Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Οι Άγιοι Πατέρες έχουν το αλάθητο;


Τι είπε ο άγιος Φώτιος για τα λάθη των αγίων Πατέρων. Γιατί δεν είναι αλάθητοι, και πότε;
πηγή: oode

Έχουμε κατ' επανάληψιν μιλήσει για την έννοια της Θείας Αποκάλυψης και της Θεοπνευστίας στην Εκκλησία του Κυρίου σε αυτή την ιστοσελίδα. Έχουμε επίσης πει ότι άλλο πράγμα είναι το "αλάθητο", και άλλο πράγμα η Θεοπνευστία. Και ότι ακόμα και οι άγιοι Πατέρες, έχουν κάποια όρια, στο τι απ' όσα δίδαξαν, αποτελεί Θεία Αποκάλυψη, και στο τι αποτελεί προσωπική τους γνώμη. Καιρός όμως, να δούμε τι λέει γι' αυτό το θέμα, ένας από τους ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Φώτιος!
Ψυχολογικές ανάγκες
Η χρησιμότητα του παρόντος άρθρου, πέρα από το ότι μας βοηθάει να έχουμε ένα Ορθόδοξο κριτήριο ανάγνωσης και αποδοχής των γραμμένων σε κείμενα αγίων Πατέρων, διορθώνει την εσφαλμένη (και συχνά στενόμυαλη) στάση ορισμένων Χριστιανών, που προσκολλούνται σε κείμενα αγίων Πατέρων, με μία Ορθοδοξίζουσας μορφής Προτεσταντική νοοτροπία. Όπως δηλαδή οι Προτεστάντες μένουν κολλημένοι "στο γράμμα" της Αγίας Γραφής, χάνοντας το Πνεύμα, έτσι και μερικοί αδελφοί μας, από υπερβολική αγάπη και σεβασμό προς τους αγίου Πατέρες, εκλαμβάνουν οτιδήποτε δουν γραμμένο από αυτούς, ως κατ' ανάγκην "Θεία Αποκάλυψη", και επειδή το είπε κάποιος άγιος, ακόμα και λάθος αν είναι, αρνούνται πεισματικά να εξετάσουν με ανοιχτή διάνοια και μια διαφορετική θέση.
Είναι λογικό και ψυχολογικά χρήσιμο, να επιζητούμε κάποιο "σταθερό" σημείο αναφοράς, μια αμετακίνητη και ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ βάση, πάνω στην οποία να στηρίξουμε την πίστη μας. Όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι οι ψυχολογικές μας ανάγκες για κάτι τέτοιο, πρέπει να μας οδηγήσουν σε μία ουτοπική θεώρηση ορισμένων πραγμάτων, όπως είναι για παράδειγμα τα Ιερά Κείμενα. Η Θεία Αποκάλυψη, δεν δόθηκε για να μας στερήσει την ελευθερία και την κριτική σκέψη, και να μας κάνει άγνωμους αποδέκτες προ-κατασκευασμένων "δογματικών πακέτων". Δόθηκε ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, για να μας ΑΣΚΗΣΕΙ την ελευθερία και την κριτική σκέψη. Το δόγμα δόθηκε για να μας οδηγήσει ΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΠΛΗΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ στη βίωση της εν Χριστώ ζωής, ώστε να μπορούμε κι εμείς να βιώσουμε όλα όσα κατέγραψαν πριν από εμάς οι άγιοι Πατέρες, που βίωναν την εν Χριστώ ζωή. Γιατί τελικά τα όσα μας παρέδωσαν, δεν είναι παρά εκφράσεις της εν Χριστώ εμπειρίας τους, με στόχο να μας οδηγήσουν στη βίωση αυτής της ίδιας αγιοποιού εμπειρίας. Το να αγκιστρώνεται κάποιος τυφλά σε κείμενα, αρνούμενος να αξιοποιήσει το θεόδοτο δώρο της ΥΠΕΥΘΥΝΗΣ αναζήτησης της κατά Θεόν ζωής, όχι μόνο δεν αποτελεί ευκταίο Χριστιανικό χαρακτηριστικό, αλλά αντιθέτως, αποτελεί προσπάθεια αποποίησης ευθυνών, και φυγοπονία! Ζητάει καταφύγιο βεβαιοτήτων, στρουθοκαμηλίζοντας, αντί να ασκήσει κρίση και κόπο εξιχνίασης των βαθέων του Θεού.
Ο παραδεδομένος από τον Θεό λόγος, είναι "λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, ώσπου να ανατείλει ο Φωσφόρος στις καρδιές μας" (Β΄ Πέτρου 1/α: 19). Προσέξτε! Δεν μιλάει για προσκόλληση στον προφητικό λόγο. Μιλάει για μια προσωρινή σχέση, ΩΣΠΟΥ να αρχίσει να διδάσκεται πλέον ο Χριστιανός από τον Θεό άμεσα, και να βιώνει την εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Τα κείμενα των αγίων, είναι βοηθητικά και προσωρινά. Η ΣΧΕΣΗ με τον Θεό είναι αιώνια!
Τι είπε ο άγιος Φώτιος
Ενώ λοιπόν τα κείμενα των αγίων Πατέρων, στην συντριπτική τους πλειονότητα, είναι πλήρη Πνεύματος Αγίου, και μας δίνουν πληθώρα Θείων Αποκαλύψεων, υπάρχουν και ορισμένα σημεία, ή ορισμένες τους θέσεις, (ΣΠΑΝΙΟΤΑΤΑ βέβαια), που και αυτά περιέχουν ορισμένα λάθη, ή προσωπικές τους απόψεις, που θα ήταν λάθος κάποιος να τα εκλάβει ως Αποκάλυψη Θεού, μόνο και μόνο επειδή τα έγραψε κάποιος άγιος.

"ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ", ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΙΟΥ,ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ κ. ΜΑΡΚΟΥ



Στή χαρά τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ νέου ἔτους, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ψηλαφεῖ τήν παρέμβαση τοῦ ἄχρονου Θεοῦ στήν δική μας μετρούμενη ροή καί διαδοχή τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία εἶναι συνυφασμένη μέ τήν φθορά καί τήν ματαιότητα. Ὁ Χριστός ἔρχεται νά ἀνακαινίσει τήν διάσταση τοῦ χρόνου, ἐλευθερώνοντάς τήν ἀπό τήν περατότητα καί τήν φθοροποιό φορά. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας, ὁ χρόνος φθάνει στό «πλήρωμά» του, ἀποκτώντας μίαν ἐντελῶς νέα προοπτική. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, παύει νά ἀποτελεῖ πιά ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ὁριοθετεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὡς πρός τόν Θεό. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται ἐν χρόνῳ καί ὁ «ἀεί Ὤν» ἐνοικεῖ στό «νῦν». «Αἰώνια» ζωή δέν εἶναι, ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια καί μέ συμβατικούς ὅρους, ἡ χρονικά ἀτελεύτητη, ἀλλά ἡ «πλήρωση» τοῦ μετρητοῦ χρόνου μέ τήν βίωσή του ὡς διαρκοῦς καί ἀδιάστατου παρόντος κοινωνίας μέ τόν Θεό.

Ὁ χρόνος, τόν ὁποῖο βιώνουμε, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχή, δηλαδή αἰτιώδη ἔναρξη, καί δέν εἶναι «ἄναρχος». Ἐπίσης εἶναι πεπερασμένος καί ἔχει ὅρια, δέν εἶναι οὔτε ἄπειρος οὔτε αἰώνιος («οὐκ ἀΐδιος»). Ὁ χρόνος ξεκινᾶ μέ τή Δημιουργία καί πορεύεται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν κτίση σέ ἕνα σκοπό, στή «συντέλεια τῶν αἰώνων», δηλαδή στήν ὁλοκλήρωσή τους στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ καινή κτίση, πού ἀποτελεῖ τήν προσμονή τῶν πιστῶν καί εἶναι ἑτοιμασμένη «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34), βρίσκεται ἤδη παροῦσα «ἐν μυστηρίῳ» στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σωστό νά τήν νιώθουμε ἀπομακρυσμένη σ’ ἔνα ἀπροσδιόριστο τέλος τοῦ κόσμου, γιατί ἔτσι ἡ πίστη μας καί ἡ προσδοκία της «ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἀτονοῦν καί δέν νιώθουμε τήν πληρότητα τῶν λέξεων «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου».

Ὅσον ἀφορᾶ στήν φύση τοῦ χρό­νου, οἱ φω­τι­σμέ­νοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας προ­η­γή­θη­καν κατά αἰῶνες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ὅταν δίδασκαν ὅτι ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συμ­φυ­εῖς, συ­νι­στών­τας μίαν ἑνι­αία πρα­γμα­τι­κό­τητα. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λειος ση­μει­ώ­νει ὅτι ὁ χρό­νος εἶ­ναι «τό συμ­πα­ρε­κτει­νό­με­νον τῇ συ­στά­σει τοῦ κό­σμου δι­ά­στημα» (Κατά Εὐ­νο­μίου, PG 29, στ. 560): Δέν θά μποροῦσε νά βρεῖ κανείς τελειότερη διατύπωση γιά τήν διαστολή τοῦ κοσμικοῦ χωροχρόνου, σύμφωνα μέ τίς πιστοποιήσεις τῆς σύγχρονης φυσικῆς.

Ἀντιστοίχως, ὁ ἐκκλησιαστικός χρόνος δέν βιώνεται ἐκτός τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου πού ζοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐπίγεια διάστασή της, ἀποδέχεται καί ἀγκαλιάζει τή ροή τοῦ χρόνου, παρά τή φθαρτότητα καί τή συμβατικότητα, οἱ ὁποῖες τήν συνοδεύουν. Ἔτσι ἀκολουθεῖ, στήν ἐτήσια κυκλική ὀργάνωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, τά χρονικά μέτρα, τά ὁποῖα ὁρίζονται μέ βάση τά ἀστρονομικά στοιχεῖα καί ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές ἡμερολογιακές συμβάσεις. Ὅμως, ταυτοχρόνως ὑπερβαίνει αὐτή τήν κατάτμηση τοῦ χρόνου, ὅπως καί τήν διάκρισή του σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Στήν Ἐκκλησία μας οἱ ἡμέρες συναντοῦν τά ἱερά γεγονότα, καθιστώντας δυνατή τήν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτά. Μέ αὐτό τόν τρόπο, τό παρελθόν γίνεται συγχρόνως ἑορταστικό, ἀλλά καί συμμετοχικό παρόν, γεγονός πού δηλώνεται μέ τήν διαρκή ὑμνολογική χρήση τοῦ ἐνεστωτικοῦ «Σήμερον» στίς λειτουργικές συναθροίσεις (ὅπως, «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει», «Σήμερον ὁ Δεσπότης τέμνεται τήν σάρκα ὡς βρέφος, πληρῶν τόν Νόμον», «Σήμερον ὁ Δεσπότης σαρκί περιετμήθη, καί Ἰησοῦς ἐκλήθη», «Σήμερον ὁ Δεσπότης τό βάπτισμα λαμβάνει»). Ὁ Θεός γίνεται σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε ὥρα, ἡμέρα καί ἑορτή, ὥστε κάθε στιγμή τοῦ χρόνου μας νά εἶναι γεμάτη μέ τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί ὁ χρόνος «τοῦ παρόντος βίου» νά γίνεται «ἐνιαυτός Κυρίου δεκτός».

Στήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία μας ὁ χρόνος αὐτός δέν εἶναι κάτι τελείως διακριτό ἀπό ἐκεῖνον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά περικλείει τήν προτύπωση καί τήν πρόγευσή του. Μέ τόν Χριστό ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἐντός τῆς ἱστορίας καί τό ἔσχατον προσφέρεται στό παρόν, μέ τήν προοπτική τῆς «αἰωνιότητος». Αὐτό φανερώνει καί ἡ δοξολογική ἀναφορά μέ τήν ὁποία ἀρχίζει κάθε Θεία Λειτουργία: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Τό χρονικό κορυφώνεται στό αἰώνιο ἤδη ἐδῶ καί τώρα, μέ τήν Ἐκκλησία μας νά γίνεται ὁ μαζί μέ ἐμᾶς καί «ὅλῳ τῷ κόσμῳ συμπαρεκτεινόμενος» Χριστός στόν χρόνο καί τήν ἱστορία. Ὁ χρόνος, πού ἔλαβε τήν ἀρχή ἀπό τόν Δημιουργό Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεται, καί βρίσκει τό τέλος καί τό πλήρωμά του στόν ἴδιο ὡς σαρκωθέντα Χριστό, τόν «Ἐμμανουήλ» «Θεόν μεθ’ ἡμῶν» καί «πάλιν ἐρχόμενον». Στό Πρόσωπό Του, ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται «νέος τῶν ἐσχάτων χρόνων», καί ὁ προαιώνιος καί ὑπεράχρονος Θεός Λόγος, ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως.

Στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ χρονικές συναρτήσεις, τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, χωρίς νά καταλύονται, συναιροῦνται σέ διαρκές παρόν τῆς σωτηρίας. Ἡ πίστη τοῦ παρελθόντος καί ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος συνδέονται καί βιώνονται μέ τήν ἀγάπη στό παρόν. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἄχρονος χρόνος τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Ἄν ὁ ἐπίγειος χρόνος γίνεται παλαιός, γερνᾶ καί φθείρει, ἡ βαθύτερη ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀνεπηρέαστη κατά τήν δυναμική ἀνταπόκρισης στήν σχέση του μέ τόν Θεό. Γιατί «ἄν ὁ ἐξωτερικός σ’ ἐμᾶς ἄνθρωπος φθείρεται, ὁ ἐσωτερικός ἀνανεώνεται ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα» (ἀλλ’ εἰ καί ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ»), μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Κορ. Β΄, 4, 16). Μέ τήν ἐνσάρκωσή Του ὁ Κύριός μας καινοτομεῖ τόν χρόνο, γιά νά χορηγήσει «ζωήν τήν ἄχρονον τοῖς ἐν γῇ καί λῆξιν αἰώνιον καί δόξαν τήν ἀκήρατον».

Συντηρητικότητα ή διαχρονικότητα;



Του Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζα, Ιεροκήρυκος Ι.Μ. Κερκύρας και Παξών, Διευθυντού Προσωπικού Ιεράς Συνόδου

Ίσως αναρωτηθεί κανείς: «Είναι, λοιπόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Πατέρες συντηρητικοί και, επομένως, αρνούνται την πρόοδο; Είναι δυνατόν να ζούμε στην εποχή της επιστήμης και της προόδου και η Εκκλησία να ζει στον Μεσαίωνα;». Η απάντηση στα ερωτήματα που προτάχθηκαν δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, διότι προέρχονται είτε από διαφορετική ιστορική ή και φιλοσοφική αφετηρία είτε από παρανοήσεις οι οποίες έχουν παγιωθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Για να αποσαφηνίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα, οφείλουμε να ορίσουμε τη διάκριση ανάμεσα στη χριστιανική αλήθεια και την επιστήμη, ανάμεσα στο δόγμα και το κήρυγμα και ανάμεσα στη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής παραδόσεως και την πρόοδο ή τη συντηρητικότητα.
Η αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός. Το είπε ο Κύριός μας ότι «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14.6). Αποκαλύφθηκε ο Θεός στους ανθρώπους με δική του πρωτοβουλία, διά μέσου των προφητών, με τη σάρκωση του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στους θεοφόρους αποστόλους και στους Πατέρες της Εκκλησίας, σύμφωνα πάλι με τα λόγια του Χριστού, ότι «ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14.26) και περαιτέρω: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν, ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούσει λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστί, διά τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16.13-15). Αρα, η αλήθεια ταυτίζεται με τον τριαδικό Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Αλήθεια είναι επίσης η γνώση του Θεού στην πληρότητά της και για τον λόγο αυτό δεν επιδέχεται προσθήκες ή αφαιρέσεις. Πάλι θα καταφύγουμε στα λόγια του Χριστού ότι «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24.35, Μάρκ. 13.31).
Επομένως, ο λόγος του Χριστού και του Ευαγγελίου είναι διαχρονικός και ακαινοτόμητος. Η επιστήμη, πάλι, είναι κάτι το διαφορετικό, καθότι αποτελεί ανθρώπινο επίτευγμα -το οποίο κατά την διδασκαλία των Πατέρων είναι δώρο του Θεού- και συνίσταται στην ανακάλυψη των νόμων που διέπουν τον κτιστό κόσμο. Η επιστήμη, ασφαλώς, είναι κάτι το οποίο συνεχώς εξελίσσεται και προοδεύει. Με άλλα λόγια, η χριστιανική αλήθεια είναι η γνώση του ακτίστου Θεού, ενώ επιστήμη η γνώση του κτιστού κόσμου και πάλι, πίστη είναι η εμπειρία της σχέσης του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό, ενώ τεχνολογία η σχέση του ανθρώπου με τον κτιστό κόσμο, στον βαθμό που προοδεύει η γνώση του γι’ αυτόν.
Κατά την ίδια αντιστοιχία, το δόγμα, δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας, ταυτίζεται με τη γνώση της αλήθειας και, επομένως, αποτελεί περισσότερο βίωμα, παρά διανοητική διεργασία. Το κήρυγμα, από την άλλη, αποτελεί τη διατύπωση του δόγματος, δηλαδή την έκφραση του βιώματος της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος θα πει: «Αλλο γάρ δόγμα και άλλο κήρυγμα. Το μεν γαρ σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (ό.π.).
Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η ασάλευτη στάση των Πατέρων στη διαφύλαξη της διδασκαλίας της Εκκλησίας ή της εκκλησιαστικής παραδόσεως ή του Ορθοδόξου δόγματος, όπως αυτά παραδόθηκαν από τον Χριστό και τους αγίους Αποστόλους, χωρίς προσθήκες, χωρίς αφαιρέσεις, δίχως καινοτομίες, αποτελεί κριτήριο μείζονος σημασίας για την πορεία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Από τη στιγμή, μάλιστα, πού η πρόοδος αναφέρεται στην επιστήμη, δεν τίθεται θέμα αναχρονισμού της διδασκαλίας των Πατέρων, ότι δηλαδή αυτοί είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν και δήθεν αντιστρατεύονται την πρόοδο. Εξάλλου, οι μεγαλύτεροι Πατέρες της Εκκλησίας μας κατείχαν και σπουδαία επιστημονική κατάρτιση: ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχαν φοιτήσει στη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, όπου σπούδασαν φιλοσοφία, μαθηματικά, ιατρική, μουσική και αστρονομία, πολλοί επίσης κληρικοί, ακόμα και κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, συνέγραψαν επιστημονικές πραγματείες, όπως περί φυσικής, αστρονομίας κ.λπ. και ιδρύσαν πρότυπα για την εποχή τους σχολεία.
Η σύγχυση η οποία προκαλεί το ερώτημα εάν το Ορθόδοξο δόγμα ή η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκρούεται με την επιστήμη ή την πρόοδο οφείλεται σε εντελώς διαφορετική θεώρηση, η οποία έχει την αρχή της στη δυτική φιλοσοφική και θεολογική σκέψη. Σύμφωνα με αυτήν, το δόγμα είναι κάτι το οποίο εξελίσσεται,·επίσης, η γνώση του Θεού δεν αποτελεί μόνο την αποκεκαλυμμένη από τον ίδιο αλήθεια, αλλά είναι προσβάσιμη στον ανθρώπινο νου μέσα από συλλογισμούς και διανοητικές διεργασίες.
Η αντίληψη αυτή οφείλεται σε μονομερή ερμηνεία της αριστοτελικής φιλοσοφίας, η οποία έγινε γνωστή στη Δύση από τον 11ο αι. και μετά, και γέννησε αρχικά τη σχολαστική θεολογία και αργότερα την ακαδημαϊκή θεολογία. Στο εσωτερικό της χριστιανικής Δύσης γέννησε καινοφανή δόγματα και οδήγησε σταδιακά την ακαδημαϊκή θεολογία σε αποξένωση από το εκκλησιαστικό βίωμα, από τη ζώσα, δηλαδή, εμπειρία της αλήθειας και της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ετούτη η τελευταία παθολογία έχει προσβάλει και μεγάλη μερίδα των Ορθοδόξων θεολόγων, οδηγώντας σε ξένες προς την Ορθοδοξία ατραπούς.

Τα Χριστούγεννα και οι Πατέρες της Εκκλησίας π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός



Χριστούγεννα πάλι. Σε μία εποχή σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, όπου οι άνθρωποι έχουν μείνει στο παρελθόν της ευμάρειας, θρηνούν για τους χαμένους παραδείσους της άνεσης, της κατανάλωσης, της απληστίας, της ψεύτικης ισχύος, χωρίς να βλέπουν ότι όλα αυτά χάθηκαν γιατί απωλέσαμε το μέτρο, απωλέσαμε την πίστη, απωλέσαμε την διάθεση για κόπο συλλογικό. Σε μια εποχή όπου η αμαρτία θεωρείται δικαίωμα, όπου το χαμόγελο είναι προσποιητό και μένουμε κολλημένοι στις μικρότητές μας. Σε μία εποχή όπου η παιδεία δεν νοιάζεται για την καλλιέργεια χαρακτήρων, αλλά μόνο για γνώσεις, στείρες απομνημονεύσεις, όπου το όραμα είναι οι επαναστάτες χωρίς αιτία ή τα πειθήνια όργανα ενός συστήματος που δεν αγαπά.

Χριστούγεννα πάλι. Και θέλουμε ελπίδα. Θέλουμε νόημα. Θέλουμε κάτι για να ξυπνήσει τις καρδιές μας. Κάτι ή Κάποιον;

Χριστούγεννα πάλι. Θα στολίσουμε τα δέντρα μας, θα ανταλλάξουμε τα δώρα μας, θα πούμε τα κάλαντά μας, θα κάνουμε την ελεημοσύνη μας, θα ψωνίσουμε για να τονωθεί η αγορά, θα παρακολουθήσουμε τις εορταστικές εκδηλώσεις, θα ζητήσουμε από τα παιδιά να δώσουν ένα ίχνος χαράς στη ζωή μας. Μπορεί και το πρωί της μεγάλης μέρας, ακούγοντας την καμπάνα να χτυπά χαρούμενα, να νιώσουμε την ανάγκη να περάσουμε από το ναό της γειτονιάς μας, να ανάψουμε ένα κερί και να φάμε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι σαν μία ξεχωριστή μέρα της ζωής μας.
Χριστούγεννα πάλι. Ναι, θέλουμε Κάποιον να μας δώσει ελπίδα. Ή να γίνει ο Ίδιος η ελπίδα.

Ο λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας σήμερα είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Μηνύματα που μαρτυρούν ένα πέρασμα από τη ζωή την δική μας, την καθημερινή, την ανθρώπινη, αυτή των επιθυμιών και των λογισμών, των ανεκπλήρωτων και των εκπληρούμενων, από τη ζωή της ανάγκης και της στόχευσης στον εαυτό μας, στη ζωή που βγαίνει από το εγώ και συναντά το εμείς, τον άλλο, αυτόν που καλούμαστε να βάλουμε στην καρδιά μας και να μπούμε στη δική του καρδιά, μα πρωτίστως την συνάντηση με Εκείνον τον Κάποιο που προσέλαβε τη ζωή μας για να γίνει η Ζωή μας. 
Το ταπεινό νήπιο της Βηθλεέμ, το οποίο μπήκε στο χρόνο μας για να γίνει ο Χρόνος της αιωνιότητας για μας. Που μπήκε στον κόσμο από αγάπη και φανερώθηκε ως η Αγάπη. «Που έγινε άνθρωπος, για να λάβουμε από Εκείνον το δώρο να γίνουμε θεοί κατά χάριν»(Μέγας Αθανάσιος).

«Ο Θεός δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά Του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε στη φθορά. Αλλά με την προσφορά του δικού του σώματος εξαφάνισε τον επερχόμενο θάνατο. Διόρθωσε με την διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων και κατάφερε με τη δύναμή Του να επιτελέσει όλα τα ανθρώπινα» (Μέγας Αθανάσιος). 
 «Οι άνθρωποι νικημένοι από τις πρόσκαιρες ηδονές και τις δαιμονικές φαντασιώσεις και πλεκτάνες, δεν παραδέχτηκαν την αλήθεια. Γέμισαν την ψυχή τους με χίλιες δυο κακίες και αμαρτίες, ώστε από τη συμπεριφορά τους να μη θεωρούνται πλέον λογικοί αλλά ανόητοι. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Θεός; Τι άλλο παρά ν’ ανανεώσει το κατ’ εικόνα, ώστε μέσω αυτού να μπορέσουν να τον γνωρίσουν και πάλι οι άνθρωποι; 
Και πώς θα γινόταν αυτό, εκτός αν ερχόταν σε μας η εικόνα του Θεού, δηλαδή ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός; Διότι όλοι οι άνθρωποι είχαν πληγωθεί και αναστατωθεί ψυχικά από τις δαιμονικές απάτες και τη ματαιότητα των ειδώλων. Πώς λοιπόν θα έπειθαν την ψυχή και το νου των συνανθρώπων τους για θέματα που ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν; Αυτό που δεν βλέπει κανείς, πώς θα το διδάξει και σ’ άλλους;
 Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν, παρά το Λόγο του Θεού που βλέπει τη ψυχή και το νου μας, που κινεί όλη την κτίση και μέσω αυτών μας καθιστά γνωστό τον Πατέρα; Και το πιο παράδοξο είναι ότι ο Λόγος του Θεού, ενώ δίδαξε με πιο φτωχές λέξεις, επισκίασε τους μεγάλους σοφιστές· κατάργησε τις διδασκαλίες τους, όλους τους τράβηξε προς τον εαυτό του και γέμισε τις εκκλησίες του. Και το ακόμη πιο θαυμαστό είναι ότι με την κάθοδό του σαν άνθρωπος στον άδη κατάργησε τα μεγάλα λόγια των σοφών για τα είδωλα... 
Αλλά για την έρευνα των Γραφών και την αληθινή γνώση τους χρειάζεται έντιμος βίος, καθαρή ψυχή και χριστιανική αρετή» (Μέγας Αθανάσιος).

Αυτά τα τελευταία λόγια μας δείχνουν ότι για να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα με Χριστό, χρειάζεται να ξαναβρούμε Ποιος είναι η Αλήθεια και τι είναι αληθινό στη ζωή μας. Να μη μείνουμε σε ό,τι μας ευχαριστεί, αλλά να αφήσουμε στην άκρη είδωλα, ψεύτικες ιδέες ευτυχίας, ψεύτικα πρότυπα, μεγάλα λόγια και να ξαναγίνουμε παιδιά του Θεού. Στις εκκλησιές μας, στο μυστήριο της Ευχαριστίας, στην ευγνωμοσύνη για Εκείνον που μας αγαπά τόσο ώστε να γίνει Ένας από μας. Να ξαναβρούμε τις αξίες της εντιμότητας στη ζωή, της καθαρής ψυχής και της χριστιανικής αρετής. Αυτές που η εποχή μας λησμόνησε.
 Αυτές που ο Χριστός μας τις δίνει ως τον τρόπο της δωρεάς που μας οδηγεί στην Βασιλεία Του. Και να μεταμορφώσουμε κάθε έργο μας, την παιδεία μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους, τον τρόπο της πολιτικής και της κοινωνίας, τον τρόπο του πολιτισμού ο καθένας με τον αγώνα του Εκείνος να είναι το νόημά μας.

Χριστούγεννα πάλι. Θα μείνουμε στον τρόπο της αμαρτίας, της αποτυχίας, θα μείνουμε στην όψη της γιορτής, ή θα ζήσουμε Εκείνον που έδωσε και έγινε η Ζωή μας;

Η απάντηση περνά από την Εκκλησία!

https://www.youtube.com/watch?v=v-ECsMIuLRs
Πηγή

«Το μυστήριο της κένωσης στην Ορθόδοξη θεολογία του 20ου αιώνα»

 
 
 
 αποτελεί καρπό του ενδιαφέροντος του συγγραφέα για τη χριστολογία καθώς η Σάρκωση φανερώνεται ως το μέγα μυστήριο της Εκκλησίας, απ’ όπου πηγάζουν όλα τα μυστήρια. Η εργασία περιέχει τέσσερα κεφάλαια και το κάθε κεφάλαιο περιλαμβάνει άλλες μικρές ενότητες. Το πρώτο κεφάλαιο ονομάζεται: «Η κένωση στους Πατέρες της Εκκλησίας». Πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξάνδρειας, τον Γρηγόριο Ναζιανζό, τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Ηλάριο των Poitiers, τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Κύρριλο Αλεξανδρείας, τον Μάξιμο Ομολογητή, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Νικόλαο Καβάσιλα. Το δεύτερο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο: «Οι όψεις της κένωσης στην ορθόδοξη θεολογία του 20ου αιώνα». Εμφανίζεται πιο εμφατικά ο αιώνιος χαρακτήρας της κένωσης, η οποία έχει την αφετηρία της στη βουλή του Θεού. Το τρίτο κεφάλαιο, «Η κένωση του σταυρικού θανάτου ως θεϊκή δόξα και δύναμη» διερευνά τη σωτηριολογική σημασία του ταπεινού θανάτου του Χριστού. Το τελευταίο κεφάλαιο: «Η χριστολογική προβληματική της κένωσης», φέρει στο προσκήνιο τρεις προβληματισμούς μέσα στις τρείς ενότητες: «Το πρόβλημα της θεϊκής απαθείας και αμεταβλητότητας», «Η κριτική των κενωτικών θεωριών στην Ορθόδοξη Θεολογία του 20ου αιώνα», και «Η κένωση και η σοφιολογία στο Serge Bulgakov». Τα συμπεράσματα που ακολουθούν στο τέλος της εργασίας προσφέρουν μια προσεκτική ανάλυση των σπουδαιότερων ιδεών που συναντήσαμε στα τέσσερα κεφάλαια.

ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ; Η ΘΕΪΚΗ ΕΙΚΟΝΑ, ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Παύλος Λαντοκούρ (Paul Ladouceur)



Η πατερική ανθρωπολογία, η θεολογία του ανθρώπινου προσώπου, και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η αναγνώριση της στενής σχέσης μεταξύ των τριών αυτών θεμάτων είναι απαραίτητη για την έκφραση μιας σωστής Ορθόδοξης θεολογίας σχετικά με τη φύση και την κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ειδικά ενώπιον της κοσμικότητας, της τεχνολογίας, της βίας, και των άλλων συγχρόνων προκλήσεων ενάντια στο νόημα της ανθρωπότητας.
Οι απόψεις των Πατέρων της εκκλησίας σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι «άνθρωπος» ενόψει της θεϊκής αποκάλυψης του Ιησού Χριστού ακτινοβολούν ως φάροι, φωτίζοντας τις ζοφερές σκιές στις σύγχρονες σκέψεις και βιώματα. Οι Πατέρες μελέτησαν εις βάθος την σημασία των δυο όρων, «εικόνα» και «ομοίωση» (Γεν.1:26) που χρησιμοποιούνται στη Γένεση για να περιγράψουν την δημιουργία της ανθρωπότητας. Για τους Πατέρες, η θεϊκή εικόνα του ανθρώπου ήταν κάτι έμφυτο στην ίδια την ανθρώπινη φύση και δεν δύναται να εξαλειφθεί ή να εξολοθρευθεί ολοσχερώς, όσο και εάν επικαλυφθεί από την αμαρτία. Από την άλλη πλευρά, οι Πατέρες θεωρούσαν την ομοίωση ως ορισμένα «χαρακτηριστικά» που πρέπει να αποκτηθούν, και επεσήμαναν ότι ο σκοπός, ή το θεόδοτο «πρόγραμμα» της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η συνεχή κίνηση προς την ένωση με το Θεό, μια πορεία που εκφράζεται με την λέξη «θέωση». Η πατερική διάκριση ανάμεσα στην εικόνα και την ομοίωση είναι όσο σημαντική και επίκαιρη σήμερα όσο ήταν και στην εποχή τους.
Η σύγχρονη Ορθόδοξη σκέψη, με βάση αυτή την θεολογική οξυδέρκεια των Πατέρων, επικεντρώνεται στο πρόσωπο, στον «προσωπικό τρόπο ύπαρξης» (Χρήστος Γιανναράς), ως ζωτική πτυχή της θείας εικόνας στην ανθρώπινη ύπαρξη, βασισμένη στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος . Αυτή η δυναμική άποψη διακρίθηκε και επικράτησε στην Ρωσία του 19ου αιώνα ως μια Χριστιανική απάντηση στις αντί-προσωπικές και αθεϊστικές φιλοσοφίες που μείωναν την ανθρώπινη ύπαρξη σε απλά μια από τις πτυχές της, όπως την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική τάξη, την εθνικότητα, ή την σεξουαλικότητα. Οι κορυφαίοι θεολόγοι της Ρωσικής θρησκευτικής αναγέννησης επεσήμαναν τη μοναδικότητα και το αναντικατάστατο του ατόμου, αποδίδοντάς μια άπειρη αξία σε κάθε άνθρωπο.
Μια επέκταση αυτού του σκεπτικού τονίζει τη σημασία του ανθρώπου εν κοινωνία. Βασισμένη στην αγάπη, και πάλι θεμελιωμένη στην Αγία Τριάδα, αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι είναι εν πληρότητι πρόσωπα μόνο όταν υπάρχουν εν κοινωνία αγάπης με τον Θεό και με τον πλησίον. Αντίθετα, το άτομο θεωρείται ότι υπάρχει αυτόνομα: ένα ανεξάρτητο, εγωκεντρικό και εγωιστικό όν. Με βάση τη διάκριση μεταξύ προσώπου και ατόμου, αρκετοί Ορθόδοξοι πιστεύουν ότι η Ορθοδοξία προωθεί τις διαπροσωπικές σχέσεις αγάπης με σκοπό την ολοκλήρωση και πραγματοποίηση της αληθινής ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ ο Δυτικός κόσμος υπερασπίζεται τον ατομικισμό. Στο όραμα αυτό, η δυτική κατανόηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνδέεται με την προώθηση του ατομικισμού, και έτσι αντιτίθεται στο Ορθόδοξο φρόνημα περί ανθρώπινης ύπαρξης, που επικεντρώνεται στο πρόσωπο-εν-σχέσει.
Μια τέτοια έκφραση προσωποκρατικής θεολογίας είναι αναγωγική και επίπλαστα δϋιστική. Σε ορισμένες διατυπώσεις, αυτή η αντίληψη απονέμει «προσωπικότητα», και τα συμπεριλαμβανόμενα δικαιώματα και αξιοπρέπεια, μόνο σ’ αυτούς που επιτυγχάνουν έναν υψηλό βαθμό τελειότητας εν αγάπη Θεού και πλησίον. Όσοι δεν έχουν φτάσει σε αυτό το επίπεδο παραμένουν απλώς “άνθρωποι” η “άτομα” και δεν δικαιούνται την αξιοπρέπεια ή τα δικαιώματα που ανήκουν σε «πρόσωπα». Με αυτό το σκεπτικό, η τελειότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ως πρόσωπο-εν-σχέσει είναι αυτό που επιφέρει δικαιώματα και προνόμια, όχι μόνο η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό το σκεπτικό είναι η βάση του εγγράφου “Βασική Διδασκαλία Σχετικά με την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, Ελευθερία και Δικαιώματα” της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα δικαιώματα περιορίζονται από πνευματικά και ηθικά κριτήρια, εν ελλείψει των οποίων δεν μπορούν να διεκδικηθούν. ¨Η, χρησιμοποιώντας την πατερική φρασεολογία, τα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια συνοδεύουν όχι την Θεϊκή εικόνα έμφυτη σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά την αποκτώμενη θεϊκή ομοίωση.
Οι κίνδυνοι αυτής της θεολογίας είναι σαφείς. Ακόμη κι αν αγνοήσουμε το ερώτημα του «ποιος είναι σε θέση να καθορίσει τον βαθμό θείας ομοιότητας (θέωσης) που κατέχει ο κάθε άνθρωπος;» έχουμε ακόμη το πρόβλημα ότι μια τέτοια αντίληψη αφήνει την πλειοψηφία της ανθρωπότητας ανυπεράσπιστη ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση και τυραννία. Αφού οι άνθρωποι είναι απλά «άτομα» και όχι αληθινά πρόσωπα, δεν μπορούν να διεκδικήσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια η τα ανθρωπινά δικαιώματα τα οποία ανήκουν μόνο σε πρόσωπα. Τα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια γίνονται κάτι αξιοκρατικό, αντί κάτι που είναι έμφυτο στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Δεν φταίει η Ορθόδοξη προσωποκρατία, αλλά μια υπερβολικά περιοριστική άποψη του τι συνιστά «πρόσωπο». Όταν προσπαθούμε να αναθέσουμε πνευματικά και ηθικά κριτήρια στην προσωπικότητα, η θεολογία αυτή μειώνει την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια. Εάν οι άνθρωποι δεν είναι ούτε «πρόσωπα» ούτε «άτομα», είναι απλά εναλλάξιμα και αναλώσιμα δείγματα του υποείδους Χόμο Σάπιεν (homo sapien).[1] Αυτή η υπεραπλουστευτική, αναγωγική αντίληψη της ανθρωπότητας ευχαριστεί μόνο τους σύγχρονους κοσμικιστές, για τους οποίους οι άνθρωποι δεν είναι παρά έξυπνα ζώα.
Τονίζοντας την αναπαλλοτρίωτη θεία εικόνα σε κάθε άνθρωπο, οι Πατέρες της Εκκλησίας επιδίωξαν να εξευγενίσουν την ανθρώπινη ύπαρξη και να ανυψώσουν την ανθρωπότητα σε κάτι παραπάνω από μια απλή μαριονέτα στο έλεος μιας απρόσωπης μοίρας ή κάποιων ανήθικων θεών. Στο σύγχρονο πλαίσιο, αυτή η πραγματοποίηση του «πατερικού νου» (Γιώργος Φλορόφσκι) σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη έγκειται στην αναγνώριση ότι κάθε άνθρωπος είναι πρόσωπο από την πρώτη στιγμή της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Τα δικαιώματα και οι αξιοπρέπεια απορρέουν από την προσωπικότητα, εγγενή στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, και είναι, επομένως, ιδιοκτησίες της θείας εικόνας. Η θεϊκή ομοιότητα είναι η εκπλήρωση και η πραγματοποίηση αυτής της εγγενούς προσωπικότητας. Μια πληρότητα που αντικατοπτρίζεται στην αγάπη προς Θεόν και πλησίον, στον δρόμο προς τη θέωση.
Μια τέτοια ολιστική θεολογία της θείας εικόνας, του προσώπου, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απόλυτα σύμφωνη με το πατερικό όραμα για την ανθρωπότητα. Βασίζεται στην έμφαση που έδωσαν οι Πατέρες στην θεία εικόνα, στην ανθρώπινη ελευθερία, και στην δυνατότητα ανάπτυξης προς μια θεϊκή ομοιότητα (θέωση). Αυτή η Πατερική ανθρωπολογία χρησιμοποιεί σύγχρονες Ορθόδοξες οντολογικές έννοιες, και προστατεύει τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας, αυτούς που από οποιαδήποτε αδυναμία δεν επιτυγχάνουν, ή δεν φαίνεται να επιτυγχάνουν, την πληρότητα του ανθρώπινου προσώπου εν Κυρίω. Σε αυτό το πλαίσιο συμπεριλαμβάνονται οι διανοητικά ή ψυχικά ασθενείς -ιδιαίτερα μεταξύ των φτωχών και των ηλικιωμένων-, τα άτομα με σοβαρές αναπηρίες, τα βρέφη, τα μικρά παιδιά και φυσικά τα αγέννητα έμβρυα.
Το θεϊστικό πρόσωπο, θεμελιωμένο στην πατερική ανθρωπολογία, είναι ένα ισχυρό προπύργιο που προστατεύει τον Χριστιανισμό από την πανωλεθρία των αναγωγικών κοσμικών φιλοσοφιών σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως αυτές των Μαρξ, Νίτσε, Φρόιντ, Χίτλερ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, και Ρίτσαρντ Ντόκινς. Ωστόσο, ταυτόχρονα, το πρόσωπο, και τα συνακόλουθα ανθρώπινα δικαιώματά του, ανοίγουν τον δρόμο για διάλογο με συντηρητικούς ανθρωπιστές, οι οποίοι επίσης υπερασπίζουν την έπαρση της ανθρώπινης ύπαρξης ενάντια στις αναγωγικές φιλοσοφίες.

*Translator: Katherine Chaffee
[1] “Human Beings or Human Persons?” 6 Ιουνίου, 2017.

Ο Παύλος Λαντοκούρ (Paul Ladouceur) είναι Επίκουρος Καθηγητής στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή στο Trinity College (Πανεπιστήμιο του Τορόντο) και Professeur associé, Faculté de théologie et de sciences religieuses, στο Université Laval (Κεμπέκ, Καναδά).
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

Ὠδή στό ἐφήμερο. Ἡ Λύπη κατά τούς Πατέρες


Τ
Ἡ λύπη καί ἡ ἀθυμία εἶναι καταστάσεις πού καθημερινά ταλαιπωροῦν καί βαραίνουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄντας καί αὐτοί μέτοχοι τῶν συνεπειῶν τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης, προβληματίσθηκαν πάνω στό θέμα τῆς λύπης, τό μελέτησαν βαθιά καί μᾶς ἄφησαν μέ τό σοφό λόγο καί τή γραφίδα τους τά συμπεράσματά τους, τόσο γιά τά αἴτια καί τίς συνέπειες τῆς λύπης, ὅσο καί γιά τόν τρόπο ὑπέρβασής της.
Ὡς πρός τά αἴτια ἀναφέρουν ἄλλες ἐμπαθεῖς καταστάσεις καί μεταλλαγμένες δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τή φιλαρχία, τή φιλαυτία, τή φιλοκτημοσύνη, τήν ὀργή καί τή μνησικακία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, γιά παράδειγμα, ὅτι πολλές φορές ἀπολαμβάνει κανείς νοσηρά, λόγῳ φιλαυτίας καί ἐγωκεντρισμοῦ, τήν κατάσταση τῆς λύπης, γιατί μ’ αὐτόν τόν τρόπο, γίνεται κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν συνανθρώπων του. Σημειώνει μάλιστα, μέ ἰδιαίτερο νόημα τό γεγονός τῆς ἰδιότυπης αὐτῆς ἔκφρασης τῆς φιλαυτίας τοῦ ἀνθρώπου, λέγοντας ὅτι πρέπει νά πονέσει κανείς πολύ γιά νά λυτρωθεῖ ἀπό τή λύπη καί μάλιστα, ἄν χρειασθεῖ, νά πονέσει μέ ὀξύτερο καί πιό μακροχρόνιο πόνο ἀπό τόν πόνο ἐκεῖνο πού τοῦ προκαλεῖ τό αἴσθημα τῆς λύπης . Κι’ αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὄντας δέσμιος τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του, θεωρεῖ ὡς φυσικό ἐπακόλουθο τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς του τήν κατάσταση τῆς λύπης καί μάλιστα, ἀπαιτεῖ ὡς κεκτημένο δικαίωμά του τή συμμετοχή τῶν ἄλλων στό πάθος του. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι μιά ψυχή πού ἔχει τέτοια βιώματα δέν προσδοκᾶ τήν ἀληθινή ἀνακούφιση, πού προέρχεται ἀπό τό Παράκλητο Πνεῦμα, ἀλλά ἐπιζητεῖ «τή νοσοῦσα χαρά», ἡ ὁποία εἶναι ἐμπαθής. Αὐτή ὅμως ἡ χαρά εἶναι, κατά τόν Ἅγιο, «ἕλκος ψυχῆς» .
Ὁ Κύριος μακάρισε τούς πενθοῦντες, ἐκείνους πού διακατέχονται ἀπό τό «κατά Θεόν» πένθος, ἀλλά ὄχι καί ἐκείνους πού ὑποφέρουν ἀπό τήν ἄκαιρη καί ἐμπαθή λύπη. Γιατί τό «κατά Θεόν» πένθος εἶναι δηλωτικό τῆς συναίσθησης τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πτώση του καί γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Αὐτό τό πένθος ἔχει τή δύναμη νά ἐκκενώσει τό χῶρο τῆς ψυχῆς καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐμπαθή λύπη, ὥστε νά εἰσοδεύσει στήν «βαθεῖα καρδία» τό χαροποιό ἐκεῖνο στοιχεῖο τῆς ἐλπίδας καί τῆς κατά Θεόν εἰρήνης πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἔτσι μπορεῖ κανείς νά ἐννοήσει τή σημασία τοῦ Κυριακοῦ λόγου πού προαναγγέλει τήν ἐλευθερία ἀπό τό πάθος, λέγοντας: «Ἡ λύπη σας θά μεταστραφεῖ σέ χαρά».
Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τή λύπη δέν εἶναι αὐτοσκοπός γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν ἐπιδιώκει κανείς, γιά νά ἀνοίξει χῶρο μέσα του ὥστε νά ἐγκατοικήσει ἐκεῖ ἡ εὐδόκιμη λύπη. Αὐτή ἡ εὐλογημένη λύπη μπορεῖ νά γίνει γόνιμο ἔδαφος, στό ὁποῖο ἀργότερα θά φυτρώσει ἡ ἀληθινή χαρά τῶν «κατά Θεόν καί ἐν Χριστῷ, πενθούντων». Εἶναι ἡ χαρά αὐτή, ἡ ὁποία στή γλώσσα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται «χαροποιόν πένθος» ἤ «χαρμολύπη». Εἶναι δηλαδή, ἡ μετάνοια καί ἡ αἴσθηση τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς προδιαγραφές τῆς δημιουργίας του, ἀπό τή ζωή τῆς Τριαδικῆς καί αἰώνιας Ἀγάπης . Τό «χαροποιόν πένθος» ὁδηγεῖ, κατά τόν Ἀπόστολο, στή σωτηρία, ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου προετοιμάζει καί συντηρεῖ τό θάνατο.
Αὐτόν τόν θεοποιθή λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων μας προσπαθοῦμε μέ τήν παρούσα ἔκδοση νά προσφέρουμε στούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, ὡς συνδρομή καί ὑποστήριξη στόν ἀγώνα τους κατά τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, πού συνεχῶς γεμίζει τό ποτήρι τῆς ζωῆς μας καί μᾶς στερεῖ τή χαρά «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Τό μικρό αὐτό πόνημα εἶναι χωρισμένο σέ τρία μέρη, τῶν ὁποίων προηγεῖται τό παρόν προλογικό σημείωμα.
Στό πρῶτο μέρος παραθέσαμε ὁμιλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μεταγλωττισμένες στήν καθομιλουμένη Ἑλληνική, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στό ἴδιο θέμα τῆς λύπης καί ἀθυμίας.
Στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου συμπεριλάβαμε, ὑπό τύπον συνοπτικῆς ἀναφορᾶς, μικρό δοκίμιο, σχετικά μέ τό θέμα τῆς λύπης. Αὐτό ἀναφέρεται σέ ἀπόψεις ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας –ἐκτός ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐκθέτουμε στούς συγκεκριμένους μεταφρασμένους λόγους– μέ τίς ὁποῖες δίδεται μιά, κατά κάποιον τρόπο, πληρέστερη εἰκόνα τῆς Πατερικῆς θέσεως πάνω στό εὐαίσθητο αὐτό θέμα τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας.
Θεωρήσαμε σκόπιμο τό νά παραθέσουμε ἐπίσης, στό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τοῦ παρόνοντος βιβλίου, ὁρισμένες παραμυθητικές ἐπιστολές τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτές οἱ περιστασιακές κυρίως ἐπιστολές ἀπευθύνονται σέ διάφορα πρόσωπα, τά ὁποῖα πενθοῦσαν γιά κάποια ἀπώλεια εἴτε αὐτή ἦταν ὁ θάνατος προσφιλῶν τους προσώπων, εἴτε ἡ στέρησης ὑλικῶν ἀγαθῶν, τοῦ γοήτρου, τῆς ἀξιοπρέπειας ἤ ἀκόμα καί ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοεκτίμησής τους.
Τό τρίτο αὐτό μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι ἰδιαίτερης σημασίας. Γιατί σ’ αὐτό φαίνεται καθαρά ἡ ὑποδειγματική ἀγωγή τῶν ἁγίων Πατέρων. Πῶς δηλαδή, αὐτοί ἐκφράζουν τή συμπάθειά τους πρός τόν πάσχοντα, χωρίς ὅμως, ἡ παρακλητική αὐτή στάση τους, νά μειώνει στή συνείδηση τῶν λυπημένων τή σημασία τοῦ πάθους τῆς λύπης καί τήν ἀνάγκη τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπ’ αὐτό.
Πράγματι, ἄν ἐρευνήσει κανείς κατά βάθος τά αἴτια τῆς λύπης, θά διαπιστώσει ὅτι αὐτή εἶναι ἀπόλυτα συσχετισμένη μέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά ἀγαθά καί τίς ἀπολαβές τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος τίς περισσότερες φορές πάσχει ἀπό τή φιλαυτία του καί ἐξαιτίας αὐτῆς πρέπει, ἄν θέλει τήν ἐλευθερία του, νά παλαίψει γιά νά ἀποκτήσει πάλι «τό χαμένο θησαυρό του». Ἡ κολοκυθιά τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ , ὅσο καί ἄν δόθηκε φιλάνθρωπα ἀπό τόν Θεό, γιά νά καλυφθεῖ μιά συγκεκριμένη καί πρόσκαιρη ἀνάγκη τοῦ Προφήτη, δέν θά ἔπρεπε, γιά κανένα λόγο, νά γίνει διαχωριστικό τεῖχος καί νά σκιάσει τή θέα τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἰωνᾶς «βολεύτηκε» κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ ὑποκατάστατου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, θεώρησε τήν ἀνάπαυση πού τοῦ πρόσφερε ἡ κολοκυθιά ὡς εὐχάριστο ἀντίδοτο κατά τῆς λύπης του καί ὡς πλήρωμα τοῦ κενοῦ τῆς ψυχῆς του. Ἀλλά ἡ σκιά τῆς κολοκυθιᾶς δέν ἦταν πηγή ἀληθινῆς χαρᾶς καί ἀνάπαυσης. Ἦταν μονάχα ἕνα ἐφήμερο εἴδωλο εὐτυχίας, στό ὁποῖο ὁ Ἰωνᾶς στήριξε τόσο ἀπερίσκεπτα τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάπαυσης καί τῆς πληρότητάς του.
Ἡ ἀπερισκεψία αὐτή τοῦ Ἰωνᾶ προκάλεσε τή φιλάνθρωπη καί πάνσοφη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος πρόσταξε τήν κολοκυθιά νά ξεραθεῖ κι ἀμέσως αὐτή, μέσα σέ μιά νύχτα, ξεράθηκε. Ἡ ὑπερβολική λύπη τοῦ Ἰωνᾶ, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε, ἄφησε νά φανεῖ ξεκάθαρα ὁ εἰδωλικός χαρακτήρας, τόν ὁποῖο εἶχε προσλάβει τό ἐφήμερο αὐτό κτίσμα στήν ψυχή τοῦ Προφήτη.
Καθένας μας, βέβαια, μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο, διατηροῦμε κρυφά ἤ φανερά κάποια «κολοκυθιά», στήν ὕπαρξη τῆς ὁποίας ἔχουμε στηρίξει τίς προσδοκίες, τά αἰσθήματα καί τίς ἐπιδιώξεις μας. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνουμε νοσηρά τόν ψυχοφθόρο ὕπνο πού μᾶς χαρίζει «ἡ πυκνή καί πανόλεθρη σκιά της». Ὁ πανοικτίρμονας Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι νά σωθοῦν καί νά ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀλήθειας» , ἐπιτρέπει κάποια στιγμή, νά «ξεραθεῖ» ἡ εἰδωλική αὐτή χαρά μας καί νά χαθοῦν γιά πάντα τά ψεύτικα στηρίγματά μας.
Ἐξαιτίας λοιπόν τῆς λύπης, ἡ ὁποία θά πλημμυρίσει στή συνέχεια τήν ψυχή μας, μποροῦμε νά συνειδητοποιήσουμε τό ὅτι ποικίλλες «κολοκυθιές» ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ τή θέση τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν ἐκβάλλει τήν ἐλπίδα Του ἀπό τήν ψυχή μας. Θά ἀντιληφθοῦμε, δηλαδή ὅτι ἡ ἀγαπητική δύναμη, ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά λειτουργεῖται μέσα μας «Θεοπρεπῶς» καί ἡ ὁποία ὄφειλε νά στρέφεται πάντα, καθώς Ἐκεῖνος ἔχει ὁρίσει, πρός τόν Θεό καί τόν ἀδελφό , διοχετεύεται ἄσκοπα σέ ἀλλότριους τόπους καί ἔχει ἐντελῶς ἐκτραπεῖ ἀπό τήν πορεία της πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἔχει, μ’ ἄλλα λόγια, κάνει ἀντικείμενο καί ἀποδέκτη της τήν ἐφήμερη ὕλη, τίς ἀθέμιτες σχέσεις μέ τό παρόν καί μέ τήν ἄκρατη φιλαυτία.
Αὐτά ὅμως, καθώς θά μᾶς ἐξηγήσουν στή συνέχεια οἱ Πατέρες μας, εἶναι ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά τρέφουμε ἐλπίδες καί νά χαιρόμαστε. Εἶναι «οἱ κολοκυθιές μας», τῶν ὁποίων τή σκιά ἐπέτρεψε βέβαια, πρός καιρόν, ὁ Θεός –γιά νά μᾶς προσφέρουν κάποια ἀνακούφιση καί νά μᾶς προστατεύσουν, «ὡς δερμάτινοι χιτῶνες», ἀπό τίς συνέπειες τῆς πτώσης μας– ἀλλά αὐτές τίς τρώει εὔκολα κάποια στιγμή ἕνα σκουλήκι καί ἔτσι μένουμε ἐκτεθειμένοι καί ἀπροστάτευτοι «στόν καύσωνα τῆς ἡμέρας». Ἀλλά γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἀναπαύσεις θά πρέπει νά λυπούμαστε συνεχῶς καί νά μετανοοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος ἀπό τόν Θεό, ὄχι γιατί δέν θαυματουργήσαμε, οὔτε γιατί δέν θεολογήσαμε, οὔτε, ἐπίσης, γιατί δέν φθάσαμε στή θεωρία τῶν ἀθεάτων, ἀλλά θά δώσουμε ὁπωσδήποτε λόγο, γιατί δέν κλαύσαμε καί δέν μετανοούσαμε συνεχῶς».
Εὐχή καί προσευχή μας γιά τόν καθένα μας εἶναι νά μήν ἐπενδύουμε πλέον, στή σκιά πού μᾶς προσφέρουν οἱ «κολοκυθιές» μας, ἀλλά νά βιαστοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τέτοια ἀβέβαια ὑποστηλώματα, ὥστε νά μή βρίσκει ἡ λύπη στήν ψυχή μας ἀντικείμενο γιά νά τρέφεται καί νά συντηρεῖται.
Παραδίδοντας τή σκυτάλη τοῦ λόγου στή σοφή καί διακριτική γραφίδα τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἐκζητοῦμε τίς εὐχές τοῦ κάθε σεβαστοῦ ἀναγνώστη, ἀπευθύνοντάς του συγρόνως τό ἀποστολικό κέλευσμα: «Χαίρετε, ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε».

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ Τοῦ Καθηγητοῦ κ.Δημητρίου Τσελεγγίδη


«Πρὶν προχωρήσουμε στὴν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας κρίνουμε σκόπιμο νὰ δώσουμε κάποιες ἐννοιολογικὲς διευκρινίσεις.
Λέγοντας δόγματα τῆς πίστεως ἐννοοῦμε ἐκεῖνες τὶς ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ποὺ ἀμφισβητήθηκαν καίρια στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ διατυπώθηκαν μὲ κάθε σαφήνεια κατεξοχὴν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἢ ἀπὸ Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀποδεκτὲς καὶ βιοῦνται στὸ ἑξῆς ἀναμφισβητήτως ἀπὸ τὴ δογματικὴ συνείδηση (1) τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιες Σύνοδοι εἶναι λ.χ. ἡ λεγόμενη Η΄ Οἰκουμενική, ἐπὶ Μ. Φωτίου τὸν Θ΄ αἰώνα, ποὺ καταδίκασε τὸ Filioque, ἀλλὰ καὶ οἱ Σύνοδοι ποὺ δικαίωσαν τὴ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὸ χαρακτήρα τοῦ θείου Φωτὸς καὶ τῆς θεοποιοῦ Χάριτος.
Τὰ δόγματα τῆς πίστεως θεμελιώνονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, καὶ χαρακτηρίζονται τόσο γιὰ τὴν αἰωνίως ἀδιαμφισβήτητη ὀρθότητά τους ὅσο καὶ γιὰ τὴ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητά τους. Ἐξαιτίας τοῦ ἀλάθητου χαρακτήρα τους, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, δὲ μποροῦν νὰ τροποποιηθοῦν ἀπὸ κανένα θεσμικὸ φορέα, οὔτε πολὺ περισσότερο ἀπὸ κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο, ὅσο σημαντικὸ καὶ ἂν εἶναι αὐτό. Ἂν κάποιος «δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἂν ἄγγελος ἦ, μὴ πείθου» (2), συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Οὔτε σὲ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ θὰ πρέπει νὰ ὑπακούει κανείς, ὅταν αὐτὸς διδάσκει διεστραμμένη πίστη.
Ἀντίθετα, ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ προσέχει στοὺς λόγους ἐκείνου, ποὺ ὀρθοτομεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀκόμη καὶ ὅταν συμβαίνει αὐτὸς νὰ ἔχει ἀνακόλουθη ὡς πρὸς τοὺς λόγους του ζωή. «Εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει», σημειώνει ὁ ἴδιος Ἅγιος, «μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασι» (3).
Τὰ δόγματα τῆς πίστεως εἶναι ἀπολύτως καθοριστικὰ γιὰ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁμολογούμενα ἁγιάζουν τὸν ἄνθρωπο. «Τὰ ὀρθὰ δόγματα περὶ Θεοῦ λεγόμενα ἁγιάζει τὴν ψυχὴν» (4), ἔχουν δηλαδὴ καὶ ἁγιαστικὸ χαρακτήρα κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Πατέρα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος σημειώνει: «Πᾶς ἄνθρωπος ἁγιάζεται διὰ τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς πίστεως» (5). Ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, ὡς ἐν Χριστῷ ζωὴ στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἐξαντλεῖται βέβαια στὴ διατύπωση τῶν δογμάτων. Ἁπλῶς, ἡ ἀλήθεια τῶν δογμάτων ὁριοθετεῖ μὲ κάθε δυνατὴ ἀκρίβεια τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ δόγματα πρακτικῶς διασφαλίζουν ἀπὸ κάθε παραχάραξη τὴν ἐκκλησιαστικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία. Τὰ δόγματα δηλαδὴ εἶναι κανόνες τῆς πίστεως, ποὺ συμπυκνώνουν ταυτόχρονα καὶ τὸ περιεχόμενο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δογματικὴ ἀλήθεια νοεῖται καὶ ὡς πλήρωμα ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ ὑποβιβάζεται ἢ νὰ παραθεωρεῖται τὸ δόγμα. Ἔτσι, κατανοεῖται γιατί ὁ Α΄ Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει, ὅτι ἐκπίπτει καὶ ἀναθεματίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποδέχεται τὰ δόγματά της(6). Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ δόγματα τῆς πίστεως συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ μὴ ἀποδοχὴ τῶν δογμάτων σημαίνει ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πράγμα ποὺ συνεπάγει τὴν ἔκπτωση καὶ ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Ἔτσι, οἱ δογματικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲν ἔχουν θεωρητικὴ ἁπλῶς σημασία οὔτε περιθωριακὲς ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες, ἀλλὰ καίριο καὶ θεμελιώδη σωτηριολογικὸ χαρακτήρα.
Θεμελιώδης ὅμως προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀνέλθει κάποιος στὸ ὕψος τῶν δογμάτων τῆς πίστεως εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(7). Ὁ ἀκάθαρτος βίος συσκοτίζει τὴ διορατικότητα τῆς διανοίας καὶ ἐμποδίζει ἔτσι τὴν προσέγγιση στὸ ὑψηλὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων(8). Τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς πίστεως ἀποτελοῦν τὸ ἀσφαλὲς θεμέλιο τῆς εὐσέβειας(9). Καὶ τοῦτο εἶναι φυσικό, ἀφοῦ στὴν Ἐκκλησία ἡ εὐσέβεια κατανοεῖται πρωτογενῶς ὡς βιωματικὴ ἔκφραση τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Πίστη καὶ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦν ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Ἡ καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ ὀρθότητα τοῦ βίου συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν εὐσέβεια τῶν πιστῶν(10).
Ἡ σωστὴ θεωρητικὰ πίστη ἀλλὰ πρακτικῶς αὐτονομημένη ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτήρα. Τὸν δραστικὰ σωτηριολογικὸ χαρακτήρα της ἀποκτᾶ ἡ πίστη, ὅταν συνδεθεῖ ἄρρηκτα καὶ λειτουργικὰ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν ἀνά­λογη πρὸς τὴν πίστη ζωὴ καθίσταται ἀναποτελεσματικὴ σωτηριολογικῶς ἡ μετοχή μας καὶ σ' αὐτὰ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας(11). Κανένα δηλαδὴ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ μόνο του.
Ἡ ὀρθὴ πίστη δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διεφθαρμένη. «οὐδὲν γὰρ ὄφελος ἡμῖν εἰς σωτηρίαν, δογμάτων ὑγιῶν, διεφθαρμένης ἡμῖν τῆς ζωῆς»(12). Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ πιστοποιεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του. Σ᾽ αὐτήν, ὁ Χριστὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὡς δικούς του ἐκείνους, ποὺ μὲ μόνη τὴν πίστη τους ἔκαναν θαύματα, ἐνῶ δὲν τηροῦσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τους: «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς», τοὺς λέει, «ἀποχωρεῖται ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν»(13). Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα, ὅταν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι σωστή, αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ὄφελος γιὰ τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὴν ἄριστη ζωή του(14).
Στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, τὰ δόγματα τῆς πίστεως συνδέονται ὀργανικὰ μὲ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ ἀκρίβεια τῆς ζωῆς «συνυφαίνεται τῇ τῶν δογμάτων ὀρθότητι»(15), κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Τὰ δόγματα διασφαλίζουν τὴν ὀρθότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δίνει περιεχόμενο στὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της. Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ μὲ συνέπεια τὰ δόγματα ὀφείλει νὰ τὰ πιστοποιεῖ μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του (16). Ἡ ἀκρίβεια στὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἀποτελεῖ μαρτυρία τῶν ὑγιῶν δογμάτων του(17).
Τί γίνεται ὅμως, ὅταν κάποιος ἀπὸ πλευρᾶς τῆς πίστεως βρίσκεται στὴν πλάνη, ἀλλὰ συμβαίνει νὰ προσέχει τὴ ζωή του καὶ νὰ ζεῖ ὀρθά; Στὴν περίπτωση αὐτή, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ παραμείνει στὴν πλάνη(18). Κατ᾽ ἀντιστοιχία, παρατηρεῖ ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο ἕνας ποὺ ζεῖ μὲ τὴν πονηριὰ νὰ ἀρθεῖ στὸ ὕψος τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος, ποὺ σκοπεύει νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀλήθεια, θὰ πρέπει προηγουμένως νὰ καθαρισθεῖ ἀπ᾽ ὅλα τα πάθη του(19). Ἀλλά, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη θὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ τὴν ἀλήθεια τελικῶς θὰ βρεῖ. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἐδῶ εἶναι ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν φοβερὸς πολέμιος καὶ διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε ἀψεγάδιαστη ζωή, ὄχι μόνο δεκτὸς ἔγινε στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ξεπέρασε (20). Κατὰ συνέπεια, ὁ Θεὸς ἕλκει καὶ φέρνει πρὸς τὴν ἀλήθεια ὅσους βρίσκονται στὴν πλάνη, ἀλλὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ τὰ πάθη (21).
Πῶς ἐξηγεῖται ὅμως τὸ γεγονός, ὅτι κάποιος παραμένει στὴν πλάνη, ἐνῶ φαίνεται πὼς εἶναι καλός, ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος; Στὴν περίπτωση αὐτή, κατὰ τὸ σοφὸ Ποιμενάρχη, ὁ ἐν λόγῳ ἄνθρωπος ἔ­χει ἄλλο πάθος. Ἔχει κενοδοξία ἢ ραθυμία ψυχῆς ἢ ἀδιαφορία γιὰ τὴ σωτηρία του (22). Μὲ τὴν ἀπάντησή του αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀποδεικνύεται ἄριστος ἀνατόμος τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς.
Οἱ δογματικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι ὁ κύριος λόγος γιὰ τὴν ἀποκοπὴ τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ κοινωνία μαζί της. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς μίας καὶ πάντοτε ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία συνεχίζει χωρὶς διακοπή. Ἡ δογματικὴ αὐτὴ διδασκαλία διαφυλάσσεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνόθευτη, ὅπως ἀκριβῶς ἐνυπάρχει στὶς Βιβλικὲς ἀποδείξεις (στὴ διατύπωση τῆς ἀποκαλύψεως) στὴν Ἁγ. Γραφὴ καὶ ὅπως ἑρμηνεύτηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες στὶς Οἰκουμενικές της Συνόδους.
Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ δογματικὴ ἀκρίβεια ἀποτελεῖ δείκτη καὶ μαρτυρία εὐσεβοῦς φρονήματος. Τὸ ὀρθοδόξως «θεολογεῖν» συνδέεται λειτουργικὰ μὲ τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο -Πατριάρχη Κων/πόλεως- ἀποτελεῖ καὶ τὸ κριτήριο αὐθεντικότητας τῆς θεολογίας. «Τοῖς τὸ τέλειον ἐφθακῶσι τῆς τελείας ἀγάπης», σημειώνει, «ταυτησὶ μέτρον καὶ τὸ θεολογεῖν ἔς τὰ μάλιστα γε προσήκειν»(23).
Κατὰ συνέπεια, ὅταν κάποιος σφάλλει στὴ Θεολογία, δηλαδὴ στὸ δόγμα, ὅταν μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἑτερόδοξος, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ νὰ βιώνει τὴν τέλεια ἀγάπη, ποὺ νοεῖται ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, κατὰ τὸν Ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης καὶ τελειότατος τῆς πίστεως ὅρος, τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων ἡ τήρησις καὶ τῶν θείων ἐντολῶν ἡ φυλακὴ»(24).
Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μποροῦν νὰ ἐντοπιστοῦν κυρίως στὴν ἁγιοπνευματικὴ - βιωματικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. Οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι δηλαδὴ προϋποθέτουν τὴ θεωτικὴ ἐμπειρία ὡς θεμέλιο καὶ νοητὸ ἄξονα τῆς θεολογίας τους. Ἔχουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας μέσω τῶν φωτοφανειῶν καὶ Θεοφανειῶν. Βιώνουν τὴ χαρισματικὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος, μέσω τῆς ἴδιας δηλαδὴ τῆς Θεότητας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε κυριολεκτικὰ γιὰ ἄμεση καὶ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν ἴδιο το Θεό.
Ἂν δὲ γνωρίζουμε τὶς ρίζες τῆς Δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως, μὲ ἄλλα λόγια τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρό της, δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε σωστὰ καὶ σὲ βάθος τὶς δογματικὲς καὶ θεσμικὲς ἀποκλίσεις της ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε μακροπρόθεσμα καὶ γνήσια ἀποτελεσματικοὶ στὸ θεολογικὸ διάλογο μαζί τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα.
Οἱ ρίζες τῆς Δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν πρωτίστως στὸν ὑπαρξιακὸ χῶρο τῆς οὐσιαστικὰ ἀλλοτριωμένης ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ζωῆς τους. Ἡ ἀλλοτριωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ ζωὴ καὶ σκέψη τῶν Δυτικῶν ὀφείλεται στὴν παντελῆ ἐκ μέρους τους ἔλλειψη τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως. Οἱ Δυτικοὶ στὸ σύνολό τους, ἐξαιτίας τῆς ὑπεροψίας τους ξέπεσαν πλέον ἀπὸ τὴ θεοπτία, τὴ χαρισματικὴ θέα δηλαδὴ τῆς θείας δόξας. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος παρατηρεῖ ὅτι οἱ Δυτικοὶ «διέστησαν τῆς Ἐκκλησίας δι᾽ ὑπεροψίαν καὶ τύφον»(25). Ἔτσι, δὲν ἔχουν καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν καταθέτουν ποτὲ βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς ἄκτιστης θεοποιοῦ Χάριτος καὶ ἐνεργείας. Δὲ μιλοῦν ποτὲ γιὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος, ἐπιμένοντας μάλιστα δογματικὰ στὸν κτιστὸ χαρακτήρα της. Κατὰ συνέπεια, εἶναι προφανὲς ὅτι δὲ γνωρίζουν τὸ Θεὸ ἐμπειρικῶς. Καὶ ὅποιος δὲ γνωρίζει τὸ Θεὸ ἐμπειρικῶς διὰ τῆς θεοπτίας, ἐκφράζεται στοχαστικῶς γι'αὐτόν. «Ὁ γὰρ Θεὸν μὴ γνούς», σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «στοχαστικῶς ἀποφθέγγεται»(26).
Μὴ ἔχοντας λοιπὸν οἱ Δυτικοὶ ἄμεση καὶ προσωπικὴ πρόσβαση στὸν ἴδιο τὸ Θεὸ μέσω τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας του, ἐπιχειροῦν νὰ τὸν προσεγγίσουν νοητικὰ καὶ στοχαστικά, μέσα ἀπὸ μιὰ αὐτόνομη λογικὴ κατανόηση τῶν Γραφῶν. Στὴ συνέχεια, ἡ θεολογία τους προσδιορίζεται δομικὰ ἀπὸ αὐτονομημένα ἀνθρωπολογικὰ καὶ πολιτισμικὰ δεδομένα, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θεολογία τους νὰ ἔχει ἔντονα διανοητικό, στοχαστικὸ καὶ δικαιϊκὸ χαρακτήρα.
Οἱ Δυτικοὶ δηλαδή, μετὰ τὴν ἀλλοτρίωσή τους ἀπὸ τὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, υἱοθέτησαν τὴ ρωμαϊκὴ πολιτικὴ νοοτροπία, ποὺ θεσμοποίησε ἁπλῶς καὶ δευτερογενῶς τὴν ἀλλοτριωμένη ζωή τους. Ἀπὸ τότε τὸ δικανικὸ (νομικὸ) πνεῦμα ἔγινε τὸ βασικότερο χαρακτηριστικὸ τῆς Δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως, ποὺ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ διαρθρώνει καὶ νὰ διαπνέει τὴ Δυτικὴ Θεολογία. Τὸ ρωμαϊκὸ πνεῦμα ἀποτέλεσε τὸ ἰδεολογικὸ περιβάλλον τοῦ Ρωμαιοκαθολισμοῦ, ποὺ κυοφόρησε τὸν παπικὸ θεσμὸ μὲ τὶς συγκεντρωτικὲς καὶ μοναρχικὲς τάσεις του. Καρπὸς τῶν τάσεων αὐτῶν εἶναι καὶ τὸ διεκδικούμενο ἀπὸ τοὺς πάπες παρανοημένο πρωτεῖο, ποὺ διασάλευσε πρακτικῶς τὴν ἑνότητα τὴ Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ πάπες δὲν παραιτήθηκαν ποτὲ ἀπὸ τὴ φιλαρχία καὶ τὴ φιλοπρωτία τους, θέλοντας πάντοτε νὰ ἐπιβάλλουν τὴ διοικητικὴ ἐξουσία τους σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία.
Ἔχοντας τὶς παραπάνω θεολογικὲς προϋποθέσεις, οἱ Δυτικοὶ θεολογοῦν στοχαστικῶς, μὲ αὐτονομημένη δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ διανοητικὴ διαδικασία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θεολογοῦν πρωτογενῶς μέσα σὲ πλαίσιο πλάνης, ὅπου ζοῦν καὶ δομοῦν τὶς θρησκευτικὲς κοινότητές τους. Ἀντίθετα, οἱ Ἀνατολικοὶ θεολογοῦν ἀπλανῶς, ἐπειδὴ ὁμιλοῦν ταπεινῶς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ἐκφραζόμενοι μὲ βάση τὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία τῆς θεώσεως «τῶν διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ»(27), καὶ κάνοντας χρήση τῆς λογικῆς, ποὺ ἔχει καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἔχει ἐκλαμπρυνθεῖ καὶ ἐμπλουτιστεῖ μὲ τὴν ἄκτιστη θεοποιό Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κατὰ συνέπεια, ὅταν ὀνομάζουμε τοὺς ἑτεροδόξους Ἐκκλησία ἢ ἀδελφὴ Ἐκκλησία, συγχέουμε τὸν κτιστὸ μὲ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς Χάριτος, συγχέουμε τὸ κτιστὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα τῶν Δυτικῶν μὲ τὸ μοναδικὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ τὸν κατεξοχὴν θεολόγο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ὡς Ἀρειανοὶ καὶ ὡς Πνευματομάχοι (28), ἐπειδὴ ἀρνοῦνται τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ὡς θεοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἐκείνη ποὺ νοηματοδοτεῖ σωτηριολογικῶς τὴν Ἐκκλησία ὡς Θεανθρώπινο σῶμα. Εἶναι ἐκείνη, ποὺ προσδίδει τὸ σωτηριολογικὸ χαρακτήρα σ' ὅλα τα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάνει κατανοητὸ τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα τῆς ἱερωσύνης. Ἀρνούμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δογματικῶς τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς μεταδιδόμενης Χάριτος τῆς ἱερωσύνης, ἀδειάζουν κυριολεκτικὰ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀρνοῦνται οὐσιαστικὰ στὴν πράξη τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, διατηρώντας ἁπλῶς τὴν τυπικὴ ἐξωτερικὴ συνέχεια μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι, ὅταν ἀναγνωρίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν κτιστὴ ἱερωσύνη καὶ τὰ μυστήρια τῶν Δυτικῶν, συγχέουν στὴν πράξη τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο. Ἄλλωστε, χωρὶς τὴν ἄκτιστη θεοποιὸ Χάρη κενώνεται οὐσιαστικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐργαστήριο πραγματικῆς γεφυρώσεως τοῦ χάσματος ἀνάμεσα στὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, ἀλλὰ ἀκυρώνεται καὶ ὁ σκοπός της γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ Filioque οἱ Δυτικοὶ στὸ σύνολό τους -Ρωμαιοκαθολικοὶ δηλαδὴ καὶ Προτεστάντες- ξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀφορίστηκαν ἐπισήμως ἀπὸ αὐτήν. Τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τὴ ρητὴ ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (29), ἡ ὁποία ἀναφερόμενη στὸ Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως σημειώνει: «ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν, ἡ γοῦν συγγράφειν», ἐνῶ ὁ Πρόεδρός της, Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, πρόσθεσε ἑρμηνευτικῶς: «οὔτε μὴν ἐπιτρέπομεν ἑαυτοῖς ἢ ἑτέροις ἢ λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἢ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβὴν» (30). Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ἐπικύρωσαν ὅλες οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι προσθέτοντας τοὺς σχετικοὺς ἀναθεματισμούς, τὶς καθαιρέσεις καὶ τοὺς ἀφορισμοὺς στοὺς μὴ συμμορφουμένους στὶς ἀποφάσεις τους.
Ἀντίθετα, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀφοῦ εἰσήγαγαν ἐπίσημα τὴν κακόδοξη διδασκαλία τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως (1014), κατακύρωσαν τὸ Filioque ὡς δόγμα στὴν Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215), στὴ Σύνοδο τῆς Λυὼν (1274) καὶ στὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439). Ὅλες αὐτὲς οἱ Σύνοδοι θεωροῦ­νται ὡς Οἰκουμενικὲς ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑρμηνεύει τὴ μεγάλη δυσκολία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς προσθήκης τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Ἐδῶ δὲ σκοπεύουμε νὰ ἀναφερθοῦμε σ᾽ ὅλες τὶς δογματικὲς διαφορές μας μὲ τοὺς ἑτερόδοξους, Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καὶ Ἀντιχαλκηδονίους, μὲ τοὺς ὁποίους βρισκόμαστε σὲ θεολογικὸ διάλογο. Θὰ προσθέσουμε ἁπλῶς καὶ ἐπιγραμματικὰ μία θεμελιώδη δογματικὴ διαφορά μας μὲ τοὺς Προτεστάντες, ἐπειδὴ αὐτὴ προσκρούει τελείως ξεκάθαρα σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ παρὰ ταῦτα τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲ μνημονεύεται οὔτε ἀξιοποεῖται στοὺς σχετικοὺς διαλόγους μαζί τους. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόρριψη τῶν εἰκόνων ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος κατακυρώνει πανηγυρικὰ τὴν ἀποδοχή τους καὶ καταδικάζει μὲ ἀφορισμοὺς ὅσους δὲν τὶς προσκυνοῦν καὶ δὲν ἀποδέχονται τὴ σχετικὴ μὲ αὐτὲς δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἐρχόμαστε τώρα νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ σημασία τοῦ δόγματος στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Εὐθὺς ἐξαρχῆς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀποτελεῖ χρέος ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας πρὸς αὐτούς. Ὁ διάλογος αὐτὸς ἔχει σαφῆ σκοπό, ἀλλὰ καὶ συγκεκριμένες ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ διεξαγωγή του.
Σκοπὸς τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου εἶναι ἡ ποθητὴ ἑνότητα ἐν Χριστῷ μὲ ὅλους ὅσους ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (31). Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ὅμως αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ, εἶναι τελείως ἀπαραίτητο τὸ ἕνα φρόνημα ὅλων ὡς πρὸς τὴν πίστη. Στὴν πίστη δὲ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ποικιλία, ἀλλὰ ἀπόλυτη ταυτότητα. Αὐτὸ γίνεται κατανοητὸ καὶ σαφὲς ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες συνοδεύονται πάντοτε μὲ τὴν ξεκάθαρη καταδίκη τῆς ἑκάστοτε ἑτεροδοξίας καὶ τὴ σαφῆ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅσων ἀρνοῦνται νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὶς ἁγιοπνευματικὲς ἀποφάσεις τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ τὶς συγκροτοῦν.
Κατὰ συνέπεια, ἡ σημασία τοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου εἶναι προφανής. Δὲ μπορεῖ νὰ γίνεται ὁποιοσδήποτε θεολογικὸς διάλογος χωρὶς ἀναφορὰ στὸ δόγμα. Ἀποτελεῖ σαφῆ Πατερικὴ θέση, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προηγεῖται ἡ ἐξέταση κάποιου ἄλλου πράγματος πρὶν ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐξέταση, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα τὴν πίστη. Πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ ἄρση κάθε διαφωνίας ὡς πρὸς τὴν πίστη, καὶ τότε μόνο νὰ ἀκολουθήσει ἡ ὁποιαδήποτε ἔρευνα γιὰ τὰ ἄλλα πράγματα. Αὐτὰ ὑποστηρίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεμελιώνοντας ἁγιογραφικῶς τὴ θέση του στὸν ἴδιο το Χριστό, ὁ ὁποῖος θεράπευε τοὺς πάσχοντες μόνο μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους πρὸς Αὐτόν. Σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπιτρέπει τὴν συναρίθμηση ἐν συνόδω Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων (32).
Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑποστηρίζει ὅτι ὁ διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς γιὰ τὸ Filioque μπορεῖ νὰ γίνει μόνον μετὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς προσθήκης του στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως (33).
Ἡ ἀλήθεια δὲ διερευνᾶται μὲ τὴ συμβολὴ τῶν ἑτεροδόξων στὸ θεολογικὸ διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», ἀλλὰ διασφαλίζεται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ συνέχεια τῆς βιούμενης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν φωτοφανειῶν καὶ τῶν Θεοφανειῶν ἀπὸ τοὺς θεουμένους. Κατὰ συνέπεια, ἂν θέλουμε νὰ κινούμαστε μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν πρακτική τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους θὰ πρέπει νὰ προσδιορίζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ὀφείλει νὰ προσλαμβάνει τὸ χαρακτήρα τῆς νουθεσίας -δηλαδὴ τῆς συμβουλῆς- μὲ εὐσπλαχνικό, μὲ παρηγορητικό, μὲ ἐνθαρρυντικὸ καὶ ταπεινὸ τρόπο, χωρὶς φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία, νὰ γίνεται δηλαδὴ ἐν ἀγάπῃ γιὰ τὴν ἐπάνοδο στὴ βιούμενη ἐν Πνεύματι Ἁγίω ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, στὴν πίστη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦ­λος λέγοντας: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος ὤν αὐτοκατάκριτος» (34). Ἡ πρακτικὴ τῆς νουθεσίας διασφαλίζει τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀγάπης, γιατί τότε πραγματικὰ ἀληθεύουμε «ἐν ἀγάπῃ» (35). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εἰρήνη μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ὅταν οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι ὁμόφρονες ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια, εἶναι προτιμότερη ἡ ἀντιπαράθεση ἀπὸ τὴν συμφωνία γιὰ τὸ κακό. Τότε εἶναι προτιμότερο νὰ λυποῦμε τοὺς ἀνθρώπους παρὰ τὸ Θεό, καὶ νὰ μὴ ἀποσιωποῦμε ἐκεῖνα ποὺ διαταχθήκαμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὁμολογοῦμε. Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους λοιπὸν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἀπὸ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ ἐκφράζεται. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ περιορίζεται στὴ νουθεσία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ μόνο μία ἀκόμη φορά. Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τὸ γεγονός, ὅτι τὸν παραπάνω περιορισμὸ στὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους μᾶς τὸν ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς του, τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, τὸν κορυφαῖο ὑμνητὴ τῆς ἀγάπης. Ὁ παραπάνω περιορισμὸς στὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους διασφαλίζει ταυτόχρονα τὴν παραμονή μας στὰ ὅρια τῆς ὑγιαινούσης πίστεως καὶ τοῦ μὴ χωρισμοῦ μας ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τὴ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀκολούθησε πιστὰ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι καὶ τὸν ΙΘ΄ αἰώνα υἱοθετώντας παράλληλα καὶ τὴν ἀντιρρητικὴ θεολογία, ἡ ὁποία συνήθως περιοριζόταν τὸ πολὺ μέχρι τὸν Γ΄ ἀντιρρητικό της λόγο. Αὐτὸ συναντοῦμε στοὺς ἀντιαιρετικοὺς λόγους τοῦ Μ. Ἀθανασίου κα­τὰ τοῦ Ἀρείου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου κατὰ τοῦ Νεστορίου, τῶν Ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ - Θεοδώρου Στουδίτου - Νικηφόρου Κων/πόλεως κατὰ τῶν Εἰκονομάχων, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ κατὰ τῶν Δυτικῶν Ἀντιησυχαστῶν κ.ἄ. Τὴν ἴδια στάση τέλος τηρεῖ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ ἔναντι τῶν Προτεσταντῶν, μὴ δεχόμενο νὰ συνεχίσει τὸ θεολογικὸ διάλογο πέρα ἀπὸ τὴ Β΄ Ἀπάντηση πρὸς τοὺς Βιττεμβεργίους Λουθηρανοὺς θεολόγους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα.
Αὐτὴ ἡ βιβλικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση ἀνατράπηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Κ΄ αἰώνα μὲ τὶς γνωστὲς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τὴ συστράτευση σταδιακῶς συνόλης σχεδὸν τῆς Διοίκησης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὶς ἀρχὲς τοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Συγκεκριμένα, υἱοθετήθηκαν οἱ «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» θεολογικοὶ διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους μὲ χρονικὸ ὅριο, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, τὴν προσδοκωμένη ἐν Χριστῷ ἑνότητα.
Στὴν ἀκολουθούμενη μέθοδο τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους πρυτάνευσε ἡ μονομερὴς ἐπιλογὴ τῆς διαφημιζόμενης χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἡ σκόπιμη παρασιώπηση τοῦ δόγματος, μὲ σκοπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστεως νὰ μᾶς ἀπασχολήσουν σταδιακῶς, καὶ πάντως ἀργότερα.
Μὲ βάση ὅμως ὅσα παρουσιάσαμε παραπάνω, σχετικὰ μὲ τὴ σημασία τοῦ δόγματος γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, προκύπτουν εὔλογα θεολογικὰ ἐρωτήματα.
Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τόσο ἡ ἀγάπη ὅσο καὶ ἡ πίστη ἀποτελοῦν καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(36), δηλαδὴ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν ἡ υἱοθετούμενη ἀγάπη στοὺς διαλόγους μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἔχει τὶς παραπάνω προδιαγραφὲς τῆς ἁγιογραφικῆς γνησιότητας, δὲ μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Ἄλλωστε, «ἀπὸ πίστεως εἰλικρινοῦς ἡ ἀγάπη τίκτεται» (37). Δὲν εἶναι δυνατὸν δηλαδὴ ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο νὰ ἐνεργεῖ ἐρήμην τῆς ἄλλης ἢ σὲ βάρος τῆς ἄλλης. Δὲ μποροῦν νὰ ἀληθεύουν αὐτονομημένες μεταξύ τους. Ἐκτὸς βέβαια, ἂν πρόκειται γιὰ ἄλλου εἴδους, μὴ εὐαγγελικὴ δηλαδὴ ἀγάπη. Γιατί ἡ εὐαγγελικὴ ἀγάπη, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι κτιστή, παίρνει τὴν ταυτότητά της ἀπὸ τὴ συμμόρφωση πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστι ὁ ἀγαπῶν με», εἶπε ὁ Χριστὸς (38). Ἐδῶ ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βιώνουμε καὶ νὰ ἐκφράζουμε γνήσια τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν παραβιάζουμε ὅσα εἶπε τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὅσα βιώθηκαν στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ 19 αἰῶνες;
Ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητα στὴ γνησιότερη, καθαρότερη καὶ βιωματικότερη ἔκφρασή της πραγματοποιεῖται, μόνο ὅταν ἔχει τὶς προδιαγραφές, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή του. Πραγματοποιεῖται δηλαδὴ καὶ βιώνεται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» μὲ τὴ μετοχὴ στὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ βεβαιώνει ὁ Χριστός, ὅταν λέει: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν. ἐγὼ ἐν αὐτοῖς, καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν» (39).
Γιὰ νὰ γίνει ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέτοχος τῆς ἄκτιστης δόξας «ἐν αἰσθήσει», ὀφείλει νὰ τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πρακτικῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Θεό. Τήρηση τῶν ἐντολῶν σημαίνει ἀπόλυτη συμφωνία μεταξύ μας, ἀφοῦ τότε ἔχουμε ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ φρόνημα, ποὺ εἶναι τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὸ θέλημά του. Μὲ τὸν πρακτικὸ αὐτὸ τρόπο γινόμαστε ἕνα Πνεῦμα μὲ τὸ Θεό, «τὸ ἓν φρονοῦντες» (40). Γιατί τότε ἐνεργεῖ μέσα μας τὸ Πνεῦμα, ποὺ λάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Μύρο. Τότε ζοῦμε τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα τότε τὰ ἐνεργεῖ ὁ Χριστὸς δι᾽ ἡμῶν, ἀφοῦ εἶναι ἐντός μας αὐτὸς «ἐν πᾶσι πρωτεύων» (41). Τότε μόνο μποροῦμε οὐσιαστικὰ νὰ δοξάζουμε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾶ καρδία» τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὅμως οἱ ἑτερόδοξοι φρονοῦν διαφορετικὰ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ μάλιστα φρονοῦν ἀντίθετα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ ἑρμηνεύτηκε αὐθεντικὰ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐν Χριστῷ ἑνότητα μαζί τους. Τὸ ἴδιο θέλημα, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως, ἐμφανίζεται ὡς ἡ «τορπίλη» τῆς αἱρέσεως, ποὺ διαλύει τὸ ἑνιαῖο φρόνημα τῆς πίστεως στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀκυρώνει τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Συμβαίνει ἐδῶ, ὅ,τι συμβαίνει καὶ στὴ συζυγία. Ὅταν δηλαδὴ οἱ σύζυγοι ἔχουν ἴδια θελήματα, ὅταν δὲν τηροῦν μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε δὲν ἔχουν ἕνα φρόνημα, καὶ δὲν γίνονται ἕνα Πνεῦμα μὲ τὸ Θεὸ καὶ μεταξύ τους, ποὺ εἶναι ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ γάμου. Ἔτσι ὅμως οἱ σύζυγοι παραμένουν σαρκικοί, καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση ψυχικοί. Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὅμως οὔτε οἱ σαρκικοί, οὔτε οἱ ψυχικοὶ δέχονται «τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (42), ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ τελικὸ καὶ πρακτικὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ διαμορφωθεῖ ὡς ἑξῆς: Ποιοῦ θέλημα εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ κάνουμε; Τοῦ ἑαυτοῦ μας; Τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου θεσμικοῦ ἢ μὴ θεσμικοῦ προσώπου; Ἢ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἑρμηνεύεται αὐτὸ τὸ θέλημα αὐθεντικὰ καὶ διαχρονικὰ ἀπὸ τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας; Πάντως, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ἡ διαχρονικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μόνον ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση εἶναι νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὸ Θεό, μᾶς κάνει κοινωνοὺς στὴν ἄκτιστη θεία ζωὴ καὶ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ὡς πρόγευση καὶ ἀρραβώνας τῆς ἄκτιστης βασιλείας του. Ὅταν δηλαδὴ ἔχουμε ἐνεργὸ μέσα μας τὴ θεία ζωή, τότε ἔχουμε καὶ τὴν πληρέστερη ἑνότητά μας μὲ τοὺς ἄλλους πιστούς.
Θὰ εἴμασταν ἰδιαίτερα εὐτυχεῖς, ἂν ἡ παροῦσα ὁμιλία θὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, στὴν ὑπακοὴ αὐτὴ τοῦ εὐαρέστου θελήματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅλοι μας νὰ γίνουμε πραγματικῶς καὶ ἐνεργῶς ἕνα ἐν Χριστῷ, σύμφωνα πάντα μὲ τὶς θεμελιώδεις προϋποθέσεις, ποὺ ἐκεῖνος ἔθεσε ἐντός της Ἐκκλησίας του. Γιατί στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παρέχεται ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη καὶ ἡ γνήσια ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ποὺ βιώνεται πρακτικῶς ὡς σωτηρία, ὡς ζωὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅμοια μὲ τὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Πάντως, οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Προτεστάντες θὰ μποροῦσαν νὰ πιστοῦν κατεξοχὴν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἂν αὐτὴ ἡ Χάρη ἦταν ἐνεργὸς στὴ ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ὁπότε αὐτοὶ δὲν θὰ ἁμάρταναν, γιατί μόνον ὅταν κανεὶς ἔχει αὐτὴν ἐνεργῶς μέσα του δὲν ἁμαρτάνει. Ἐνῶ ἀντίθετα, «τοῦ Θεοῦ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τὸ παρ᾽ ἡμῶν γινόμενον» (43), κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Ἡ εὐθύνη μας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι μεγάλη, ἐπειδὴ ἡ ζωή μας δὲν τοὺς πληροφορεῖ γιὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος, ὅταν διαλέγονται μαζί μας. Καὶ ὅταν ἀκόμη τοὺς πείθουμε ἐπιστημονικὰ γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν θεολογικῶν θέσεών μας, δὲν τοὺς ἑλκύουμε γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη τους, ἐπειδὴ συχνὰ ταυτιζόμαστε στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς μαζί τους.
Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ κάποια λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἁγιορείτη Γέροντα π. Παϊσίου, ποὺ ἀπαντοῦν καίρια στὸν προβληματισμό μας γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητα ἑνὸς διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. «Ἂν ζούσαμε πατερικά», λέει ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας, «θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματικὴ ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες τους πλάνες καὶ θὰ σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ἁγία μας πατερικὴ Παράδοση, γιατί θέλουν νὰ δοῦν καὶ τὴν πατερική μας συνέχεια, τὴν πραγματική μας συγγένεια μὲ τοὺς Ἁγίους μας. Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες δωρεὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ» (44).
Ἀγαπητοὶ συνάδελφοι,
Ἂν θέλουμε, ὅμως νὰ εἴμαστε ἔντιμοι καὶ εἰλικρινεῖς ἀπέναντι στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἀνήκουμε ὀργανικὰ καὶ παραμένουμε ἀγαπητικά, θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ἀπεριφράστως ὅτι στὴν ἐποχὴ μας ἔχει διαμορφωθεῖ μιὰ ὀξύμωρη κατάσταση. Ὡς ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα ἐμφανιζόμαστε νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ πανηγυρίζουμε κατεξοχὴν ἐκεῖνα τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα παραβιάζονται σήμερα κατὰ προκλητικὸ καὶ ἀσύστολο τρόπο ἀπὸ θεσμικὰ πρόσωπα μὲ τὴν ἔνοχη σιωπὴ τῶν πολλῶν ἢ τὸ χειρότερο μὲ τὴν ἐπιδοκιμασία καὶ ἐνθάρρυνση ὁρισμένων ἐκ τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν.
Ἔχουμε τὴν βεβαία αἴσθηση ὅτι μιὰ βαθιὰ κρίση ὀντολογικοῦ χαρακτήρα ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα πολλὰ καὶ σημαίνοντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατὰ τὴ γνώμη μας, βρισκόμαστε μπροστὰ στὴ μεγαλύτερη καὶ πονηρότερη ἀπειλή, ποὺ βρέθηκε ποτὲ ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀναφέρομαι στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, τὸν δόλιο ἐχθρό, ποὺ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης ἀπειλεῖ νὰ διαβρώσει ὡς γάγγραινα ὅλο καὶ περισσότερο ἐκλεκτὰ μέλη τοῦ Κυριακοῦ σώματος. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐμφανίζεται σήμερα ὡς ἡ ἐπικινδυνότερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἐδῶ δὲν ἀποδοκιμάζουμε τὸν θεολογικὸ διάλογο, ἀλλὰ τὴ μεθοδολογία καὶ κυρίως τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μὲ τὸ προσωπεῖο μιᾶς μὴ σαφῶς ἁγιογραφικά προσδιοριζόμενης ἀγάπης ἐκκοσμικεύει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐλαχιστοποιώντας τὴ σωτηριολογικὴ σημασία τῶν δογμάτων καὶ παραβιάζοντας προκλητικὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκ. Συνόδων.Ἔτσι, εἰσάγει μὲ χριστιανικὸ ἔνδυμα τὸ πνεῦμα τῶν σχέσεων τοῦ κόσμου στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ ὅμως, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ κόσμος «κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ», εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. Καὶ τὸ πνεῦμα αὐτὸ εἶναι σαφῶς πνεῦμα ἀποστασίας καὶ ἀπιστίας πρὸς τὸν Θεό.
Σήμερα τὸ πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως συμπορεύεται μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, ποὺ ὑπηρετεῖται ἄριστα ἀπὸ τὸν βδελυκτὸ Οἰκουμενισμό.
Καί, ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὶς μέρες μας εἶναι ἐξόχως σοβαρή, «στῶμεν καλῶς», ἀδελφοί!
Ὑποσημειώσεις:
1. Δογματικὴ συνείδηση εἶναι ἡ πνευματικὴ γνώση, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ βαθειὰ ἀφομοιωμένη πεῖρα τῆς θείας Χάριτος. Αὐτὴ ὑφίσταται μόνον, ὅταν ἐνοικεῖ ἐνεργῶς μέσα μας ὁ Θεὸς (Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ 2005, σ. 239 - 40). Ἑπομένως, ὑπάρχει ὀργανικὴ σχέση καὶ ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς δογματικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς (Βλ. ὅ.π. 179). Ὅταν ἀμβλύνεται ἡ δογματικὴ συνείδηση -καὶ αὐτὸ γίνεται κατεξοχὴν μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ὁμογενοποίηση τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας μὲ τὴν ἀντίστοιχη ζωὴ τῶν ἑτεροδόξων- μειώνεται καὶ ἡ εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων σὲ σχέση μὲ τὰ θεσμοποιημένα δόγματα τῆς πίστεως καὶ τὴν Ἱερὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
2. Πρβλ. Γαλ. 1, 8: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανῶν εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. καὶ Πρακτικὰ Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μαnsi 13, 407 - 408, καὶ τὴν Ἐγκύκλιο τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848: «Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα».
3. P.G. 62, 610 ­- 611.
4. Βλ., P.G 59, 443.
5. Πρβλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, P.G 90, 165Α.
6. Βλ. A΄ Κανὼν Πενθέκτης: «Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μὴ τὰ προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καὶ ἀσπάζοιτο, καὶ οὕτω δοξάζοι τε, καὶ κηρύττοι, ἀλλ᾽ ἐξ ἐναντίας ἱέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατὰ τὸν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπὸ τῶν προδηλωθέντων Ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων, καὶ τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωνείσθω καὶ ἐκπιπτέτω».
7. Βλ. P.G. 55, 321 - 322.
8. Βλ. , P.G. 61, 633.
9. Βλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 30, 338.
10. Βλ. P.G 62, 560: «Γύμναζε σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν, τουτέστι πρὸς πίστιν καθαρὰν καὶ βίον ὀρθόν. Τοῦτο γὰρ ἐστιν εὐσέβεια».
11. Βλ. P.G 51, 250 - 251.
12. Βλ. P.G. 59, 50. 176. 352. 363.
13. Μθ. 7, 21 - 23, στὸ PG 57, 321.
14. Βλ. P.G. 59, 369: «Οὐδὲν γὰρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. ὥσπερ οὖν οὐδὲ τουναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐὰν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος».
15. P.G. 48, 811.
16. Βλ P. G. 62, 95.
17. Βλ. P.G. 53, 110 - 158.
18. Βλ. P.G. 57, 243 - 244.
19. Βλ. P.G. 61, 78.
20. Βλ.ΕΠΕ 18, 222 - 224.
21. Βλ. P.G. 57, 243 - 244.
22. Βλ. ΕΠΕ 18, 222 - 224.
23. Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Δημήτριον, ἔκδ. Δ. Τσάμη, σ. 32 - 37.
24. P.G. 74, 253D.
25. Βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος 11, 17, στὸ Β. Ψευτογκά, Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγοι καὶ Ὁμιλίες, Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοὶ Συγγραφεῖς 2, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 244. Προϋπόθεση δηλαδὴ τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι ἡ ἐσφαλμένη καὶ ἀκάθαρτη ζωή. Εἰδικότερα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔπαρση εἶναι ἀκάθαρτος καὶ βδελικτὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον «ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». (Παροιμ. 16, 5).
26. Λόγος Λ΄, 13, Περὶ ἀγάπης
27. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, P.G. 36, 13D.
28. Βλ. Πρὸς Ξένην, P.G. 150, 1088Β.
29. Βλ. Ὅρος Πίστεως τῆς Συνόδου, στὸ Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, Ἀθῆναι 1960, σ. 155
30. Βλ. Ἐπιστολὴ Κυρίλλου πρὸς Ἰωάννην Ἀντιοχείας τῷ 433 καὶ ἡ ἐν αὐτὴ Ἔκθεσις πίστεως τῶν «διαλλαγῶν» τοῦ Ἰωάννου, στὸ Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, (Κείμενα), τόμ. Β΄ Θεσσαλονίκη 42000, σ., 36.
31. Ἰούδ. 1, 3.
32. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ τῶν γεγενημένων παρ' Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260 - 1: «οὐ γὰρ οἷον τὲ συνόδω συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας», σημειώνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐδὲ προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καὶ γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ πρότερον ἐθεράπευσε τοὺς πάσχοντας, πρὶν ἂν δείξωσι καὶ εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρὰ τῶν Πατέρων ἐμάθομεν...».
33. Βλ. Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27 - 31, Π. Χρήστου, τ. A΄, σ. 31: « Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδὲ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μὴ τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε τῆς δὲ παρ᾽ ὑμῶν προσθήκης παρ᾽ ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἢ οὐχὶ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ τὸ ἀναφὲν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν».
34. Τίτ. 3, 10.
35. Ἐφ. 4, 15.
36. Γαλ. 5, 22.
37. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 62, 509. Πρβλ. P.G. 62, 174: «οὐδὲν ὄφελος ἀγάπης, πίστεως χωρίς. μᾶλλον δὲ οὐδ᾽ ἂν γένοιτο ἀγάπη ἑτέρως».
38. Ἰω. 14, 21.
39. Ἰω. 17, 22. |
40. Φιλιπ. 2, 2. Πρβλ. Β΄ Κορ. 13, 11 καὶ 4, 2 .
41. Κολ. 1, 18.
42. Α΄ Κορ. 2, 14.
43. Γρηγορίου Παλαμᾶ P.G.151, 416D - 417A.
44. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, τόμ. Α΄, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ - Θεσσαλονίκης 1998, σ. 348 - 349».

Όσιοι ενενήκοντα και εννέα Θεοφόροι Πατέρες



99pateres«Πατέρες της Εκκλησίας» είναι η επωνυμία που έδιναν τους πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης, σε όποιους διακρίθηκαν στην προσπάθεια για την θεωρητική κυρίως θεμελίωσή Της, αλλά και στην αγιωσύνη της ζωής τους.
Μέσα από την σοφία τους έγιναν πασίγνωστοι και κυρίως ως υπερασπιστές της Ορθοδοξίας στην καταπολέμηση των αιρέσεων. Ανάμεσα στους σπουδαιότερους: Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός.
Στο πέρασμα των χρόνων η ίδια επωνυμία δόθηκε σε κληρικούς, μοναχούς και σεβάσμια πρόσωπα. Με αυτήν την δεύτερη έννοια χρησιμοποιείται η λέξη στα βιβλία που γράφουν για την ζωή, την χριστιανική δράση και τον θάνατο των 99 Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι σχετίζονται με την Ιερά Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου.
Στις αρχές λοιπόν του 1600 ξεκίνησαν από την Αίγυπτο 36 από αυτούς. Έφτασαν στην Κύπρο και εκεί αναζήτησαν τόπο ερημικό για να μπορέσουν να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στην λατρεία του Θεού. Πίστευαν ότι μόνο χωρίς πολυκοσμία και μέσα στην ερημιά θα μπορούσαν να ζήσουν όπως ήθελαν. Ότι μόνο έτσι μπορεί κανείς να επικοινωνεί με τον Ύψιστο, να προσεύχεται σ΄ Αυτόν και να Τον υμνεί. Όσο όμως κι αν επιδίωξαν την ερημιά οι συγκεκριμένοι εκείνοι Πατέρες στην Κύπρο, η φήμη τους εξαπλώθηκε παντού. Πολύ σύντομα ήταν δίπλα τους πλήθος κόσμου για να ακούσει την διδασκαλία τους και να θαυμάσει τον ήρεμο, άκακο και άγιο τρόπο της ζωής τους. Στην συντροφιά τους τότε προστέθηκαν κι άλλοι Πατέρες Κύπριοι 38 στον αριθμό. Η ερημιά που ζητούσαν δεν υπήρχε πλέον και έτσι οι 75 ως τώρα Πατέρες αποφάσισαν να μεταναστεύσουν πηγαίνοντας προς την Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Όμως ούτε εκεί μπόρεσαν να βρουν την πολυπόθητη ησυχία. Οι άνθρωποι συνέρρεαν σαν μέλισσες, που ζητούσαν με επιμονή να ρουφήξουν το μέλι της διδασκαλίας τους, το άρωμα της αγιοσύνης τους. Ταυτόχρονα προστέθηκαν άλλοι 24 Πατέρες από εκεί, ντόπιοι και έτσι έφτασαν στον αριθμό 99. Οι Πατέρες δεν έπαιρναν άλλο μαζί τους διότι πίστευαν πως τα οικονόμησε έτσι ο Κύριος ώστε ο εκατοστός να είναι ο Ίδιος.
Αφού η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφασίζουν να μεταναστεύσουν πάλι και αυτή την φορά για την Κρήτη. Καθώς έπλεαν με την βάρκα τους και οι 99 στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο βλέπουν από μακριά την Κρήτη. Η τρικυμία δεν τους επέτρεψε να φτάσουν κοντά, καθώς κινδύνευσε το καράβι τους να χτυπήσει στα βράχια. Έτσι μετά από μια περιπλάνηση ημερών στις ακτές του νησιού έφτασαν τελικά στο νησί Γαύδο. Αξίζει να πούμε ότι οι Πατέρες είχαν σκοπό να αποβιβαστούν στο ανατολικότερο σημείο της μεγαλονήσου, στην Σητεία που είναι ποιο κοντά στην Μικρά Ασία όπου ξεκίνησαν. Η φουρτούνα όμως τους ανάγκασε να τραβήξουν νότια και ύστερα δυτικά και έτσι περνώντας από Ιεράπετρα και Καλούς Λιμένες, αφού ηρέμησε ο καιρός κατάφεραν να αράξουν σε κάποιο μικρό κόλπο στην Γαύδο.
99pateres2Στην Γαύδο οι Πατέρες έμειναν 24 μέρες και αφότου ηρέμησε η θάλασσα μπήκαν στη βάρκα τους και γύρισαν στην Κρήτη. Έφτασαν απέναντι στα Σφακιά που είναι περίπου είκοσι μίλια απόσταση, μετά που κατέβηκαν διαπίστωσαν ότι έλειπε ένας και αυτός ήταν ο Ιωάννης ο Ερημίτης. Έτσι έχουμε το εξής θαύμα: Θέλοντας ο Θεός να δοξάσει τον Άγιο Ιωάννη και να φανερώσει στους ανθρώπους την αρετή του, τον σκέπασε με νέφος εκεί που κοιμόταν όταν έφευγαν οι Πατέρες και έτσι δεν τον είδαν. Δεν φτάνει όμως αυτό αλλά όταν το αντιλήφθηκαν δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω γιατί άρχισε και πάλι τρικυμία, έτσι συγκεντρώθηκαν στην παραλία των Σφακίων και περίμεναν. Το θαύμα αυτό ολοκληρώνεται όταν ο Ιωάννης μετά από αρκετή προσευχή ηρέμησε την θάλασσα και απλώνοντας το μανδύα του στο νερό άρχισε να πλέει σαν βάρκα, μετά ανέβηκε πάνω, έβαλε το ραβδί του για κατάρτι και το ράσο του για άρμενο. Με το θαυμαστό αυτό τρόπο έφτασε μετά από μερικές ώρες εκεί που τον περίμεναν οι υπόλοιποι 98 Πατέρες οι οποίοι έκθαμβοι από το θαύμα που είδαν τον αγκάλιασαν και όλοι μαζί έψαλαν ύμνους στο θεό.
Αφού περιπλανήθηκαν στις ακτές και τα βουνά των Σφακίων οι Πατέρες αναζήτησαν κατάλυμα. Κατευθύνθηκαν δυτικότερα και μπήκαν στην επαρχία Σελίνου. Εκεί βρήκαν μια σπηλιά στο βουνό του μεγάλου χάρακα κοντά στο χωριό Αζωγυρέ και δίπλα σε ένα ποτάμι. Ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες βρήκαν επιτέλους την ησυχία που αναζητούσαν. Επειδή η σπηλιά δεν ήταν τόσο μεγάλη που να χωρέσει και τους 99 μοιράστηκαν. Οι 36 πέρασαν απέναντι από το ποτάμι σε μια άλλη σπηλιά. Μοναδικό φαγητό για αυτούς ήταν χαρούπια και οι καρποί του σκίνου και δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσεύχονται. Ενώ οι λοιποί Πατέρες ήταν ευχαριστημένοι με το κοινόβιο, ο Άγιος Ιωάννης ήταν θερμός υποστηρικτής του απόλυτου μοναχικού βίου. Θεωρούσε την παρουσία ακόμη και σεβάσμιων ανθρώπων εμπόδιο στην προσπάθεια ολόψυχης αφιερώσεως και επικοινωνία με τον Θεό. Στην τελευταία κοινή προσευχή τους, οι Πατέρες, πριν φύγει ο Ιωάννης παρακάλεσαν τον Θεό να τους εκπληρώσει μια επιθυμία που ήταν καθολική. Ζήτησαν να πεθάνουν όλοι μαζί την ίδια μέρα.
Φεύγοντας ο Άγιος Ιωάννης από τον Αζωγυρέ και αφήνοντας πίσω του τους 98 πατέρες μετά από πολύ ταλαιπωρία, έφτασε στο ακρωτήρι Χανίων. (Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος πηγαίνοντας για τα Χανιά πέρασε και σταμάτησε για να ξεκουραστεί στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου, όπου κι εκεί υπάρχει σπήλαιο το οποίο έχει ένα εκκλησάκι και εορτάζει στην μνήμη του), σημερινό προσκύνημα. Φτάνοντας στο Ακρωτήρι ο Όσιος Ιωάννης βρήκε ένα σπήλαιο όπου και έζησε πολλά χρόνια. Μια μέρα που ο Άγιος βγήκε να βρει μερικά χόρτα κάποιος βοσκός τον πέρασε για θήραμα πίσω από τους θάμνους που ήταν και τον χτύπησε με το τόξο του. Ακολουθώντας τα αίματα ο βοσκός έφτασε στη σπηλιά όπου με δυσκολία είχε συρθεί ως εκεί ο Άγιος. Στεναχωρημένος ο βοσκός ζητούσε να τον συγχωρήσει και τότε με ήρεμη φωνή του απάντησε ο Άγιος Ιωάννης: «εγώ σε συγχωρώ μα το σπουδαιότερο είναι πως ο Θεός που αγαπά την σωτηρία των ανθρώπων θα δεχθεί την μετάνοια σου….»
Τα πλήθη που συγκεντρώθηκαν στη σπηλιά είδαν τον Άγιο, άκουσαν ψαλμωδίες και ένοιωσαν την ευωδία του λιβανιού που απλωνόταν τριγύρω. Άνθρωποι πίστεψαν, όσοι ασθενείς πήγαν θεραπεύτηκαν. Χτίστηκε εκκλησία εκεί δίπλα την οποία αφιέρωσαν στον Άγιο και από τότε και στην Εκκλησία και στο σπήλαιο υπάρχει μαρτυρία θαυμαστών γεγονότων. Από τον 18o αιώνα στην περιοχή όπου κοιμήθηκε ο Όσιος Ιωάννης κτίστηκε Μοναστήρι, το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με την παράδοση και τα ιερά βιβλία με τους λοιπούς 98 Πατέρες έγινε αυτό που ζήτησαν από το Θεό. Την ίδια ώρα που πέθανε ο Άγιος Ιωάννης πέθαναν και οι 98 Πατέρες στο σπήλαιο. Μάλιστα ήταν τόσο αιφνίδιος ο θάνατος που άλλοι ήταν καθιστοί και ακουμπισμένοι στα ραβδιά τους, άλλοι κοιμώμενοι όπως ήταν και άλλοι σε στάση προσευχής.
Όλα αυτά συνέβησαν την 6ην Οκτωβρίου του 1632. Η Εκκλησία μας τους τιμά στις 7 Οκτωβρίου με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, του Κρητός αφού την 6ην του αυτού μηνός εορτάζει την μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Θωμά.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΩΝ 99 ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΚΡΉΤΗ
Ήχος γ΄
«Η μεγαλόνησος Κρήτη εφραίνεται, ότι εν όρεσι αυτής ενίκησαν, τον πολυμήχανον εχθρόν πατέρες οι θειότατοι, δάκρυσι νηστείαις τε, προσευχές και δεήσεσι, όθεν και τα πνεύματα συν Αγγέλοις αγάλλονται, τα λείψανα τα θεία δε τούτων, ρώσιν χαρίζουσι τοις κάμνουσι».

έννοια του πνευματικού ανθρώπου στην Ορθόδοξη Ανατολή


Με την ενδοκοσμική θεώρηση των πραγμάτων, πνευματικός άνθρωπος, θεωρείται ο άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, ο άνθρωπος της διανόησης και της κουλτούρας.
Ασφαλώς, η ενασχόληση του ανθρώπου, με τα γράμματα και τις τέχνες, αποτελεί μια εν δυνάμει ενεργοποίηση του εικονισμού του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο. Συνδέεται αμεσότατα με τη γνώση, η οποία κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, «Δόσις εστίν αγαθή, υπό του Θεού δοθείσα τω ανθρώπω εξ\’ αρχής της αυτού διαπλάσεως».
Επομένως είναι αποδεκτή και καταξιώνει τον άνθρωπο, που προβάλλει με αυτό τον τρόπο, τον πνευματικό πολιτισμό, που είναι ότι λεπτότερο και ευγενέστερο, έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ύπαρξη.
Στον χώρο της ορθόδοξης ανατολής, πνευματικός άνθρωπος νοείται εκείνος που εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα και έχει κάνει υπέρβαση των παθών.  Έτσι οι φιλοκαλικοί Πατέρες, θα πουν πως ο πνευματικός άνθρωπος δεν κατατρύχεται από την ηδυπάθεια του σώματος, αλλά από την απάθεια, δεν αιχμαλωτίζεται από την εμπάθεια της ψυχής αλλά από την αγάπη, δεν κατευθύνεται από την προσπάθεια του νου, δηλαδή την ολοκληρωτική προσκόλληση στα γήινα, αλλά διακατέχεται από την απροσπάθεια, δηλαδή την δυνατότητα, να ατενίζει και πέρα από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων και να έχει κατά την πατερική ορολογία, «Αληθή γνώση των όντων».
Ο Μέγας Βασίλειος, στον περίφημο λόγο του περί Αγίου Πνεύματος δίνοντας το στίγμα του πνευματικού ανθρώπου, θα πει πως, «Πνευματικός εστίν, ο μηκέτι κατά σάρκαν ζών, αλλ\’ ο Πνεύματι Θεού αγόμενος». Πνευματικός, λοιπόν, είναι ο άνθρωπος εκείνος, που δεν ζει σαρκική ζωή, δηλαδή δεν έχει μια ατομοκεντρική και υλώδη θεώρηση των πραγμάτων, αλλά λειτουργεί αναγωγικά και μέσα ακόμα από τον κόσμο των αισθητών και οι όλες ενέργειες του, κατευθύνονται από το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι λοιπόν, στον ορθόδοξο Θεανθρωποκεντρικό υπαρξισμό των Πατέρων της Ανατολής, η έννοια του πνευματικού ανθρώπου, είναι ταυτόσημη με την έννοια του Αγίου.
Ο Μέγας Βασίλειος, θα διακηρύξει εμφαντικά πώς, ο Άγιος «Τόπος εστίν οικείος τω Πνεύματι εμπαρέχων εαυτόν προς ενοίκησιν».  Άγιος λοιπόν, είναι ο άνθρωπος εκείνος, που παραχώρησε όλο το είναι του στο Άγιο Πνεύμα και έγινε έτσι κατοικητήριο Του ψυχή τε και σώματι.
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, τονίζει πώς η ειδοποιός διαφορά του πνευματικού ανθρώπου με την συνήθη έννοια του όρου και του πνευματικού ανθρώπου με την εκκλησιολογική διάσταση του όρου, έγκειται στο γεγονός ότι, ο πρώτος μαθαίνει τα γήινα πράγματα, χρησιμοποιώντας την επίγεια διάνοια του και έχει ένα πεπερασμένο ορίζοντα γνώσεων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ο πνευματικός άνθρωπος, βοηθούμενος από το Άγιο Πνεύμα, έχει γνώση και εμπειρία πραγμάτων και καταστάσεων, που είναι εντελώς άγνωστα, γι\’ αυτόν που δεν έχει αναγεννηθεί, εν Αγίω Πνεύματι.  Λέει χαρακτηριστικά «Τα επίγεια, μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια, γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, ενώ παραμένουν απρόσιτα και άγνωστα, για αυτούς που δεν αναγεννήθηκαν».
Η ορθόδοξη Ανατολή, τονίζει πως για να γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, πρέπει πρώτα απ\’ όλα να χωριστεί από τα πάθη του, τα οποία κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, «Διϊστώσιν ημάς, από της θεωρίας του όντως φωτός», μας εμποδίζουν δηλαδή, από το να έχουμε γεύση και εμπειρία Θεού στη ζωή μας.  Ο τρόπος υπέρβασης των παθών, που προτείνεται από την Εκκλησία, είναι η άσκηση η οποία κατά τον Αββά Ισαάκ το Σύρο «Μήτηρ του Αγιασμού εστίν».
Ο άνθρωπος δια της ασκήσεως, στοχεύει στην πάταξη της φιλαυτίας, δηλαδή του ατομικισμού, που τον αποστερεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.  Εκείνος που έχει κάνει υπέρβαση της φιλαυτίας και βιώνει την αρετή της ταπεινώσεως, έλκει σαν μαγνήτης τη χάρη του Αγίου Πνεύματος «Η ταπείνωσις, όχημα εστίν, της προς τον Θεό αναβάσεως» θα τονίσει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Δεύτερος δρόμος και τρόπος, που προτείνεται, είναι η μετοχή μας στις λειτουργικές συνάξεις.  Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, αντιπροσωπευτικό δείγμα πνευματικού ανθρώπου, με την εκκλησιολογική έννοια του όρου, συνήθιζε να λέει «Μέσα από την Θεία Λειτουργία, ανακαλύπτω τον Θεό μου, τον εαυτό μου και μέσα από αυτόν, μπορώ να αγαπώ αληθινά τον κάθε άνθρωπο. Η Θεία Λειτουργία από μόνη της, αποτελεί την μεγαλύτερη πράξη αγάπης, αφού κατά την διάρκεια της αναπέμπονται ευχές και δεήσεις για όλο τον κόσμο, για όλη τη κτίση».