Ἡ λύπη καί ἡ ἀθυμία εἶναι καταστάσεις
πού καθημερινά ταλαιπωροῦν καί βαραίνουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄντας καί αὐτοί μέτοχοι τῶν συνεπειῶν τῆς
πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης, προβληματίσθηκαν πάνω στό θέμα τῆς λύπης, τό
μελέτησαν βαθιά καί μᾶς ἄφησαν μέ τό σοφό λόγο καί τή γραφίδα τους τά
συμπεράσματά τους, τόσο γιά τά αἴτια καί τίς συνέπειες τῆς λύπης, ὅσο
καί γιά τόν τρόπο ὑπέρβασής της.
Ὡς πρός τά αἴτια ἀναφέρουν ἄλλες
ἐμπαθεῖς καταστάσεις καί μεταλλαγμένες δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου,
ὅπως τή φιλαρχία, τή φιλαυτία, τή φιλοκτημοσύνη, τήν ὀργή καί τή
μνησικακία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, γιά παράδειγμα, ὅτι
πολλές φορές ἀπολαμβάνει κανείς νοσηρά, λόγῳ φιλαυτίας καί
ἐγωκεντρισμοῦ, τήν κατάσταση τῆς λύπης, γιατί μ’ αὐτόν τόν τρόπο,
γίνεται κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν συνανθρώπων του. Σημειώνει μάλιστα,
μέ ἰδιαίτερο νόημα τό γεγονός τῆς ἰδιότυπης αὐτῆς ἔκφρασης τῆς
φιλαυτίας τοῦ ἀνθρώπου, λέγοντας ὅτι πρέπει νά πονέσει κανείς πολύ γιά
νά λυτρωθεῖ ἀπό τή λύπη καί μάλιστα, ἄν χρειασθεῖ, νά πονέσει μέ ὀξύτερο
καί πιό μακροχρόνιο πόνο ἀπό τόν πόνο ἐκεῖνο πού τοῦ προκαλεῖ τό
αἴσθημα τῆς λύπης . Κι’ αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὄντας δέσμιος τοῦ
ἐγωκεντρισμοῦ του, θεωρεῖ ὡς φυσικό ἐπακόλουθο τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς
του τήν κατάσταση τῆς λύπης καί μάλιστα, ἀπαιτεῖ ὡς κεκτημένο δικαίωμά
του τή συμμετοχή τῶν ἄλλων στό πάθος του. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι μιά ψυχή πού ἔχει τέτοια βιώματα δέν
προσδοκᾶ τήν ἀληθινή ἀνακούφιση, πού προέρχεται ἀπό τό Παράκλητο Πνεῦμα,
ἀλλά ἐπιζητεῖ «τή νοσοῦσα χαρά», ἡ ὁποία εἶναι ἐμπαθής. Αὐτή ὅμως ἡ
χαρά εἶναι, κατά τόν Ἅγιο, «ἕλκος ψυχῆς» .
Ὁ Κύριος μακάρισε τούς πενθοῦντες,
ἐκείνους πού διακατέχονται ἀπό τό «κατά Θεόν» πένθος, ἀλλά ὄχι καί
ἐκείνους πού ὑποφέρουν ἀπό τήν ἄκαιρη καί ἐμπαθή λύπη. Γιατί τό «κατά
Θεόν» πένθος εἶναι δηλωτικό τῆς συναίσθησης τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πτώση
του καί γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Αὐτό τό πένθος ἔχει τή
δύναμη νά ἐκκενώσει τό χῶρο τῆς ψυχῆς καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν
ἐμπαθή λύπη, ὥστε νά εἰσοδεύσει στήν «βαθεῖα καρδία» τό χαροποιό ἐκεῖνο
στοιχεῖο τῆς ἐλπίδας καί τῆς κατά Θεόν εἰρήνης πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Ἔτσι μπορεῖ κανείς νά ἐννοήσει τή σημασία τοῦ Κυριακοῦ λόγου πού
προαναγγέλει τήν ἐλευθερία ἀπό τό πάθος, λέγοντας: «Ἡ λύπη σας θά
μεταστραφεῖ σέ χαρά».
Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τή λύπη δέν εἶναι
αὐτοσκοπός γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν ἐπιδιώκει κανείς, γιά νά ἀνοίξει
χῶρο μέσα του ὥστε νά ἐγκατοικήσει ἐκεῖ ἡ εὐδόκιμη λύπη. Αὐτή ἡ
εὐλογημένη λύπη μπορεῖ νά γίνει γόνιμο ἔδαφος, στό ὁποῖο ἀργότερα θά
φυτρώσει ἡ ἀληθινή χαρά τῶν «κατά Θεόν καί ἐν Χριστῷ, πενθούντων». Εἶναι
ἡ χαρά αὐτή, ἡ ὁποία στή γλώσσα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας
ὀνομάζεται «χαροποιόν πένθος» ἤ «χαρμολύπη». Εἶναι δηλαδή, ἡ μετάνοια
καί ἡ αἴσθηση τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς προδιαγραφές τῆς
δημιουργίας του, ἀπό τή ζωή τῆς Τριαδικῆς καί αἰώνιας Ἀγάπης . Τό
«χαροποιόν πένθος» ὁδηγεῖ, κατά τόν Ἀπόστολο, στή σωτηρία, ἐνῶ ἡ λύπη
τοῦ κόσμου προετοιμάζει καί συντηρεῖ τό θάνατο.
Αὐτόν τόν θεοποιθή λόγο τῶν ἁγίων
Πατέρων μας προσπαθοῦμε μέ τήν παρούσα ἔκδοση νά προσφέρουμε στούς ἐν
Χριστῷ ἀδελφούς μας, ὡς συνδρομή καί ὑποστήριξη στόν ἀγώνα τους κατά τῆς
ἐμπαθοῦς λύπης, πού συνεχῶς γεμίζει τό ποτήρι τῆς ζωῆς μας καί μᾶς
στερεῖ τή χαρά «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Τό μικρό αὐτό πόνημα εἶναι χωρισμένο σέ τρία μέρη, τῶν ὁποίων προηγεῖται τό παρόν προλογικό σημείωμα.
Στό πρῶτο μέρος παραθέσαμε ὁμιλίες τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μεταγλωττισμένες στήν καθομιλουμένη Ἑλληνική,
οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στό ἴδιο θέμα τῆς λύπης καί ἀθυμίας.
Στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου
συμπεριλάβαμε, ὑπό τύπον συνοπτικῆς ἀναφορᾶς, μικρό δοκίμιο, σχετικά μέ
τό θέμα τῆς λύπης. Αὐτό ἀναφέρεται σέ ἀπόψεις ἄλλων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας μας –ἐκτός ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐκθέτουμε στούς συγκεκριμένους
μεταφρασμένους λόγους– μέ τίς ὁποῖες δίδεται μιά, κατά κάποιον τρόπο,
πληρέστερη εἰκόνα τῆς Πατερικῆς θέσεως πάνω στό εὐαίσθητο αὐτό θέμα τῆς
λύπης καί τῆς ἀθυμίας.
Θεωρήσαμε σκόπιμο τό νά παραθέσουμε
ἐπίσης, στό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τοῦ παρόνοντος βιβλίου, ὁρισμένες
παραμυθητικές ἐπιστολές τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτές οἱ περιστασιακές
κυρίως ἐπιστολές ἀπευθύνονται σέ διάφορα πρόσωπα, τά ὁποῖα πενθοῦσαν γιά
κάποια ἀπώλεια εἴτε αὐτή ἦταν ὁ θάνατος προσφιλῶν τους προσώπων, εἴτε ἡ
στέρησης ὑλικῶν ἀγαθῶν, τοῦ γοήτρου, τῆς ἀξιοπρέπειας ἤ ἀκόμα καί ἡ
ἀπώλεια τῆς αὐτοεκτίμησής τους.
Τό τρίτο αὐτό μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι
ἰδιαίτερης σημασίας. Γιατί σ’ αὐτό φαίνεται καθαρά ἡ ὑποδειγματική ἀγωγή
τῶν ἁγίων Πατέρων. Πῶς δηλαδή, αὐτοί ἐκφράζουν τή συμπάθειά τους πρός
τόν πάσχοντα, χωρίς ὅμως, ἡ παρακλητική αὐτή στάση τους, νά μειώνει στή
συνείδηση τῶν λυπημένων τή σημασία τοῦ πάθους τῆς λύπης καί τήν ἀνάγκη
τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπ’ αὐτό.
Πράγματι, ἄν ἐρευνήσει κανείς κατά βάθος
τά αἴτια τῆς λύπης, θά διαπιστώσει ὅτι αὐτή εἶναι ἀπόλυτα συσχετισμένη
μέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά ἀγαθά καί τίς ἀπολαβές τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος
τίς περισσότερες φορές πάσχει ἀπό τή φιλαυτία του καί ἐξαιτίας αὐτῆς
πρέπει, ἄν θέλει τήν ἐλευθερία του, νά παλαίψει γιά νά ἀποκτήσει πάλι
«τό χαμένο θησαυρό του». Ἡ κολοκυθιά τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ , ὅσο καί ἄν
δόθηκε φιλάνθρωπα ἀπό τόν Θεό, γιά νά καλυφθεῖ μιά συγκεκριμένη καί
πρόσκαιρη ἀνάγκη τοῦ Προφήτη, δέν θά ἔπρεπε, γιά κανένα λόγο, νά γίνει
διαχωριστικό τεῖχος καί νά σκιάσει τή θέα τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του. Γι’
αὐτό, ὅταν ὁ Ἰωνᾶς «βολεύτηκε» κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ
ὑποκατάστατου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, θεώρησε τήν ἀνάπαυση πού τοῦ
πρόσφερε ἡ κολοκυθιά ὡς εὐχάριστο ἀντίδοτο κατά τῆς λύπης του καί ὡς
πλήρωμα τοῦ κενοῦ τῆς ψυχῆς του. Ἀλλά ἡ σκιά τῆς κολοκυθιᾶς δέν ἦταν
πηγή ἀληθινῆς χαρᾶς καί ἀνάπαυσης. Ἦταν μονάχα ἕνα ἐφήμερο εἴδωλο
εὐτυχίας, στό ὁποῖο ὁ Ἰωνᾶς στήριξε τόσο ἀπερίσκεπτα τήν ἐλπίδα τῆς
ἀνάπαυσης καί τῆς πληρότητάς του.
Ἡ ἀπερισκεψία αὐτή τοῦ Ἰωνᾶ προκάλεσε τή
φιλάνθρωπη καί πάνσοφη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος πρόσταξε τήν
κολοκυθιά νά ξεραθεῖ κι ἀμέσως αὐτή, μέσα σέ μιά νύχτα, ξεράθηκε. Ἡ
ὑπερβολική λύπη τοῦ Ἰωνᾶ, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε, ἄφησε νά φανεῖ ξεκάθαρα ὁ
εἰδωλικός χαρακτήρας, τόν ὁποῖο εἶχε προσλάβει τό ἐφήμερο αὐτό κτίσμα
στήν ψυχή τοῦ Προφήτη.
Καθένας μας, βέβαια, μέ τόν ἕναν ἤ τόν
ἄλλο τρόπο, διατηροῦμε κρυφά ἤ φανερά κάποια «κολοκυθιά», στήν ὕπαρξη
τῆς ὁποίας ἔχουμε στηρίξει τίς προσδοκίες, τά αἰσθήματα καί τίς
ἐπιδιώξεις μας. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνουμε νοσηρά τόν ψυχοφθόρο ὕπνο πού μᾶς
χαρίζει «ἡ πυκνή καί πανόλεθρη σκιά της». Ὁ πανοικτίρμονας Θεός ὅμως, ὁ
Ὁποῖος θέλει ὅλοι νά σωθοῦν καί νά ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀλήθειας» ,
ἐπιτρέπει κάποια στιγμή, νά «ξεραθεῖ» ἡ εἰδωλική αὐτή χαρά μας καί νά
χαθοῦν γιά πάντα τά ψεύτικα στηρίγματά μας.
Ἐξαιτίας λοιπόν τῆς λύπης, ἡ ὁποία θά
πλημμυρίσει στή συνέχεια τήν ψυχή μας, μποροῦμε νά συνειδητοποιήσουμε τό
ὅτι ποικίλλες «κολοκυθιές» ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ τή θέση τοῦ Θεοῦ καί
ἔχουν ἐκβάλλει τήν ἐλπίδα Του ἀπό τήν ψυχή μας. Θά ἀντιληφθοῦμε, δηλαδή
ὅτι ἡ ἀγαπητική δύναμη, ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά λειτουργεῖται μέσα μας
«Θεοπρεπῶς» καί ἡ ὁποία ὄφειλε νά στρέφεται πάντα, καθώς Ἐκεῖνος ἔχει
ὁρίσει, πρός τόν Θεό καί τόν ἀδελφό , διοχετεύεται ἄσκοπα σέ ἀλλότριους
τόπους καί ἔχει ἐντελῶς ἐκτραπεῖ ἀπό τήν πορεία της πρός τό «καθ’
ὁμοίωσιν». Ἔχει, μ’ ἄλλα λόγια, κάνει ἀντικείμενο καί ἀποδέκτη της τήν
ἐφήμερη ὕλη, τίς ἀθέμιτες σχέσεις μέ τό παρόν καί μέ τήν ἄκρατη
φιλαυτία.
Αὐτά ὅμως, καθώς θά μᾶς ἐξηγήσουν στή
συνέχεια οἱ Πατέρες μας, εἶναι ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα δέν μᾶς ἐπιτρέπεται
νά τρέφουμε ἐλπίδες καί νά χαιρόμαστε. Εἶναι «οἱ κολοκυθιές μας», τῶν
ὁποίων τή σκιά ἐπέτρεψε βέβαια, πρός καιρόν, ὁ Θεός –γιά νά μᾶς
προσφέρουν κάποια ἀνακούφιση καί νά μᾶς προστατεύσουν, «ὡς δερμάτινοι
χιτῶνες», ἀπό τίς συνέπειες τῆς πτώσης μας– ἀλλά αὐτές τίς τρώει εὔκολα
κάποια στιγμή ἕνα σκουλήκι καί ἔτσι μένουμε ἐκτεθειμένοι καί
ἀπροστάτευτοι «στόν καύσωνα τῆς ἡμέρας». Ἀλλά γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς
ἀναπαύσεις θά πρέπει νά λυπούμαστε συνεχῶς καί νά μετανοοῦμε ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. Γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «θά μᾶς ζητηθεῖ
λόγος ἀπό τόν Θεό, ὄχι γιατί δέν θαυματουργήσαμε, οὔτε γιατί δέν
θεολογήσαμε, οὔτε, ἐπίσης, γιατί δέν φθάσαμε στή θεωρία τῶν ἀθεάτων,
ἀλλά θά δώσουμε ὁπωσδήποτε λόγο, γιατί δέν κλαύσαμε καί δέν μετανοούσαμε
συνεχῶς».
Εὐχή καί προσευχή μας γιά τόν καθένα μας
εἶναι νά μήν ἐπενδύουμε πλέον, στή σκιά πού μᾶς προσφέρουν οἱ
«κολοκυθιές» μας, ἀλλά νά βιαστοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τέτοια ἀβέβαια
ὑποστηλώματα, ὥστε νά μή βρίσκει ἡ λύπη στήν ψυχή μας ἀντικείμενο γιά νά
τρέφεται καί νά συντηρεῖται.
Παραδίδοντας τή σκυτάλη τοῦ λόγου στή
σοφή καί διακριτική γραφίδα τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἐκζητοῦμε τίς εὐχές
τοῦ κάθε σεβαστοῦ ἀναγνώστη, ἀπευθύνοντάς του συγρόνως τό ἀποστολικό
κέλευσμα: «Χαίρετε, ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου