐνεργείας. τί δὲ ὁ ἥλιος; ἆρ΄ οὐχὶ καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὁμοίως ἐπιθάλπων τὰ πάντα τὸ μέν τι τῶν φυτῶν ηὔξησε͵ τὸ δὲ κατεμάρανε͵ πρὸς τὴν ὑποκειμένην δύναμιν ὑπαλλάσσων τῆς ἐνεργείας τὸ τέλος; τὸ μὲν γὰρ ἐπὶ τῆς πέτρας ἐξήρανε͵ τὸ δὲ ἐκ τῆς βαθείας γῆς ἑκατοντάχουν ἐποίησεν».

[6] Μ. Αθανασίου, Ὅμιλίαι τρεῖς κατά Ἀρειανῶν.

[7] Αγ. Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος, Ἐρωτήσεις ἑλληνικαί πρός χριστιανούς, 206.B.1 – 206.C.1: «Ἀνενδεής ἐστιν ὁ θεὸς παντὸς τοῦ ἔξωθεν τῆς ἑαυτοῦ φύσεως· καὶ ὥσπερ ἄνευ ὀργάνου βουλεύεται͵ οὕτως καὶ ἄνευ ὀργάνου ποιεῖ. Εἰ γὰρ ἅμα τῷ βούλεσθαι αὐτὸν γενέσθαι τι ὑφίσταται βουληθέντος͵ πῶς οὐ περιττὴ τῶν ὀργάνων ἡ χρῆσις τῶν γινομένων;»

[8] Ιω. 14, 23

[9] Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, 36-38: «Στέφανος δὲ πλήρης ὢν πνεύματος ἁγίου εἶδε τὴν δόξαν τοῦ θεοῦ καὶ τὸν μονογενῆ τοῦ θεοῦ [υἱόν]. οὐ γὰρ ἔστι͵ καθώς φησιν ὁ προφήτης͵ τὸ φῶς ὀφθῆναι μὴ ἐν φωτὶ καθορώμενον. ἐν γὰρ τῷ φωτί σου͵ φησίν͵ ὀψόμεθα φῶς. (οὐκ ἐνδέχεται μὴ ἐν φωτὶ γενέσθαι τὴν τοῦ φωτὸς θεωρίαν· πῶς γὰρ ἔστιν ἀπιδεῖν εἰς τὸν ἥλιον ἔξω τῶν ἀκτίνων γενόμενον;) ἐπεὶ οὖν ἐν τῷ φωτὶ τοῦ πατρός͵ τουτέστι τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ τῷ ἐκεῖθεν ἐκπορευομένῳ͵ τὸ μονογενὲς καθορᾶται φῶς͵ διὰ τοῦτο προκαταυγασθεὶς τῇ δόξῃ τοῦ πνεύματος ἐν περινοίᾳ τῆς τοῦ πατρὸς καὶ υἱοῦ δόξης ἐγένετο. ἐπεί͵ πῶς τὴν εὐαγγελικὴν ἀπόφασιν ἀληθεύειν φήσομεν͵ ὅτι θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε; πῶς δὲ τὸν ἀπόστολον μὴ ἐναντία τοῖς ἱστορηθεῖσι βοᾶν͵ ὅταν λέγῃ. οὔτε τις εἶδεν ἀνθρώπων οὔτε ἰδεῖν δύναται; εἰ γὰρ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καὶ δυνάμει ἡ τοῦ πατρός τε καὶ τοῦ υἱοῦ δόξα χωρητὴ κατέστη͵ ψευδὴς πάντως ὁ ἀχώρητον ἀνθρώποις ἀποφηνάμενος εἶναι τὸ [θεῖον] θέαμα. ἀλλὰ μὴν οὔτε ἐκεῖνον ψεύδεσθαι καὶ τὴν ἱστορίαν ἀληθεύειν ἐπάναγκες. ἄρα φανερῶς ἡ κακουργία τῶν πνευματομαχούντων πεφώραται͵ ὅτι τῷ ὁμοίῳ καθορᾶσθαι τὰ ὅμοια παρὰ τῆς Γραφῆς μεμαρτύρηται. ὁ γὰρ Στέφανος οὐκ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καὶ δυνάμει μένων τὸ θεῖον βλέπει͵ ἀλλὰ πρὸς τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος χάριν ἀνακραθεὶς δι΄ ἐκείνου ὑψώθη πρὸς τὴν τοῦ θεοῦ κατανόησιν».

[10] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Λόγος εἰς την Μεταμόρφωσιν, PG 96.548.

[11] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκφρασις ἀκριβής τῆς Όρθοδοξου Πίστεως, κεφ. 59. [12] ό.π., κεφ. 46 [13] ό.π., κεφ. 59

Πηγή: Απλά και Ορθόδοξα: http://xerouveim.blogspot.gr/2016/07/blog-post.html

Ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε.


 Πόσο εύκολο στις ανθρώπινες σχέσεις είναι να μην μας κατατρώγει ο λογισμός εις βάρος του συνανθρώπου μας; Ο λογισμός πηγάζει από το ανικανοποίητο της επιθυμίας μας ο άλλος να είναι όπως τον θέλουμε, να μας φέρεται όπως θέλουμε, να υποχωρεί για να είναι η σχέση μας όπως τη θέλουμε ή να υποκύπτει στο δικό μας θέλημα, ακόμη κι αν δεν είναι για μας. Διότι υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν είναι εφικτή η ανάπτυξη σχέσεων. Δεν ταιριάζουμε οι άνθρωποι με όλους. Και δεν είναι κακό αυτό. Είμαστε διαφορετικοί. Μέσα στη διαφορετικότητά μας δεν μπορούμε να αναπτύξουμε αυθεντική κοινωνία μαζί τους, όσο κι αν το επιθυμούμε. Απουσιάζει η αμοιβαιότητα. Ο λογισμός αναπτύσσεται όταν επιθυμούμε με τον δικό μας τρόπο την αμοιβαιότητα, αλλά βλέπουμε ότι αυτή δεν καθίσταται εφικτή. Έτσι μέσα μας δρα η ιδέα ότι οι άλλοι όχι μόνο μας απορρίπτουν, αλλά και μας καταδιώκουν. Οι άλλοι μας υποτιμούν και μας υποβαθμίζουν. Αν μάλιστα, μία τέτοια σκέψη επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα, διότι η διαφορετικότητα γεννά αντιθέσεις, τα συμφέροντα γεννούν αντιπαλότητες, η αίσθηση της εξουσίας γεννά αισθήματα υπεροχής έναντι των άλλων και διάθεση επιβολής στην πράξη, τότε οι λογισμοί θεριεύουν.

            Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, μεταφράζει τον λόγο του Χριστού για την αγάπη προς τους εχθρούς ως εξής: «Ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ. 12, 14). «Να προσεύχεστε για το καλό των διωκτών σας, να ζητάτε την ευλογία του Θεού γι’  αυτούς και να μην τους καταριέστε». Πόσο εφικτό είναι αυτό; Να αφήσουμε κατά μέρος την αντιπάθεια του λογισμού, να μην του επιτρέπουμε να κυριεύει την καρδιά μας και όχι μόνο αυτό, μέσα από αυτήν να προσευχόμαστε στον Θεό για όσους μας καταδιώκουν, δηλαδή να κάνουμε την ύψιστη πράξη αγάπης, αντί να ζητούμε την προστασία του Θεού και την υπεράσπισή Του, να ζητούμε να δείξει την αγάπη Του για αυτούς, είτε φωτίζοντάς τους να μετανοήσουν είτε να αλλάξουν στάση είτε να καταλάβουν τι ζητά ο Θεός και από εκείνους και από μας. Η άρνηση της κατάρας γι’  αυτούς συνεπάγεται την άρνηση της εκδίκησης από εμάς, την προτίμηση της συγχώρεσης, την εναπόθεση της πορείας της ζωής μας στην αγάπη. Είναι στάση που φαίνεται παράδοξη, όμως είναι η στάση του Θεού έναντι των ανθρώπων, η στάση της αγάπης, της θυσίας, του σταυρού και της ανάστασης.

             Φαντάζει εκτός της πραγματικότητας της εποχής μία τέτοια στάση. Βία, εκδίκηση, χωρισμός της ζωής σε δικαιοσύνη και αδικία, όπου δίκαιο είναι το θέλημά μας ή ό,τι έχει να κάνει με το συμφέρον μας ή στην καλύτερη περίπτωση, δίκαιο είναι ό,τι συμφέρει στην επικρατούσα κατάσταση, στο politically correct του κόσμου. Δίκαιο είναι να χαιρόμαστε τη ζωή και οι άλλοι να μας διακονούν. Δίκαιο είναι να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες, αλλά αν μπορούμε να αρπάξουμε τη δική μας, δεν μας ενδιαφέρει για τους άλλους. Δίκαιο είναι να μπορούμε να απολαύσουμε ό,τι επιθυμούμε και η απαίτηση ο κόσμος και η κοινωνία να συνηγορήσουν. Δίκαιο είναι αυτό που εμείς έχουμε στο μυαλό μας, το δικό μας όνειρο, η δική μας διαχείριση της κατάστασης και των συναισθημάτων, ακόμη κι αν υπάρχει αδιαφορία για το πώς οι άλλοι βλέπουν και ζούνε τη ζωή. Αυτή η νοοτροπία της εποχής μας δεν αφήνει περιθώρια ούτε για αγάπη ούτε για συγχώρεση και μεταποιεί τον Θεό σε υπηρέτη των δικών μας συμφερόντων και αντιλήψεων.

       Ο διάβολος παίζει με τους λογισμούς μας. Μας θολώνει τον νου και τον αιχμαλωτίζει με την αίσθημα αυτού του δικαίου. Και η εποχή μας υποτάσσεται στο πνεύμα του και στο κοσμοείδωλό του. Από την άλλη η πίστη φαντάζει ανίσχυρη να επικρατήσει, διότι το δίκαιο και το άδικο έχουν συλλογική και συνολική κάλυψη ενώ η πίστη είναι οδός πρώτα προσωπική και στη συνέχεια συλλογική. Μόνο που οι συλλογικότητες της πίστης, αν θελήσουν να μπούνε στο παιχνίδι της εξουσίας, δε θα μπορέσουν ποτέ να επικρατήσουν αν δεν ασκήσουν τη βία και την υποταγή.  Ο Χριστός νίκησε και νικά με την αγάπη και τη συγχώρεση. Μόνο που αυτό είναι ένα μήνυμα κατεξοχήν προσωπικό, το οποίο μπορεί να γεννήσει κοινότητες που πιστεύουν και παλεύουν για την εφαρμογή του. Πρόσωπα και κοινότητες που θα πάνε κόντρα στον καιρό. Μα που θα έχουν αναπαυμένη συνείδηση και αίσθηση υπακοής στο θέλημα του Θεού και την αγάπη Του.  Πρόσωπα και κοινότητες που θα ζούνε τον σταυρό τη αγάπης και την ελπίδα της ανάστασης και την ίδια στιγμή εκείνη την εσωτερική παρηγοριά που χαρίζει η δύναμη της πίστης και η χάρις του Πνεύματος σε όσους προχωρούνε, νικώντας τους λογισμούς τους.

        Ας αφήσουμε τους κακούς λογισμούς κατά μέρος. Ας προχωρήσουμε όπως ο Θεός θέλει. Με αγάπη και συγχώρεση. Ας αποκρούσουμε με την προσευχή και τη ζωή της Εκκλησίας τις επιθέσεις του πονηρού. Και ας αφήσουμε στον Θεό να καταδείξει το δίκαιο και το άδικο, δια της οδού της αγάπης. Αυτό είναι και το αυθεντικό νόημα της πίστης. Δρόμος δύσκολος, μα δρόμος ζωής αιωνίου. Και ας μη λυγίσουμε στις φωνές που απαιτούν τον τρόπο του κόσμου να είναι και ο δικός μας τρόπος. Εμπιστευόμενοι τον Θεό, θα αντέξουμε. Και δείχνοντας και ζώντας παραδειγματικά αυτόν τον δρόμο, θα δείξουμε, όπως οι άγιοι ότι είναι εφικτός.  Και ας είμαστε οι λίγοι.

Κέρκυρα, 31 Ιουλίου 2016

 π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ


       Παλαιότερα οι νέοι ονειρεύονταν την αλλαγή της κοινωνίας ως τρόπο υπέρβασης της κρίσης και των αδικιών. Αλλαγή σήμαινε γκρέμισμα του κατεστημένου. Αντικατάσταση των ισχυρών. Μία νέα κοινωνία, χωρίς εξουσία αλλά με τη ελευθερία της αυτοδιάθεσης. Σήμερα μία μειοψηφία εξακολουθεί να πιστεύει σ’  αυτές τις ιδέες. Συνήθως αναρχικοί και μπαχαλάκηδες. Οι περισσότεροι αρκούνται στην αλλαγή του κόσμου σε μία εικονική πραγματικότητα. Και αν…

      Μένουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Κι εκεί επενδύουμε στην αλλαγή. Των άλλων. Από εκείνους εξαρτάται η επιτυχία της όποιας σχέσης. Εμείς είμαστε οι άψογοι. Ή «σε όποιον αρέσουμε». Το εγωκεντρικό φρόνημα μάς καθιστά βέβαιους ότι είμαστε αυτάρκεις. Ακόμη κι αν καταλαβαίνουμε τα ελαττώματα του χαρακτήρα μας, ανταπαντούμε ότι και οι άλλοι έχουν. Άρα, αν μας αγαπούνε, οφείλουν να μας αποδεχτούν. Κανείς δεν αλλάζει για χάρη του άλλου. Όλα είναι θέμα εξουσίας. Θα επικρατήσει αυτός που είναι πιο δυνατός να αντέξει στην πίεση του άλλου.

        Η αλλαγή προϋποθέτει ταπείνωση. Ο πολιτισμός μας μιλά για αυτοεκτίμηση. Δρόμοι μάλλον αλληλοαποκλειόμενοι. Αυτός που είναι ταπεινός, εκτιμά αλλιώτικα τον εαυτό του. Τον θεωρεί εικόνα Θεού, που έχει αμαυρωθεί από τα πάθη. Συγκρίνει τον εαυτό του με τον Απόλυτο Θεό και τους αγίους και αισθάνεται την ανεπάρκειά του. Έναντι των άλλων θεωρεί τον εαυτό του πάντων έσχατο και διάκονό τους. Αλλαγή είναι η αγάπη και η προσφορά σ’ αυτούς. Εκτιμά τον εαυτό του αγαπώντας τους άλλους.

Ένας τέτοιος δρόμος δεν ταυτίζεται με αυτό που ζητά η εποχή μας, την αυτοεκτίμηση. Να πιστεύουμε στις δυνάμεις μας. Να μη λογαριάζουμε τη γνώμη των άλλων αλλά να παλεύουμε για τα δικαιώματά μας. Πιστεύοντας στον εαυτό μας διεκδικούμε την αναγνώριση. Και τονίζουμε την αυτοεκτίμηση προσέχοντας την εξωτερική μας εμφάνιση, αποκτώντας γνώσεις, αξιοποιώντας τα ηλεκτρονικά μέσα. Δύσκολα βεβαίως μπορούμε να εστιάσουμε στις ελλείψεις μας. Ή εργαζόμαστε σ’  αυτές, με σκοπό όχι την προσφορά στο διαπροσωπικό και συλλογικό επίπεδο, αλλά απαιτώντας την αποδοχή. Κάποτε υποτιμούμε τους άλλους. Κάποτε νικιόμαστε από τη γνώμη τους, μειώνοντας από μόνοι μας την αξία μας.

        Η Εκκλησία ζει την αλλαγή μέσα από την μετάνοια, ως διαφορετική πορεία σκέψης και  προσανατολισμού. Αφετηρία της ο αγώνας για υπέρβαση της αμαρτίας και ένταξη του «εγώ» στο σώμα του Χριστού, στην κοινότητα. Την ίδια στιγμή προβάλλει ως στόχο ζωής την μεταμόρφωση του εαυτού μας μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό. Μεταμόρφωση σημαίνει εκδίωξη του κακού και βίωση του φωτός στη ζωή μας. Παλεύω με τα ελαττώματά μου για να φωτιστώ και να φωτίσω. Εκτιμώ τον εαυτό μου, γιατί νιώθω ότι τον αγαπά ο Χριστός. Δε συμβιβάζομαι με το κακό, αλλά αγωνίζομαι να το ξεπεράσω. Παρηγορώ, μοιράζομαι, προσεύχομαι και παλεύω για έναν διαφορετικό κόσμο, όπου ο Χριστός φωτίζει τις καρδιές και με κάνει να βλέπω τον εαυτό μου σε σχέση με τον άλλο και μαζί του. Και εκεί όπου δεν φαίνεται αλλαγή, Του εμπιστεύομαι τα πάντα, δια της προσευχής στο όνομά Του. Μεταμορφώνομαι σημαίνει γνωρίζω τα όριά μου και αφήνομαι στην αγάπη Του.

           Η μεταμόρφωση ξεκινά εντός μας. Προϋποθέτει άνοδο στο Θαβώρ της Εκκλησίας, έξοδο από την κυριαρχία του εδώ και τώρα και εμπιστοσύνη. Δρόμοι και τρόποι αληθινά νεανικοί. Αυτοί που λείπουν από την εγωκεντρική εποχή μας.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 3 Αυγούστου 2016

http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/

ΛΥΧΝΟΣ ΦΑΙΝΩΝ ΕΝ ΑΥΧΜΗΡΩ ΤΟΠΩ


  Το φως είναι ζωτικό στοιχείο για την ύπαρξή μας. Μολονότι την παρουσία του τη θεωρούμε αυτονόητη, αν σταθούμε σ’  αυτήν, θα καταλάβουμε πόσα οφείλουμε στο φως. Τη δυνατότητα να είμαστε δημιουργικοί με την εργασία μας. Να είμαστε κοινωνικοί συναντώντας τους άλλους ανθρώπους και βλέποντας τα πρόσωπά τους. Να εντάσσουμε τον εαυτό μας στον κόσμο, βλέποντας την ομορφιά της φύσης.  Την ευεξία και τη σωματική ανάπτυξη, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται το φως για να μεγαλώσει και να ωριμάσει. Όποιος ζει στο σκοτάδι, γίνεται καχεκτικός. Το φως όμως γίνεται και πηγή χαράς και ζωής εντός μας. Στο φως υπάρχει η ελευθερία.  Στο φως αισθανόμαστε ότι έχει νόημα το να ζεις, καθώς η ομορφιά του ανανεώνει τα βάθη της ψυχής μας.  Και είναι το φως η βάση για να δούμε τον εαυτό μας. Μας κάνει διάφανους και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ό,τι είμαστε. Τον χαρακτήρα μας. Τις προτεραιότητές μας. Το τι πιστεύομε. Τα πάθη και τα λάθη μας. «Πάντα πεπλήρωται φωτός», αν είμαστε τέκνα φωτός.

             Σήμερα οι άνθρωποι εμπορευόμαστε τα πάντα. Έτσι εμπορευόμαστε και το φως. Το έχουμε μετατρέψει σε προϊόν. Το έχουμε αποστερήσει όμως από το πνευματικό του περιεχόμενο. Διότι το φως είναι δωρεά του Θεού στον κόσμο. Δεν είναι αυτοδημιούργητο, αλλά έργο του Δημιουργού. Μόνο Εκείνος είναι αυτόφωτος. Όλα τα άλλα και οι άνθρωποι είμαστε ετερόφωτοι. Και έχει πλήρη αξία το φως όταν μπορούμε να αναγνωρίζουμε την πηγή του. Και να έχουμε σχέση μαζί της. Η αυτονόμηση του φωτός από τον Δημιουργό και Παροχέα του το εγκλωβίζει στην υλική του διάσταση. Στη χρησιμότητά του. Στην ευκαιρία να το αξιοποιήσουμε για να επιβιώσουμε και να πλουτίσουμε. Όμως δεν μας αφήνει να το δούμε συνολικά. Στην προοπτική της κοινωνίας με τον Θεό που είναι Φως και μας το προσέφερε.

            Εκτός από το υλικό φως υπάρχει και το νοητό. Το αιώνιο. Αυτό που μας αγιάζει. Αυτό που, χωρίς να αρνείται τη χρησιμότητα της υλικότητας, την μεταμορφώνει σε πνευματική πορεία και ζωή. Αγιάζει τα πρόσωπά μας. Τα έργα μας. Τα νοηματοδοτεί διαφορετικά. Και τα απελευθερώνει από τον εγκλωβισμό τους στον χρόνο. Στη στιγμή. Δεν την περιφρονεί τη στιγμή. Την λεπταίνει, απαλλάσσοντάς την από τα φορτία της και της δίδει αληθινό μέλλον. Της μεταδίδει αγάπη και την κάνει αγάπη. Και καθιστά τη ζωή μας όχι άθροισμα στιγμών, χωρίς συνολικό νόημα και περιεχόμενο, αλλά εκκίνηση από το νόημα και μεταφορά του σε κάθε στιγμή μας. Με συγκατάβαση στη αδυναμία μας. Στην πτώση μας να σκοτώνουμε τον χρόνο μας. Να αργολογούμε, αλλά και να τον μετατρέπουμε σε θέαμα, ακρόαμα, τέρψη στιγμής μόνο και μόνο για να ξεχάσουμε τη ροή του. Για να ικανοποιήσουμε το υλικό και το αισθητό μας. Την επιθυμία μας να συσχηματιζόμαστε με το παρόν, χωρίς να το αφήνουμε να μεταμορφωθεί.

             Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά και στα μαρτύρια των αγίων, όπως και στην αυθεντική  χριστιανική ζωή είτε εν κόσμω είτε εν ερήμω στόχος του ανθρώπου του Θεού είναι η έξοδος προς το φως. Συνειδητοποιεί ότι οι μέριμνες είναι βάρος. Η επιθυμία της δόξας, της ηδονής, της εγωκεντρική καταξίωσης, παρότι φαίνεται δικαιολογημένη και θεμιτή, δεν εξασφαλίζει τη διάρκεια. Γίνεται μάταιη επένδυση. Αναπόφευκτη για τους πολλούς και για τον κόσμο που ζει χωρίς τον Θεό, αναπόφευκτη ακόμη και για τους χριστιανούς, διότι κι αυτοί εν τω κόσμω ζούνε, όμως χωρίς μέλλον και ουσιαστική αξία, καθώς ο θάνατος καταπίνει τα πάντα αδυσώπητα. Έτσι επιλέγουν τον αγώνα της κάθαρσης, της απαλλαγής της καρδιάς και του νου από τα πολλά, είτε αυτά ονομάζονται κοσμικό φρόνημα είτε αμαρτίες και πάθη είτε άγχος και αγωνία για το αύριο. Προτάσσουν την επιθυμία για Φως. Για Θεό. Και επιλέγουν την οδό της αγάπης, είτε αυτή εκφράζεται δια της αδιαλείπτου προσευχής είτε δια της έμπρακτης συγχώρεσης είτε δια του αγώνα να μη νικηθούν από την χωρίς νόημα ζωή είτε δια πάντων αυτών με έμφαση στην απόφαση να παραμείνουν στην αγάπη του Θεού, ακόμη κι αν ο κόσμος τους καταδικάσει στον θάνατο, τον σωματικό, της περιφρόνησης, της ειρωνείας, της εκμηδένισης. Και είτε αναχωρούν από την οθόνη του κόσμου αποσυρόμενοι εν ερήμω είτε παλεύουν στην καθημερινότητα της ζωής, το πρόσωπό τους αντανακλά τη δίψα της κοινωνίας με τον Θεό ως Φως αλλά και τη χαρά η ζωή να έχει νόημα που προεκτείνεται στην αιωνιότητα.

Αυτός είναι ο δρόμος της μεταμόρφωσης. Αυτόν τον οποίο έζησαν οι μαθητές του Κυρίου στο όρος Θαβώρ. Όταν είδαν τον Κύριο, για τον Οποίο προφήτευσαν στο λόγο τους οι προφήτες και κατενόησαν ότι ο προφητικός λόγος ήταν η αφετηρία για να δούνε τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού  «προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω» (Β’  Πέτρου, 1, 19). «Σαν φως που φέγγει στο σκοτάδι». Αυτός είναι ο μεταμορφωθείς Κύριος. Το Φως που φέγγει στο σκοτάδι. Αυτός είναι και ο χριστιανός στον κόσμο. Φως που φέγγει στο σκοτάδι, λαμβάνοντας φως εντός της εκκλησιαστικής ζωής από την κοινωνία με τον Χριστό. Και στην μείωση και απουσία του φωτός ή στην μετατροπή του σε αυτόνομο προϊόν, που χαρακτηρίζει ιδίως τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής του σήμερα, στον οποίο ο επιλέξας την απουσία του φωτός διάβολος επενδύει ολοκληρωτικά,  ο χριστιανός αντιτάσσει όχι μόνο την πίστη αλλά και την κοινωνία με το Φως, που γίνεται αγάπη και δίνει διάρκεια, καθώς και ο Παράδεισος κοινωνία με το Φως θα είναι. Τον Χριστό και τους Αγίους και η μετοχή στο Φως θα είναι αιώνια χαρά. Αυτή είναι η αποστολή μας. Ο τελικός σκοπός μας. Και τα πάντα νοηματοδοτούνται σ’  αυτήν την προοπτική.

Η εορτή της Μεταμορφώσεως, εν πολλοίς αδιάφορη και άγνωστη στο σύγχρονο άνθρωπο, είναι μία υπόμνηση του νοήματος του Φωτός στη ζωή μας. Φως ο Πατήρ. Φως ο Λόγος. Φως και το Άγιον Πνεύμα. Αυτή είναι η πίστη και το βίωμά μας. Και ξεκινώντας από την προσωπική μας πορεία, από τις σχέσεις μας τους άλλους, από το πώς βλέπουμε το νόημα της ύπαρξής μας, μπορούμε να αγιαστούμε και να αγιάσουμε. Να μοιραστούμε τη χαρά που η η εν τω Φωτί ελευθερία προσφέρει. Την δύναμη της πίστης και της αγάπης που νικά κάθε άγχος και την αξία της αλήθειας που είναι ο Θεός που ενώνει κάνει τις στιγμές μας να μην χάνονται στην ισοπεδωτική μέγγενη του χρόνου. Και μας γεμίζει η βίωση της εορτής και η απόφαση να αφεθούμε στην μεταμορφωτική κοινωνία με τον Θεό με αισιοδοξία. Όχι γιατί ο κόσμος θα πάψει να έχει προβλήματα. Αλλά γιατί η ημέρα θα έχει ήδη «διαυγάσει» και «φωσφόρος» θα έχει ανατείλει εν ταις καρδίαις ημών» ο Δωρεοδότης της.

Κέρκυρα, 6 Αυγούστου 2016

 π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Η ΕΝΟΧΗ ΚΑΙ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


Η λέξη αμαρτία προέρχεται από το αρχαίο ρήμα αμαρτάνω και σημαίνει τα εξής:

  1. αποτυγχάνω να βρω το στόχο μου: «Ατρεΐδης μεν άμαρτε, παραί δε οι ετράπετ’ έγχος (Ο Ατρείδης το κοντάρι πέταξε λοξά και δεν τον βρήκε Ιλιάδα Λ 233

  2. σφάλλω: «ότι μεν γαρ φρονήσεις ώετο είναι πάσας τας αρετάς, ημάρτανεν, ότι δ’ ουκ άνευ φρονήσεως, καλώς έλεγεν» Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1144b.21

  3. πράττω το κακό: «εικότως δε τη ελευθεριότητι ανελευθερία εναντίον λέγεται˙μείζον τε γαρ εστι κακόν της ασωτίας, και μάλλον επί ταύτηναμαρτάνουσιν ή κατά την λεχθείσαν ασωτίαν» Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1122a.13 – 16

Η Πατερική Ανατολική Θεολογία από τις παραπάνω σημασίες της λέξης αμαρτίακράτησε την πρώτη, δηλαδή αυτή της αποτυχίας. Αμαρτία λοιπόν κατά τους Πατέρες, είναι η προσωπική αποτυχία του ανθρώπου να ζήσει τον τριαδικό τρόπο ύπαρξης με τον οποίο είναι δημιουργημένος, αγαπώντας τους άλλους και αγαπώμενος από τους άλλους.

Όμως στην Δυτική Θεολογία από τον ιερό Αυγουστίνο και μετά εισάγεται στην ιστορία και στον πολιτισμό – και αυτή δυστυχώς τελικά επικρατεί – μία ψυχολογική ερμηνεία γύρω από το θέμα της αμαρτίας, της ενοχής και των αποτελεσμάτων.

Ο Αυγουστίνος είχε τη δική του προσωπική περιπέτεια. Πριν να μεταστραφεί στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, ως ειδωλολάτρης είχε μια άστατη και άσωτη ζωή με αποτέλεσμα σε πολύ νεαρή ηλικία να αποκτήσει εξώγαμο. Για να καθησυχάσει την ανήσυχη συνείδησή του έγινε οπαδός του Μανιχαϊσμού, μιας θρησκευτικής αίρεσης του 3ου αιώνα μ.Χ. που ήταν ένα κράμα από θρησκευτικές αντιλήψεις της Περσικής θρησκείας, τις θρησκείες της Ασίας και τον Χριστιανισμό. Δίδασκε τον δυισμό δηλαδή πως υπάρχουν δύο αντίθετες αρχές, δυο θεοί, ο καλός και ο κακός θεός που είναι δημιουργός του κόσμου. Ο άνθρωπος ανήκει σωματικά στον κόσμο του σκότους, γι’ αυτό και η αμαρτία δεν νικιέται με την ελεύθερη βούληση του. Η αμαρτία και το κακό είναι αναπόφευκτα στην ανθρώπινη ζωή.

Αργότερα ο Αυγουστίνος μεταστράφηκε στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, και όπως πίστευε ο ίδιος βαθύτατα, η μεταστροφή του αυτή οφείλεται σε θαύμα. Στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει αυτό το θαύμα, υπήρξε ο πρώτος που άρχισε να δίνει ψυχολογικές ερμηνείες σ’ αυτή την κίνηση του ανθρώπου προς τη σωτηρία. Αυτές τις ερμηνείες τις προσέλαβε αργότερα η Δυτική Θεολογία και τις αυτονόμησε.

Και φτάνουμε έτσι στη σχολαστική θεολογία του ενδέκατου αιώνα. Για τους μη γνωρίζοντες αξίζει εδώ να πούμε, πως ο σχολαστικισμός ήταν ένα φιλοσοφικο – θεολογικό σύστημα που αναπτύχτηκε στην Δυτική Ευρώπη από τον 11ο αιώνα έως τον 13ο. Βασική αρχή του ήταν ο τρόπος έρευνας και η μέθοδος γνώσης που είναι η λογική, η οποία θεωρείται ως μέτρο και όργανο της γνώσης του κόσμου, των επιστημών αλλά και του Θεού. Οι σχολαστικοί μελετούσαν τον Θεό και όλα τα θέματα της Θεολογίας διά του στοχασμού, της λογικής, του ορθού λόγου χρησιμοποιώντας την κλασσική μεταφυσική που είχε αναπτυχτεί από τον Πλάτωνα αλλά ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι σχολαστικοί θεολόγοι έκαναν κατάχρηση της διαλεκτικής μεθόδου για να κατανοήσουν λογικά, τα σχετικά που αφορούσαν τον Θεό. Ταύτιζαν δηλαδή την μεθοδολογία της γνώσης τόσο για το Θεό όσο και για τον κόσμο.

Από την σχολαστική λοιπόν θεολογία με τον Θωμά τον Ακινάτη και αργότερα με τον Άνσελμο Καντερβουρίας, δίνεται πλέον στην αμαρτία – και τονίζεται ιδιαίτερα – η έννοια της ενοχής και της αποπληρωμής ενός χρέους. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη διδασκαλία ο Θεός θέλει να χαρίσει στον άνθρωπο μια αιώνια ευτυχία, γι’ αυτό άλλωστε έχει προχωρήσει και στην δημιουργία του, και την δυνατότητα μιας σχέσης μαζί του.

Όμως για να φτάσει ο άνθρωπος σ’ αυτή τη σχέση με το Θεό πρέπει πρώτα να την κερδίσει και επιπλέον πρέπει να αποδείξει πως αξίζει αυτή τη σχέση. Και πως θα συμβεί αυτό; Με μια δοκιμασία που του υποβάλλει ο Θεός και αυτή δεν είναι άλλη από την εντολή του πως μπορεί να γευτεί όλους τους καρπούς από τα δέντρα του κήπου της Εδέμ, εκτός από τους καρπούς του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού. Από την υποταγή στην εντολή αυτή του Θεού θα φανεί αν ο άνθρωπος είναι άξιος της σχέσης του με το Θεό.

Ο άνθρωπος ως γνωστόν παραβαίνει την εντολή, συνεπώς πρέπει και να τιμωρηθεί. Επειδή όμως αυτός που έθεσε την εντολή είναι ο Θεός που θεωρείται η υπέρτατη αρχή του κόσμου σύμφωνα με το πλατωνικό σχήμα του υπέρτατου αγαθού που ακολουθεί η σχολαστική θεολογία, η τιμωρία δεν μπορεί να είναι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια, δηλαδή διαρκής και αιώνια αποξένωση από τον Θεό. Έτσι ο θάνατος προσφέρεται ως τιμωρία στον άνθρωπο και κληρονομείται αυτό σε όλες τις γενεές των ανθρώπων, κατά ένα ψυχολογικό τρόπο.

Υπάρχει άραγε καμιά οδός διαφυγής στον άνθρωπο για να μπορέσει μήπως και ξεφύγει από την τιμωρία;

Σύμφωνα με την δικανική αντίληψη που στηρίζεται στο ρωμαϊκό δίκαιο και ξεκινάει από τον ιερό Αυγουστίνο και ολοκληρώνεται ως θεολογικό οικοδόμημα με τους σχολαστικούς θεολόγους της Δύσης, αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν ο άνθρωπος καταφέρει και πληρώσει κάποιο τίμημα, αφού η προσβολή που έκανε ο άνθρωπος στον Θεό παραβαίνοντας την εντολή του, απαιτεί ικανοποίηση. Επειδή όμως το μέγεθος αυτής της προσβολής είναι άπειρο, πρέπει και ικανοποίηση που απαιτείται να είναι άπειρη.

Εδώ όμως προκύπτει ένα πρόβλημα. Γιατί για να εξιλεωθεί ο δίκαιος Θεός για την προσβολή που του έγινε από την παράβαση του ανθρώπου, χρειάζεται μια θυσία άπειρου μεγέθους και αξίας, την οποία όπως είναι φυσικό δεν μπορεί να υποστεί ο «μικρός» άνθρωπος – αφού είναι πεπερασμένος – και να την προσφέρει στον «τέλειο» Θεό. Είναι επομένως αδύνατον να βρεθεί μέσα στην ιστορία τέτοιο τίμημα, τέτοια αποπληρωμή, τέτοια θυσία που να εξαλείψει το χρέος και την ενοχή του ανθρώπου για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη. Έτσι ο Θεός – επειδή λόγω της μεγάλης αγάπης που έχει προς το δημιούργημά του θέλει να το σώσει – προκειμένου να ικανοποιήσει την τρωθείσα δικαιοσύνη του, αποφασίζει να θυσιάσει τον Μονογενή Υιό του δια του σταυρού. Τοιουτοτρόπως η θυσία του σταυρού εξιλεώνει τον άνθρωπο και δια του Χριστού όλο το ανθρώπινο γένος απαλλάσσεται πλέον από την οργή του Θεού.

Αυτό το σύμπλεγμα ενοχής έφτιαξε πολιτισμό, δεν είναι μια θεωρία απλώς. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Δυτικός Πολιτισμός» θεμελιώθηκε πάνω σ’ αυτό το σύμπλεγμα ενοχής. Η αθεΐα μόνο σε έναν τέτοιο πολιτισμό μπορεί να εμφανιστεί, ως απελευθέρωση του ανθρώπου, από τα δεσμά της τιμωρίας. Η αμαρτία έπαψε πλέον να λειτουργεί ως αποτυχία, όπως την αντιλαμβάνεται η Πατερική Ανατολική Θεολογία (πέφτω, σηκώνομαι, ξαναπέφτω, ξανασηκώνομαι, αποτυγχάνω, προσπαθώ να επιτύχω, ξαναποτυγχάνω, ξαναπροσπαθώ να επιτύχω), και πήρε την έννοια της παραβάσεως, μιας παραβάσεως που συνοδεύεται με όλα τα συμπλέγματα ενοχής που διαμορφώνει στον άνθρωπο, και κυρίως το φοβερό σύμπλεγμα ενός σαδιστή πατέρα, που θυσιάζει τον γιο του για να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη του και που ενώ καλεί τον άνθρωπο να είναι συγχωρητικός αυτός ο άπειρος και τέλειος δεν μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο.

Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους διαμορφώνονται – διαμορφώθηκαν επί αιώνες και εξακολουθούν να διαμορφώνονται – από αυτά τα συμπλέγματα, από αυτή την ερμηνεία. Κι αυτό συμβαίνει είτε την δέχεσαι αυτή την ερμηνεία είτε την αρνείσαι. Πάλι εξαρτάσαι από την ερμηνεία. Είτε δηλαδή δέχεσαι αυτόν το Θεό τον τρομοκράτη, είτε τον αρνείσαι, αυτόν τον τρομοκράτη Θεό στην ουσία δέχεσαι ή αρνείσαι. Αυτό έχει ως συνέπεια να αγνοείς τον Θεό και να μην γνωρίζεις ποτέ ποιος είναι, αφού ούτε τον Θεό γνωρίζεις όταν τον δέχεσαι, ούτε τον Θεό αρνείσαι αφού δεν ξέρεις τι αρνείσαι. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν γνωρίζουμε πότε η ανθρωπότητα θα μπορέσει να δραπετεύσει και να βγει από αυτόν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Δημήτρης Μαυρόπουλος, «Διερχόμενοι διά του Ναού», εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2009

  2. Σχολικό Εγχειρίδιο Θρησκευτικών «Εκκλησία, η νέα κοινωνία σε πορεία» Γ΄γυμνασίου, 1999

  3. Βικιλεξικό (για τη λέξη αμαρτία)

4. christianvivliografia.wordpress.com (για τον σχολαστικισμό)

http://antiairetikos.blogspot.gr/

Ο Άθως και το Θαβώρ (Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου)


IMG_0876

Από αιώνες, κάθε χρόνο, την παραμονή της Μεταμορφώσεως, αρκετοί μοναχοί αναχωρούν από την Μεγίστη Λαύρα με ζώα φορτωμένα με τρόφιμα, σκεπάσματα και λειτουργικά σκεύη και ανεβαίνουν προς την «’Αγίαν κορυφήν» του Άθωνα, σε ύψος 2.033 μέτρων, επάνω από τα σύννεφα, όπου βρίσκεται ένα μικρό παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Εκεί, την άλλη μέρα το βράδυ, θα κάνουν την ολονύχτιον αγρυπνίαν με τρόπο παρόμοιο προς όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Ανεβαίνοντας σιγά-σιγά, όπως τότε, οι Απόστολοι ανέβαιναν με τον Ίησούν «εις όρος υψηλόν» (Ματθ. 17, 1), ψάλλουν τους προεόρτιους ύμνους στο ρυθμό των κωδωνίσκων των μουλαριών: «Δεύτε συνανέλθωμεν τω Ιησού αναβαίνοντι εις το όρος το άγιον…».

Στον δρόμο, μοναχοί από διάφορα μέρη του Όρους και προσκυνηταί ποικίλων εθνοτήτων, συνάπτονται μαζί τους, και αυτή η πομπή που συναποτελείται ομοιάζει τότε με τους Εβραίους που συγκεντρώνονταν από όλα τα μέρη της Παλαιστίνης μαζί με τους προσήλυτους για να εορτάσουν εις τον οίκον Κυρίου εις την Σιών (βλ. Β΄ Παραλ, 30,25). «Εκεί γαρ ανέβησαν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτύριον τω Ισραήλ, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι Κυρίου» (Ψ. 121,4).

gallery_file_1628_b

Αυτή η «αγία Κορυφή», η οποία τακτικά ενδύεται με λαμπρό χιόνι, που άλλοτε αντανακλά τις ακτίνες του ηλίου και άλλοτε κρύβεται υπό την νεφέλη, ήταν προορισμένη να γίνη «Όρος του φωτός»· διότι η αρχαία λέξις «αίθων» σημαίνει: πυρώδης, αναλαμπών, αστράπτων…

mqdefault

Η κορυφή κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των αγιορειτών. Βλέπουν αυτό το όρος σαν τον άξονα του κόσμου, που ενώνει τον ουρανό και την γη, σαν τον στύλον διά του οποίου οι προσευχές τους αναβαίνουν προς τον Θεόν, σαν το υποπόδιον του Θεού, σαν την εκλεκτήν κατοικίαν της Παντανάσσης, της «Μητρός του Φωτός».

Αναρίθμητες εικόνες ή χαλκογραφίες δείχνουν την Παναγίαν στον ουρανό, πάνω από την χιονισμένη κορυφή του Άθωνος, που εξαπλώνει στον κόσμο το Μαφορίον της, την «αγίαν Σκέπην» της προσευχής της.

afon

Εκεί επίσης, κατά μια αρχαία και αδιάρρηκτη παράδοση, οι μοναχοί αναβαίνουν μερικές φορές για ένα προσωπικό προσκύνημα, για να προσευχηθούν πλησιέστερα προς τον ουρανό και για να λάβουν από τον θεόν μια πληροφορία για τις αποφασιστικές στιγμές της ζωής τους.

Εκεί, στον δέκατο αιώνα, εν ημέρα Μεταμορφώσεως, ο κτίτωρ της μονής των Ιβήρων, όσιος Ευθύμιος, είδε το φως του Θεού να εξαστράπτει ως πυρ φλέγων ενώ λειτουργούσε: «αίφνης φως αμέτρητον περιήστραψεν άπαντας και σεισμός εγένετο και όλοι έπεσαν πρυνείς κατά γης. Μόνος δε ο μακάριος Ευθύμιος ίστατο, φαινόμενος ως στύλος πυρός και μένων ακίνητος προ του ιερού θυσιαστηρίου».

Τέσσερεις αιώνες αργότερα, η Παναγία εμφανίστηκε στον άγιον Μάξιμον τον Καυσοκαλυβίτην μέσα σε άφθονο θείο φως και αρώματα, κρατώντας στην αγκαλιά της τον Κύριον, που ευλόγησε τον άγιον και τον γέμισε με θείαν αγαλλίασιν. Εκεί ακόμα, υστέρα από αιώνες τέτοιων γεγονότων που έμειναν κρυφά, ο Γέρων Ιωσήφ (+ 1959), ο μέγας ησυχαστής και πραγματικός πατήρ της σημερινής αναγεννήσεως της παραδόσεως της νοεράς προσευχής στο Άγιον Όρος, συνάντησε τον συνασκητή του, τον Γέροντα Αρσένιον (+1983) και άρχισε την ζωή σκληρού αγώνος και περιπλανήσεως στις κλιτύς του Άθωνος. Και από την κορυφήν αυτήν, μία μέρα, που είχε φθάσει στην απελπισία, μια λαμπρή ακτίνα φωτός εξήστραψε και μπήκε στην καρδιά του. Και από τότε, όπως σ’ ένα Θαβώρ, ο νους του δεν σταμάτησε να μένει διαρκώς με τον Ιησούν ενωμένο μέσα στην καρδία του.

Υπάρχει επίσης η διήγησις ότι επτά ασκηταί ζουν σ’ αυτά τα ύψη γυμνοί και άγνωστοι και διατηρούν διά μέσου των αιώνων, από γενεά σε γενεά, την μυστική παράδοση της ασκήσεως και της θεωρίας.

Μύθος ή αλήθεια η διήγησις αυτή δείχνει ακριβώς πόσο κεντρική είναι η θέσις της «Αγίας Κορυφής» στην συνείδηση και στην ζωή των αγιορειτών. Γι’ αυτό το μικρό παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως και δίπλα του ο πελώριος σιδερένιος σταυρός, που στέκονται σ’ αυτόν τον στενό βράχο, έχουν μια ιδιαίτερη συμβολική αξία και δείχνουν, σαν δύο σημεία, στον ουρανό και στον κάτω κόσμο, τα δύο χαρακτηριστικά της μοναστικής πολιτείας, η οποία είναι βίωσις του σταυρού, εκουσία και αδιάλειπτη συμμετοχή στο πάθος του Κυρίου, και είναι ταυτόχρονα η οδός της θεώσεως, μια ζωή μέσα στο φως της εσχατολογικής δόξης, που απεκάλυψε ο Χριστός, για μια στιγμή, στους Αποστόλους του, πάνω στο όρος Θαβώρ. Όπως ο Κύριος ανέβηκε στο όρος «κατ’ ιδίαν» με τους εκλεκτούς Μαθητές για να προσευχηθεί (Λουκ. 9, 28), έτσι και οι μοναχοί, απαρνούμενοι τον κόσμο, ζουν στον Άθωνα «εν ησυχία και προσευχή», ζουν εδώ και τώρα, μέσα στο φως της Μεταμορφώσεως. Ο Άθως είναι για αυτούς Θαβώρ, προτύπωσις της βασιλείας των ουρανών.

Στην δύση του Βυζαντίου, όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο αγιορείτης και μέγας διδάσκαλος του θείου φωτός, αγωνίστηκε εναντίον των ουμανιστών για την υπεράσπιση των ησυχαστών και την υποστήριξη της ορθοδόξου διδασκαλίας περί της θεώσεως του ανθρώπου — δηλαδή της πραγματικής συμμετοχής του στην ζωή του Θεού διά μέσου της ακτίστου χάριτος— το θέμα της Μεταμορφώσεως και της φύσεως του Θαβωρίου φωτός βρισκόταν στο κέντρο της διαμάχης. Σ’ όλα τα έργα τους, ο άγιος Γρηγόριος και οι ομόφρονές του, κάνουν αναρίθμητες αναφορές σ’ αυτό το θείο γεγονός και δείχνουν ότι η Μεταμόρφωσις του Κυρίου, ως πρότυπον της δικής μας θεώσεως, είναι κατ’ εξοχήν η εορτή του μοναχισμού, η πανήγυρις του Αγίου Όρους. Για χρόνια ο άγιος Γρηγόριος είχε ζήσει στους πρόποδες του Άθω, στην Μ. Λαύρα, και ως ησυχαστής στο υψηλότερα ευρισκόμενο κελλίον του αγίου Σάββα. Γι’ αυτόν όπως και για κάθε σύγχρονο αγιορείτη, ο Άθως ταυτίζεται με το Θαβώρ και με κάθε «όρος του Θεού», όπου ό Θεός αποκαλύφτηκε στους ανθρώπους. Γιά αυτούς είναι και Όρος Σιών, και όρος Σινά, όρος Κάρμελ, όρος των Ελαιών και όρος του Γολγοθά. Είναι επίσης παρόμοιο με όλα τα «άγια όρη» όπου ο Κύριος κατοίκησε «εν τοις αγίοις αυτού» (Ψ. 150,1) «εν αυναγωγή θεών» (Ψ.81,1), όμοιο με το όρος του Ολύμπου της Βιθυνίας, από το οποίο προήλθαν οι πρώτοι αγιορείτες, με το όρος του Λάτρου, με το όρος του Γάνου, με το βουνό του Αγίου Αυξεντίου και με όλα τα ένδοξα μοναστικά Κέντρα της Μικράς Ασίας• με τα άγια όρη της Ελλάδος, και παραλληλίζεται τέλος με το όρος του Ολύμπου – της αρχαίας κατοικίας του δωδεκαθέου. Συγγενεύει με τους ιερούς βράχους των Μετεώρων, όπου στον πιο ψηλό βράχο βρίσκεται κτισμένο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως, με τα όρη της Πελοποννήσου, της Μακεδονίας, των Καρπαθίων, της Σερβίας, της Αρμενίας με το σεβαστό Αραράτ, τα Καυκάσια όρη· με τα όρη της Ρωσσίας και με το μικρό «Άγιον όρος» του αγίου Σεραφείμ στο δάσος του Σαρώφ· με το Μοnte Cassino του αγίου Βενεδίκτου, με το όρος του Μερκουρίου —φρούριο των βυζαντινών ασκητών στην Καλαβρία—, και με όλα τα άγια όρη της ορθοδόξου Δύσεως. Ο Άθως ταυτίζεται λοιπόν με όλ’ αυτά τα όρη που έγιναν Θαβώρ, για τους μοναχούς όλων των αιώνων, και που «μεταναστεύουν εκεί ως στρουθία» (Ψ. 10,11).

Σ’ αυτήν την νύχτα, μέσα στο στενό παρεκκλήσι, όπου μόνον λίγα πρόσωπα μπορούν να χωρέσουν, ενώ οι άλλοι προσπαθούν να ζεσταθούν λιγάκι δίπλα στη μεγάλη φωτιά που καίγεται απ’ έξω, οι φωνές των ψαλτών γίνονται σάλπιγγες της Εκκλησίας, που ανακηρύττουν στον κόσμο το μήνυμα του αϊδίου φωτός.

ΠΗΓΕΣ. (“Η βίωσις της Μεταμορφώσεως στη ζωή του αγιορείτου μοναχού”. -απόσπασμα- από τον Τόμο, «Μεταμόρφωση», εκδ. Ακρίτας, σ. 121-125)-ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΘΗΡΑΣ

https://fdathanasiou.wordpress.com/

ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ;


Το δικαίωμα της γνώμης είναι αδιαπραγμάτευτο στην εποχή μας. Ο καθένας έχει άποψη και ζητά την ελευθερία να την εκφράζει. Κάποτε ζητά από τους άλλους να την ενστερνιστούν, καθότι θεωρεί τον εαυτό του αυθεντικό εκφραστή της αλήθειας. Του είναι δύσκολο να κάνει πίσω, να θέσει τη γνώμη του στη κριτική των άλλων, να επιχειρηματολογήσει υπέρ της και να αποδομήσει τα επιχειρήματα των άλλων. Και αυτό διότι η γνώμη συνήθως έχει έναν χαρακτήρα αποσπασματικό. Δεν στηρίζεται στη συνολική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά σε μία πλευρά τους, με αποτέλεσμα ούτε αυτός που την εκφράζει ούτε αυτοί που έχουν ανάλογη αποσπασματικότητα στη σκέψη τους να μπορούν να σχηματίσουν ολοκληρωμένη άποψη περί του τι είναι αλήθεια.  Και δεν είναι μόνο αυτό. Όσοι ταυτίζουν την αλήθεια με την έννοια της γνώμης παραθεωρούν ή αγνοούν ότι η αλήθεια είναι εμπειρία, βίωση του αυθεντικού. Τη ίδια στιγμή αλήθεια είναι η μη λήθη, η διατήρηση στη μνήμη του αυθεντικού που είναι πλήρες και όχι μερικό. Και επειδή οι ανθρώπινες δυνατότητες είναι πεπερασμένες, η αλήθεια του καθενός όταν περιορίζεται στο μερικό, στο μη βιωματικό και δεν αναδεικνύει τα όρια της μνήμης γίνεται δογματισμός και όχι αυθεντικότητα.

          Η απολυτοποίηση της αλήθειας μας γίνεται όταν δεν υπάρχει αγάπη και ταπείνωση. Γιατί η αλήθεια γνωρίζεται από αυτόν που αγαπά, δηλαδή κάνει έξοδο από τον εαυτό του, από το εγώ του, αποφασίζει να δει τα πράγματα όχι μόνο με τις λέξεις, αλλά με τα νοήματά τους. Και την ίδια στιγμή, έχει την ταπείνωση να μην θεωρήσει τον εαυτό του κριτήριο της αυθεντικότητας των όσων πιστεύει και βιώνει, αλλά να τον εντάσσει στο εμπειρικό σώμα που έχει πιστέψει και βιώσει το ίδιον ή ό,τι το πιστοποιεί. Σε ό,τι αφορά τον Θεό και την πίστη αυτό το εμπειρικό σώμα είναι η Εκκλησία. Η ζώσα κοινότητα. Αυτή που ξεκινά από το μυστήριο της Ευχαριστίας, αλλά και την ίδια στιγμή αναβαπτίζεται στην παράδοση τόσο των λόγων όσο και των βιωμάτων των Πατέρων και των Αγίων. Η Εκκλησία η οποία δεν είναι έτοιμη να κατακρίνει, αλλά να αγαπήσει. Ζητά την αλήθεια που ελευθερώνει από το γράμμα, χωρίς να το καταργεί,  και οδηγεί στο πνεύμα. Και η Εκκλησία είναι χώρος σύνθεσης που οδηγεί στην ενότητα. Ακόμη και όσα απορρίπτει ως μη αυθεντικά η Εκκλησία, δεν έχει ως κριτήριό της την έπαρση ή την αυτοδικαίωση, αλλά την κατάδειξη ότι δεν συμφωνούν με την εμπειρία και την πίστη της. Και έτσι δεν κηρύττει η Εκκλησία αφορισμό των ανθρώπων που ο δικός τους τρόπος προσέγγισης της αλήθειας είναι μη αυθεντικός, αλλά τους προσκαλεί σε μετάνοια. Σε επαν- ένταξη στο σώμα της. Εκεί όμως όπου υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, κυρίως στο λεκτικό επίπεδο ή στον τρόπο βίωσης της αλήθειας, η Εκκλησία αφήνει την διαφορετικότητα να στολίσει με ποικιλία τη ζωή της. Γι’  αυτό και στην ίδια Εκκλησία συνυπάρχουν η ακρίβεια με την οικονομία, η αυστηρότητα με την επιείκεια, η ομολογία του Συμβόλου της πίστεως που είναι η αυθεντική έκφραση της εκκλησιαστικής αλήθειας και παράδοσης και την ίδια στιγμή η δυνατότητα ερμηνειών που όταν δεν είναι αντίθετες αλλά συμπληρωματικές της παράδοσης, είναι καλοδεχούμενες, διότι εκφράζουν την εμπειρία και τη χαρισματικότητα των προσώπων που ερμηνεύουν και ζούνε. Γι’  αυτό και η Εκκλησία απολαμβάνει την πληθωρικότητα των πατερικών ερμηνειών στον λόγο του Ευαγγελίου και στη διδασκαλία της. Όταν οι Πατέρες διατύπωναν τις ερμηνείες και τις γνώμες, οι ίδιοι και οι ερμηνείες τους κρίνονταν από το σώμα του Χριστού που ζούσε στο παρόν τους. Οριστικά όμως καθιερώθηκαν μετά τον θάνατό τους, όταν το έργο τους μπορούσε πλέον να ιδωθεί συνολικά και όχι αποσπασματικά. Γι’  αυτό και πατερικές διδασκαλίες και συμπεριφορές, παρότι απορρίφθηκαν εκ των υστέρων, δεν έκαναν την Εκκλησία να απορρίψει τα πρόσωπα, αλλά την άφησαν να συμπεριλάβει στις δέλτους της ως αγίους αυτούς που διατύπωσαν και έζησαν εν αγάπη και αληθεία. Τα παραδείγματα των αγίων Γρηγορίου Νύσσης και του ιερού Αυγουστίνου είναι χαρακτηριστικά.

         Στο παρόν ζούμε τον πειρασμό του σχίσματος. Βλέποντας αποσπασματικά και μονομερώς, χωρίς να έχουμε την αγάπη και την ταπείνωση αυξημένες και καλλιεργούμενες, νομίζουμε ότι η αλήθεια μας είναι το παν και θεωρούμε ότι έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα. Να διαγράφουμε πρόσωπα, να απολυτοποιούμε τους τρόπους μας, να εκμεταλλευόμαστε τα χαρίσματά μας για να αποκτήσουμε οπαδούς, να υποσχόμαστε παράδεισο και να απειλούμε με κόλαση, να ειρωνευόμαστε και να αδιαφορούμε και την ίδια στιγμή να παύουμε να λειτουργούμε με αγάπη στο όνομα του Χριστού. Ερμηνεύοντας τον λόγο του αποστόλου Παύλου «παρακαλώ υμάς, αδελφοί, δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη» (Α’  Κορ. 1, 10), «σας ζητώ, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι, με μία σκέψη και με ένα φρόνημα», ως απαίτηση να είναι όλοι σύμφωνοι με αυτό που εμείς πιστεύουμε και όχι με αυτό που αποδέχεται, ζει ή και ανέχεται η Εκκλησία, είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε ή να διασπάσουμε το σώμα του Χριστού, κατηγορώντας τους άλλους ως λιγότερο αυθεντικούς ή ως χαλασμένους και αιρετικούς. Όμως ο λόγος του Παύλου είναι λόγος αγάπης και καταλλαγής. Θέλει να καταδείξει ότι κέντρο της ζωής όλων είναι ο Χριστός, ο Οποίος δεν χωρίζεται και σημείο αυθεντικής βίωσής Του είναι ο σταυρός, δηλαδή η θυσία της αγάπης και η αλήθεια που γίνεται θάνατος για εμάς και όχι για τους άλλους.

           Θέαση της ζωής και των πάντων με γνώμονα τον Χριστό, τη διδασκαλία και την εμπειρία Του, αγάπη και ταπείνωση στον τρόπο που βλέπουμε την αλήθεια και σεβασμός στους άλλους και την δική τους αλήθεια είναι τα κριτήρια που θα μας βοηθήσουν να είμαστε εντός της Εκκλησίας. Η άρνηση της αυθεντοποίησης του εαυτού μας, η άρνηση του να θεωρούμε τους εαυτούς μας σωτήρες, η άρνηση να αυτοδιακρινόμαστε σε καθαρούς, αγίους και αυθεντικούς είναι τελικά το κλειδί για να μη γίνεται η αλήθειά μας ολοκληρωτισμός, φανατισμός και τελικά αιτία σχισμάτων, τα οποία και διαμοιράζουν τα ιμάτια του Χριστού και οδηγούν στην απώλεια.

Κέρκυρα, 14 Αυγούστου 2016

 π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΕΙ ΤΙΝΟΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΜΕΝΕΙ, Ο ΕΠΩΚΟΔΟΜΗΣΕ, ΜΙΣΘΟΝ ΛΗΨΕΤΑΙ


Οι άνθρωποι επιθυμούμε τα έργα μας και οι κόποι μας να αναγνωρίζονται. Όσοι πιστεύουμε στον Θεό έχουμε την ελπίδα ότι ακόμη κι αν σ’  αυτή τη ζωή βρούμε αχαριστία ή αδιαφορία από τους συνανθρώπους μας, ο Θεός δε θα λησμονήσει τις προσπάθειές μας και θα μας δώσει την ανταπόδοση στην αιωνιότητα. Μπορεί ο λογισμός να μας κατατρώγει, αλλά καλλιεργούμαστε και στην υπομονή. Εκεί που δυσκολευόμαστε πάντως είναι όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν τα έργα μας. Και κάνουμε αγώνα ώστε να τους πείσουμε για την αξία τους, για τον κόπο που έχουμε καταβάλει, για τη σημασία του να υπάρχει δικαιοσύνη στη ζωή και ό,τι αξίζει να γίνεται αποδεκτό. Κάποτε ο εγωισμός μας θίγεται και παραπονιόμαστε για τη στάση των άλλων. Μεταφέρουμε και τα παράπονά μας στον Θεό, στην προσευχή μας. Αισθανόμαστε δηλαδή αδικημένοι και ζητούμε προστασία ή μισθό.

                Αν για τα υλικά μας έργα, αν για τον τρόπο που φερόμαστε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, για την προσφορά μας στους άλλους, για τις δημιουργίες μας, για τα επιτεύγματά μας ζητάμε την αναγνώριση, θα είχε ενδιαφέρον ο προβληματισμός μας σχετικά με τα πνευματικά έργα, αυτά δηλαδή που αναφέρονται στη σχέση μας με τον Θεό. Εκεί βλέπουμε ότι συνήθως υστερούμε. Ακόμη και αν λειτουργούμε φαρισαϊκά, αυτοδοξαστικά, κατανοούμε ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε τον Θεό ή να εκπληρώσουμε ακόμη και τα ελάχιστα. Είναι τα πάθη μας τα οποία μας κατατρώγουν, με αποτέλεσμα να αντιδρούμε, ανάλογα ο καθένας με τον χαρακτήρα του, ποικιλοτρόπως.

                Υπάρχουν αυτοί που μένουν στην επιφάνεια της συνήθειας στη σχέση με τον Θεό. Τους είναι αρκετή η εξωτερική τήρηση των εντολών, κατά την παράδοση, όπως έμαθαν. Η σχέση με τον Θεό έχει να κάνει με τη συμμετοχή στις γιορτές, με την τήρηση εθίμων, με ψήγματα πνευματικής ζωής, όπως είναι η νηστεία, με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι». Επειδή αυτά σε γενικές γραμμές τηρούνται, ανεξαρτήτως πνευματικού βάθους, οι τηρητές μένουν ευχαριστημένοι. Μάλιστα, θεωρούν ότι απέναντι στον Θεό είναι «εντάξει». Κάποτε καθησυχάζουν και τη συνείδησή τους, όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με εκείνους που δεν έχουν καθόλου σχέση με τον Θεό και την εκκλησιαστική συνήθεια και παράδοση. Βέβαια, καταλαβαίνουν ότι δε φτάνουν αυτοί οι τρόποι για να νικήσουν τον θάνατο και έχουν ανησυχία κατά βάθος και φόβο. Ενώ προσδοκούν μισθό ανταπόδοσης από τον ουρανό, διότι τουλάχιστον δεν έβλαψαν και προσπάθησαν να είναι τυπικοί, αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στο δυσκολότερο γεγονός της ζωής που είναι το τέλος της και πάντοτε φοβούνται ότι τα έργα τους μπορεί και να μη φτάνουν για την αιωνιότητα, όμως δεν έχουν διάθεση να μπούνε σε μία πιο ουσιαστική πνευματική πορεία.

Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν αποτινάξει τον ζυγό του Θεού.Είναι όσοι πιστεύουν στον εαυτό τους, στη δύναμη της κοσμικής ζωής, στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Αυτοί που θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να ζήσουν, επειδή το τέλος είναι αναπόφευκτο και γι’  αυτό μπροστά στον θάνατο είτε καταρρέουν είτε συμβιβάζονται καθώς έχουν αποφασίσει ότι τα πάντα οδηγούνται προς το μηδέν. Σημασία έχει να περνάμε καλά σ’  αυτήν εδώ τη ζωή, να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να είμαστε χαρούμενοι, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, χωρίς να πιεζόμαστε θρησκευτικά. Στην καλύτερη περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί έχουν ένα διανοουμενίστικο προσανατολισμό. Αγαπούνε την τέχνη, τις ιδέες, τη γνώση και νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει το νόημα της ζωής επαρκώς. Η πνευματικότητα είναι θέμα εγκεφαλικό και ευαισθησίας έναντι του κόσμου. Είναι ακολούθηση αιτημάτων όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η γνώση, το στυλ.

Υπάρχουν, τέλος, και εκείνοι, οι οποίοι είναι συνήθως λιγότεροι και οι οποίοι προσπαθούν να δούνε τη σχέση με τον Θεό σε βάθος. Αυτό συνεπάγεται την αυτογνωσία και την αυτοκριτική από την μία και από την άλλη ένα αίσθημα μετανοίας συνεχούς, δηλαδή εκζητήσεως του ελέους του Θεού για όσα δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν ή δεν κατενόησαν. Την ίδια στιγμή την καρδιά τους συνέχει η αγάπη, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Η προσευχή και η ευσπλαχνία. Η παράδοση στο έλεος του Θεού από την μία και ο αγώνας για έναν κόσμο με περισσότερη αγάπη από την άλλη. Η ταυτόχρονη στροφή εντός δίνει στους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να αφήσουν τον Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να μιλήσει στην καρδιά τους και να νοηματοδοτήσει όπως Εκείνος γνωρίζει τη ζωή τους.

Στην αγωνία λοιπόν για τη δικαίωση αναφορικά με τα έργα της ζωής μας η Εκκλησία απαντά δια του Αποστόλου Παύλου: «Ει τινός το έργον μένει, ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός  (Α’  Κορ. 3, 15) Αν το έργο που έχτισε κάποιος αντέξει, αυτός θα λάβει μισθό. Αν όμως το έργο του καταστραφεί από τη φωτιά, αυτός θα χάσει την αμοιβή του, ο ίδιος όμως θα σωθεί, όπως ένας που περνάει μέσα από τις φλόγες. Μισθό λοιπόν και ανταπόδοση θα λάβει όποιος δει το έργο του να μένει στις καρδιές των ανθρώπων. Όποιος  δηλαδή αγάπησε τον Θεό και τον πλησίον, έκανε την αυτοκριτική του και πέρασε εν μετανοία τη ζωή του, μην αφήνοντας τα πάθη να τον νικήσουν. Όποιος έζησε επιφανειακά, κατά τη συνήθεια ή έβαλε στοιχεία αυτοδικαίωσης στα έργα του, αυτά δε θα μείνουν. Ο ίδιος όμως μπορεί να σωθεί, διότι η αγάπη του Θεού είναι τέτοια που δίνει έλεος ακόμη και στον ελάχιστο. Όσοι μένουν όμως σε μία ζωή χωρίς Θεό, διατρέχουν τον κίνδυνο να απομείνουν εδώ, σ’  αυτή τη ζωή και να μην μπορέσουν να αναγνωρίσουν τον Θεό στην αιωνιότητα. Γι’  αυτό χρειάζεται ο τρόπος και ο δρόμος της Εκκλησίας, η οποία, δια της πίστεως, δίνει ελπίδα και ζωή.

Κέρκυρα, 21 Αυγούστου 2016

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΟΥΚ ΕΧΡΗΣΑΜΕΘΑ ΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΑΥΤΗ


 Ο πολιτισμός μας σήμερα είναι των δικαιωμάτων. Κι ας καταπατούνται εμφανώς τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό (ιδίως με τη βοήθεια της τεχνολογίας, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αισθάνεται ελεύθερος πουθενά, καθώς του δίνει τα εργαλεία με αντάλλαγμα την παρακολούθησή του από το ηλεκτρονικό σύστημα). Ο άνθρωπος θεωρεί ότι δικαιούται εκτός από τις ατομικές ελευθερίες και τη δυνατότητα επιλογής στη ζωή του για τις κύριες κατευθύνσεις της (εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις), να κάνει πράξη το θέλημά του. Να πορεύεται κατά τις επιθυμίες του. Σταθμίζει μάλιστα το τι του επιτρέπεται σε συνδυασμό με τι τον ευχαριστεί και θέτει ως κέντρο της ζωή του το εγώ του, τον εαυτό του. Η αναφορικότητά του δεν είναι οι άλλοι, αλλά ζητά από τους άλλους να αναφέρονται σ’  αυτόν, να σκέπτονται όπως θέλει ο ίδιος, να πράττουν όπως θέλει ο ίδιος, να αποδέχονται και αν απορρίπτουν αυτούς που αποδέχεται και απορρίπτει. Γι’  αυτό και ολόκληρο το σύστημα του πολιτισμού μας ενισχύει το ανθρώπινο θέλημα. Το καθιστά πρωταγωνιστή. Το καλλιεργεί με τη διαφήμιση και τα προϊόντα και τις τεχνητές ανάγκες. Και το συνδέει με την εξουσία του ανθρώπου στον εαυτό του και στους άλλους. Διότι δικαιούμαι σημαίνει ότι έχω την εξουσία δια του θελήματός μου να οικειοποιηθώ  αυτό που ζητώ.

           Το δικαίωμα, η εξουσία και το θέλημα υπάρχουν και στην πνευματική ζωή. Οι χριστιανοί δικαιούμαστε τη σωτηρία. Δικαιούμαστε να είμαστε παιδιά του Θεού. Δικαιούμαστε την αγάπη και τη στοργή της Εκκλησίας. Δικαιούμαστε κάποτε να απολαμβάνουμε και υλικά αγαθά και αναγνώριση από τους άλλους για την πνευματική μας προσπάθεια, για τους κόπους μας γι’  αυτούς, για τα χαρίσματα που τα αξιοποιούμε προς όφελός τους. Και κάποτε, ιδίως οι πνευματικοί ταγοί, οι επίσκοποι, οι κληρικοί, οι μοναχοί, έχουν από την Εκκλησία το εξουσιαστικό προνόμιο, αυτό που δικαιούνται, να απολαμβάνουν. Μπορεί στην εποχή μας αυτή η εξουσία να αντιμετωπίζεται απο τους εκτός Εκκλησίας με όρους ειρωνείας και από κάποιους, εντός Εκκλησίας, με σκεπτικισμό. Όμως έχει δοθεί, από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης ακόμα,  στους εργάτες του Ευαγγελίου  το προνόμιο της άσκησής της. Και ο άνθρωπος της εξουσίας και του δικαιώματος καλλιεργεί με αυτό τον τρόπο το θέλημα του. Ακόμη κι αν μία από τις εντολές της πίστης είναι η εκκοπή του θελήματος, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ταγών, υπάρχει ελευθερία.  Κι αυτό διότι είναι ένας συμβολικός και συνάμα ουσιαστικός τρόπος πραγμάτωσης μιας ιεράρχησης ρόλων και διακονιών στη ζωή της Εκκλησίας, που δίδονται όμως ή θα έπρεπε να δίδονται κατά τα χαρίσματα των ανθρώπων.

        Υπάρχει όμως και μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου. Απευθυνόμενος στους Κορινθίους περιγράφει τα δικαιώματά του στη ζωή της Εκκλησίας, τι του δίδεται από την παράδοση, αυτονόητα στοιχεία τα οποία κανονικά ουδείς έπρεπε να τα αμφισβητεί, από τη στιγμή που ήταν Απόστολος και ιδρυτής της εκκλησίας της Κορίνθου. Τέτοια δικαιώματα ήταν η καθημερινή διατροφή, το να έχει σύζυγο, το να μην εργάζεται χειρωνακτικά, αλλά να λαμβάνει τα προς το ζην από τη χριστιανική κοινότητα, το να μην ξοδεύει τα όσα προσποριζόταν από την εργασία του (του σκηνοποιού) για το ιεραποστολικό έργο. Τα σαρκικά έργα, τα έργα της καθημερινότητας, όφειλε η κοινότητα των Κορινθίων να του τα εξασφαλίσει. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινά δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού», αναφωνεί ο Παύλος (Α’  Κορ. 9, 12). «Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση, για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού».  Κι έτσι ο Παύλος με μία άρνηση – «ουκ εχρησάμεθα»- περιγράφει την παραίτησή του από το δικαίωμα και την εξουσία και την μετατροπή του θελήματός του σε αγάπη για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, αλλά και σε απόφαση να μην είναι ο ίδιος και τα δικαιώματά του προσκόμματα στην πορεία των ανθρώπων για σωτηρία.

          Ο Παύλος είναι γνώστης της μεμψιμοιρίας των Κορινθίων χριστιανών.  Δεν τη συμμερίζεται. Απαντά με επιχειρήματα σ’  αυτήν. Την αντιμετωπίζει όμως και με τον τρόπο του αναπάντεχου. Παραιτείται από αυτό που δικαιούται. Δεν το κάνει για να τους δείξει ότι είναι άγιος. Για να τον επιδοκιμάσουν. Τους δείχνει όμως ότι δεν έχουν πλέον καμία δικαιολογία για να μην αποδεχτούν τον τρόπο του Ευαγγελίου, αλλά και εισέρχεται στην καρδιά τους. Τους απογυμνώνει από την φλυαρία της κατάκρισης. Τους υποδεικνύει ότι ασχολούνται με μάταια θέματα. Παραβλέπουν την παράδοση και την αλήθεια που η πίστη διασώζει. Δε σέβονται την ιεράρχηση των προσώπων, αλλά και τη διακονία τους στην Εκκλησία. Και αφήνουν τους λογισμούς τους να  ταλαιπωρούνε την ύπαρξή τους με θέματα ανούσια, όπως το ποιος δικαιούται και τι , ποιος πρέπει να εξουσιάζει και γιατί. Ο χριστιανός δεν εκλήθη εντός της Εκκλησίας να ασχολείται με τα δικαιώματα. Εκλήθη να πίνει το ποτήριο του Χριστού, δηλαδή να σηκώνει σταυρούς και να βοηθά τους άλλους να σηκώσουν τους δικούς τους. Εκλήθη να αγαπά. Εκλήθη ακόμη να υπερβαίνει τον εαυτό του. Να παραιτείται και από τα δικαιώματά του αν χρειαστεί. Επειδή αγαπά. Επειδή θέλει να μοιάσει στον Χριστό.

            Ο τρόπος του Παύλου είναι ο τρόπος της αληθινής αγάπης. Είναι αυτός που δεν νικιέται από το πνεύμα της εξουσίας και την ίδια στιγμή αφήνει στην άκρη το θέλημα. Μπορώ και δικαιούμαι να μη σου μιλήσω, να μη σε συγχωρήσω, να σε απορρίψω. Μπορώ και δικαιούμαι να σε χρησιμοποιήσω. Μπορώ και δικαιούμαι να  πάρω από σένα ό,τι μου χρειάζεται για τα «σαρκικά», τα καθημερινά μου έργα. Γνωρίζω και θα σε βοηθήσω να βρεις τον πνευματικό σου βηματισμό. Όμως ξέρω ότι το θέλημά σου και ο λογισμός σου με αμφισβητούν. Και γίνεται το δικαίωμά μου πρόσκομμα στη σωτηρία σου. Αντί να κοιτάζεις την πνευματική σου πρόοδο, να βλέπεις τον εαυτό σου, ασχολείσαι με μένα και για το αν δικαιούμαι αυτό που μου προσφέρεις υποχρεωτικά. Έτσι, επειδή σε αγαπώ,  παραιτούμαι από αυτό που μου προσφέρεις. Παραιτούμαι από την εξουσία μου.  Και σε αφήνω να ξαναδείς την πορεία σου χωρίς προσκόμματα από εμένα.

            Ο Παύλος, μη κάνοντας χρήση της εξουσίας του, αφήνει τους Κορινθίους και κάθε χριστιανό ενώπιον του θελήματός τους. Ενώπιον της έλλειψης αγάπης. Ενώπιον της ευθύνης τους να δούνε την δική τους σχέση με τον Χριστό και όχι να δικαιολογούνε τους εαυτούς τους κατακρίνοντας τους πνευματικούς τους πατέρες. Ξέρει ότι οι Κορίνθιοι δεν έχουν δίκιο. Τους νουθετεί  και τους αφήνει ελεύθερους να αποφασίσουν τελικά τι έχει σημασία για τη ζωή τους. Η ισότητα των δικαιωμάτων στα σαρκικά ή η αγάπη που κάνει τον άνθρωπο να αναπνέει πνευματικά και αιώνια. Και γίνεται ο τρόπος του Παύλου ένα μήνυμα για την εποχή και τον κόσμο μας. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα. Την εξουσία. Το θέλημα. Προκρίνουμε όμως την αγάπη. Τον προσωπικό κόπο. Την απόφαση να μη γίνεται ό,τι δικαιούμαστε εμπόδιο για τους άλλους. Κι ας κουραστούμε παραπάνω.  Η χάρις του Θεού υπάρχει και κάνει γλυκιά την κούραση. Γλυκιά την μακροθυμία. Γλυκιά την αληθινή ελευθερία από κάθε εξάρτηση, κάθε ανάγκη, πραγματική και τεχνητή. Ακόμη και από ό,τι αισθανόμαστε ότι μας ανήκει. Κι εδώ βρίσκεται ο ύστερος και ωραιότερος δρόμος και τρόπος της Εκκλησίας, που οδηγεί σε έναν αλλιώτικο κόσμο.

Κέρκυρα, 4 Σεπτεμβρίου 2016

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


     Οι άνθρωποι, εκτός από το όνομά μας, έχουμε συνήθως και κάποιον τίτλο. Άλλοι το επάγγελμα ή το λειτούργημά μας. Άλλοι κάποιο από τα ξεχωριστά επιτεύγματά μας. Άλλοι κάποιο παρωνύμιο. Άλλοι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μας. Ο τίτλος επισημαίνει τη διαφορετικότητά μας. Ο τίτλος δείχνει στους άλλους με ποιον τρόπο μπορούν να μας απευθύνονται. Ο τίτλος δείχνει το τι είναι σημαντικό για μας και πώς θέλουμε να μας θυμούνται οι άλλοι. Άλλοτε ο τίτλος έχει τοποθετηθεί ειρωνικά για μας από κάποιους άλλους, προκειμένου να μας μειώσουν, να μας λοιδορήσουν, να γίνουμε εξαιτίας του αφορμή χλεύης ή και γιατί όντως μας αξίζει μια τέτοια προσέγγιση εξαιτίας της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα μας.

          Τίτλους αποδώσαμε οι άνθρωποι ακόμη και στον Θεό. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους τίτλους που δίδονται από όσους Τον αναζητούν και Τον αγαπούν, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. «Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησαΐας, 9,4 ). «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α’  Ιωάν. 4,8) είναι δύο εκφράσεις που περιλαμβάνουν τίτλους αποδοχής. Στο πρόσωπο του Χριστού όμως βλέπουμε και άλλους τίτλους, τους οποίους απέδωσαν σ’  Εκείνον οι άνθρωποι της εποχής Του. «Προφήτης», «Διδάσκαλος αγαθός», «Μεσσίας», από την μία και από την άλλη «παραδομένος στον άρχοντα των δαιμονίων», «πλάνος», «ανήρ αμαρτωλός». Όσοι Τον αγάπησαν έβλεπαν σ’  Αυτόν ένα σημείο του ουρανού μοναδικό, τόσο στον λόγο όσο και στα έργα. Όσοι ελέγχθηκαν από τον λόγο και τα έργα Του, Τον απέρριψαν μετά βδελυγμίας, Τον συκοφάντησαν, Τον ταύτισαν με το κακό και την αμαρτία, διότι δεν ήταν τυπολάτρης. Ο κορυφαίος όμως τίτλος που Του αποδόθηκε ήταν αυτός που έγραψε ο Πόντιος Πιλάτος και τον κάρφωσε πάνω στον Σταυρό. «Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ιωάν.  19, 19).

             «Ιησούς». Το όνομά Του. Σημαίνει «ο Θεός σώζει τον λαό Του». Ο Πιλάτος είχε την αίσθηση ότι κατέγραφε ένα τυπικό ιουδαϊκό όνομα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί το διττό περιεχόμενο του ονόματος. Ότι όντως στο πρόσωπο του Κυρίου ο Θεός θα έσωζε τον λαό Του, μόνο που αυτός ο λαός δε θα ήταν μόνο ο ιουδαϊκός, αλλά σύμπαν το ανθρώπινο γένος. Και από την άλλη ότι ήταν ο ίδιος ο Κύριός μας ο Υιός του Θεού, ο Οποίος έδινε τη σωτηρία. Ένα όνομα που απεικόνιζε ταυτόχρονα και τις δύο διαστάσεις. Ότι ο φέρων αυτό είναι ο παντοκράτωρ λυτρωτής και ότι δι’ Αυτού ο Θεός σώζει τον λαό Του εν Αγίω Πνεύματι, διότι στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μπορεί ο κόσμος να γνωρίσει τον Πατέρα και να κατανοήσει την χάρη του Πνεύματος. Ο Πιλάτος καταγράφει ένα συνηθισμένο όνομα. Για εκείνο ήταν ένας ακόμη καταδικασμένος σε θάνατο άνθρωπος, που θα ξεχνιόταν αμέσως από την αρχοντική, διεφθαρμένη συνείδηση και μνήμη του. Για την Ιστορία όμως και τον κόσμο το όνομα αυτό ήταν το «υπέρ παν όνομα», το οποίο θα εκφράζει το Πρόσωπο που μας λυτρώνει και μας αγιάζει από την αμαρτία και τον θάνατο.

             «Ο Ναζωραίος». Μία έκφραση καταγωγής. Μία ταπεινή πόλη, αδιάφορη για τον Πιλάτο, αλλά και για όλους τους ισχυρούς της γης. Η λάμψη της ανύπαρκτη σε σχέση με την Ιερουσαλήμ, τη Ρώμη, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, τις μεγάλες πρωτεύουσες του τότε κόσμου. Ένα πρόσωπο με άσημη καταγωγή. Όχι ευγενής και αριστοκράτης. Όχι σπουδαστής του παγκόσμιου πολιτισμού. Προερχόμενος από μία γενιά ξεχωριστή για την ιουδαϊκή ιστορία, αλλά ένας ανάμεσα στους πολλούς. Και αναδεικνύεται το ότι δεν είναι η φήμη της καταγωγής που δίνει αξία στο Πρόσωπο, αλλά το Πρόσωπο προσθέτει στην καταγωγή μία λάμψη που κάποτε είναι μοναδική και ανεπανάληπτη στον τόπο καταγωγής. Αυτό συμβαίνει και με την Ναζαρέτ. Από τον Ευαγγελισμό μέχρι την παραμονή του Κυρίου σ’  αυτήν από την επιστροφή Του από την Αίγυπτο και μέχρι να ξεκινήσει το απολυτρωτικό του έργο, ο τόπος αγιάζεται. Όχι όμως οι άνθρωποι που δεν θέλουν. Και γι’  αυτό δε γίνεται δεκτός στην πατρίδα Του. Ο Πιλάτος λοιπόν δείχνει την υποτίμηση με καταγράφοντας την καταγωγή του Κυρίου. Θυμίζει ανεπαίσθητα και την στάση των συμπατριωτών του Κυρίου έναντί του. Δείχνει όμως ότι η χάρις, το ξεχωριστό, το μοναδικό μπορεί να ξεπηδήσει από τον οποιονδήποτε τόπο, διότι είναι θέμα του Προσώπου.

              «Ο βασιλεύς των Ιουδαίων».  Μ’  αυτή τη φράση ο Πιλάτος ολοκληρώνει την λοιδορία στο Πρόσωπο του Κυρίου. Είναι η αιτία της καταδίκης Του στον σταυρικό θάνατο. Ότι εποίησε τον εαυτό Του βασιλιά των Ιουδαίων. Ότι αρνήθηκε την αυθεντία της κοσμικής εξουσίας. Ότι οι συμπατριώτες Του δε θέλησαν να Τον ακολουθήσουν στην οδό της ρήξης με το κράτος. Στην οδό της ρήξης με τις θρησκευτικές τους παραδόσεις. Στην οδό της αγάπης προς όλους. Στην οδό της υπερνίκησης της αμαρτίας. Στην οδό της ανάστασης. Και ο Πιλάτος, ένας ξένος προς τις ιουδαϊκές συνήθειες και παραδόσεις επικυρώνει την καταδίκη του σταυρού και διαγράφει με την πομπώδη φράση  «ο βασιλεύς των Ιουδαίων» τον τολμητία από προσώπου γης. Χωρίς να το καταλαβαίνει ουσιαστικά καταδικάζει τη νοοτροπία των Ιουδαίων ότι ο βασιλιάς τους θα ήταν κοσμικός άρχοντας. Ότι θα ήταν μόνο γι’  αυτούς. Για να αποκαταστήσει την προτέρα δόξα τους και αν τους κάνει κυρίαρχους του κόσμου. Διαλύει τις αυταπάτες τους. Μαζί με την ειρωνική φράση της σταυρικής καταδίκης ο Πιλάτος επάνω στον Σταυρό καταδικάζει όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις οι οποίες ζητούν έναν Θεό στα ανθρώπινα μέτρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να τον χρησιμοποιούν όπως θέλουν. Ταυτόχρονα, χωρίς να το καταλαβαίνει, ο Πιλάτος πάνω στο Σταυρό καταδικάζει το ίδιο το κοσμικό σύστημα το οποίο υπηρετεί, το στηριζόμενο στην εξουσία πάσης μορφής, στην απόλυτη ήττα και συντριβή. Διότι πάνω από την εξουσία θα αναδεχθεί η Αγάπη.

               Η Εκκλησία μας, εορτάζοντας την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και υπενθυμίζοντάς μας τον τίτλο που αποδίδει ο Πιλάτος στον Εσταυρωμένο Κύριό μας, μας δείχνει και ποιος είναι ο τίτλος που ταιριάζει στον ίδιο τον Τίμιο Σταυρό. Είναι το ξύλο της σωτηρίας του κόσμου από τον Θεό, δια του Κυρίου μας. Όποιος από εμάς κάνει το σημείο του Σταυρού επάνω του αναγνωρίζει τον Κύριό μας ως τον σωτήρα του, αλλά και την ίδια στιγμή βλέπει πώς έρχεται η σωτηρία. Δια της αγάπης και όχι δια της εξουσίας. Όχι με την οίηση της καταγωγής, των χαρισμάτων, των θέσεων και των αξιωμάτων, της αποδοχής από τους ανθρώπους, αλλά με την μοναδικότητα του προσώπου μας που ζητά κοινωνία με τον Θεό. Κι αυτή η κοινωνία είναι σταυρός. Είναι αποδοχή του θελήματος του Θεού εν ταπεινώσει που αλλάζει την ύπαρξή μας. Δεν είναι το προσωπικό μας όνομα μόνο που μας περιγράφει, αλλά και το προσωνύμιό μας:  «χριστιανός», ως «ο φέρων τον σταυρό του και ως αυτός που βοηθά και τους άλλους ανθρώπους να φέρουν τον δικό τους σταυρό». Στην πράξη ο Σταυρός γίνεται τελικά ο δικός μας τίτλος. Ο πολυτιμότερος που μας δόθηκε.  Ο τίτλος της σωτηρίας και της αιωνιότητας. Ο τίτλος της αγάπης. Ο τίτλος της πίστης στον Θεό που νοηματοδοτεί αληθινά την πορεία μας. Μέσα από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μπορούμε να ανυψωθούμε κι εμείς προς τον ουρανό. Την αληθινή μας πατρίδα.

Κέρκυρα, 14 Σεπτεμβρίου 2016

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός