Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Μετάνοια και Εξομολόγηση Ο Εκκλησιολογικός τους χαρακτήρας και η σχέση τής Εξομολόγησης με τα Μυστήρια Του ομότιμου καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη



Πηγή: Βιβλικά, Ιστορικά και Θεολογικά Ανάλεκτα". Θεσσαλονίκη 2013. Σελ. 76-82.



    1. Γενικά περί μετανοίας

    2. Η Εξομολόγηση στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας

    3. Η Ορθόδοξη έννοια του μυστηρίου της μετανοίας

    4. Συμπεράσματα



1. Γενικά περί μετανοίας

Το βασικότερο στοιχείο, μέσω του οποίου ο άνθρωπος οδηγείται στην πίστη είναι η μετάνοια. Είναι τραγική η κατάσταση της ανθρώπινης πραγματικότητας, γιατί ο άνθρωπος σώζεται με την καταρχήν άρνηση του εαυτού του (Νησιώτης 207 εξ). Ή αναγνωρίζουμε ότι το απόλυτο και άπειρο διεισδύει στο πεπερασμένο και σχετικό, το καθαγιάζει και μαζί δημιουργούν ένα κλειστό ιερό κύκλο, ή παραδεχόμαστε ότι το πεπερασμένο και σχετικό διακατέχεται από μια έφεση προς το άπειρο και απόλυτο και με αυτό τον τρόπο γεννιέται μια δημιουργική κίνηση.

Η πρώτη γνώμη είναι αποκλειστικά συντηρητική και ιερατική. Η δεύτερη είναι δημιουργική και προφητική. Στον χριστιανισμό ενυπάρχουν και οι δυο αυτές και αντικατοπτρίζονται με ιδανικό τρόπο στην έννοια της μετάνοιας. Αυτή είναι η μετάνοια με την ευρύτερη σημασία της λέξεως: Βίωση δηλαδή της ανικανότητας ενώπιον του Θεού και δημιουργική κίνηση προς την κλήση του Θεού (Μπερδιάγεφ 348). Αυτή η βίωση αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα εισδοχής του ανθρώπου στην Εκκλησία και σχετίζεται βασικά με το μυστήριο του Βαπτίσματος.

Η μετάνοια, όμως, δεν είναι μια στατική ιστορικά έννοια, αλλά «η συνεχής και αέναος προς τα άνω κίνηση προς κάθαρση και μετοχή στο μυστήριο της δόξης του Θεού» (Νησιώτης 206-7). Δεν είναι μόνον η πρώτη απάντηση στην πρώτη κλήση του Θεού για σωτηρία, αλλά την συνοδεύει ως ατέλειωτη επωδός της προς τα άνω και προς το φως πορείας του ανθρώπου. Από αυτόν τον ορισμό πηγάζει η δεύτερη έννοια της μετανοίας με τη στενότερη σημασία της λέξεως, η οποία σχετίζεται με το Μυστήριο της Θείας Μετανοίας (ή Εξομολογήσεως).



2. Η Εξομολόγηση στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας

Η βιβλική θεμελίωση του Μυστηρίου της Θείας Μετανοίας βρίσκεται στην Καθολική επιστολή του Ιακώβου, «εξομολογείσθαι αλλήλοις τας αμαρτίας» (Ιακ 5:16), όπου με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το μυστήριο τοποθετείται σε εκκλησιολογική βάση.

Παλαιότερα, κατά τη σχολαστική περίοδο, ορισμένοι επιχείρησαν να συσχετίζουν το μυστήριο με τα χωρία Ματθ 18:18 και Ιω 20:23, τα οποία όμως αναφέρονται σε μια εξουσία γενικότερης φύσεως που ανέθεσε ο Κύριος στους μαθητές του. Σε εκκλησιολογική βάση τοποθετούσε και η πρώτη Εκκλησία την μετάνοια, όπως μαρτυρεί και η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων: «εν εκκλησία εξομολόγηση τα παραπτώματά σου» (Διδαχή των 12, IV, 14, ΒΕΠΕΣ, εκδ. Αποστολικής Διακονίας τομ. Β, σελ. 217). Και σε άλλο σημείο: «κατά Κυριακήν Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε προσεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών» (Στο ίδιο, XIV 2, σελ. 220), όπου επιπλέον τονίζεται και η σχέση του μυστηρίου με το κατ’ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας, δηλαδή την Ευχαριστία. Επίσης ο Ιγνάτιος Αντιοχείας στην προς Φιλαδελφείς επιστολή του αναφέρει: «πάσιν ουν τοις μετανοούσιν αφίησιν ο Θεός, εάν συνδράμωσιν εις ενότητα Χριστού και συνεδρίαν του επισκόπου» (Προς Φιλαδελφείς VIII, 1, ΒΕΠΕΣ, σελ. 310). Είναι φανερό ότι στην πρώτη Εκκλησία η Εξομολόγηση γινόταν δημόσια.

Όμως, με την πάροδο του χρόνου, εξαιτίας της αυξήσεως του αριθμού των χριστιανών, υποχώρησε ο ζήλος και ελαττώθηκε η ηθική ευαισθησία των πρώτων χρόνων, με αποτέλεσμα πολλοί να εκπίπτουν της Εκκλησίας. Από την εποχή ακόμη της συγγραφής του Ποιμένα από τον Ερμά έγινε αισθητή η ανάγκη για δεύτερη μετάνοια (4η εντολή). Με το μυστήριο της Εξομολογήσεως αυτός που είχε αποβληθεί από την Εκκλησία αποκαθιστούσε τις σχέσεις του με αυτήν. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός που αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος: Ο Μάξιμος και ο Ουρβανός, οι οποίοι είχαν αποσχισθεί από την Εκκλησία επειδή παρασύρθηκαν από τον αιρετικό Νοβάτο, «παρόντων ικανών, τούτο μεν επισκόπων, τούτο δε πρεσβυτέρων και λαϊκών ανδρών πάμπολλων, εξήγγειλαν αποδυρόμενοι και μεταγιγνώσκοντες» (Εκκλησιαστική Ιστορία Στ’ Βιβλίο, ΒΕΠΕΣ τόμ. ΙΘ, σελ. 379). Την ίδια εποχή δημιουργήθηκαν και οι τάξεις των μετανοούντων, δύο στην αρχή (οι ακροώμενοι και γονυκλίνοντες) και τέσσερις αργότερα, γύρω στον 3ο μ.Χ. αιώνα (προσκλαίοντες, ακροώμενοι, υποπίπτοντες και συνεστώτες).

Από τον 4ο αιώνα όμως επικράτησε καθολικά η μυστική εξομολόγηση, οπότε δημιουργήθηκε και ο θεσμός του πρεσβυτέρου της μετανοίας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό συνέβαινε και πιο πριν, αλλά γινόταν σπάνια και παράτυπα. Μόνο από την εποχή αυτή και μετά έγινε καθεστώς, χωρίς και πάλι να εκλείψουν οι αντιδράσεις. Οι ιστορικοί Σωκράτης (Εκκλ. Ιστορία 5,19) και Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστορία 7,16) αναφέρουν ότι ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Νεκτάριος κατήργησε το θεσμό της μυστικής εξομολογήσεως περίπου το 390 μ.Χ., εξαιτίας κάποιου σκανδάλου που αφορούσε την γνωστοποίηση της αμαρτίας κάποιας γυναίκας και επέτρεψε την κατά συνείδηση κοινωνία. Το ίδιο πράγμα επικράτησε και σε άλλες εκκλησίες.

Η δημόσια εξομολόγηση μετατράπηκε σε μυστική όχι εξαιτίας της κληρικοκρατίας, αλλά για γενικότερους λόγους. Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:

(α) Η πολιτική εξουσία της εποχής ήταν χριστιανική και τιμωρούσε ορισμένα παραπτώματα (νόμος θανατώσεως μοιχού κλπ.), όπως φαίνεται από τον 34ο Κανόνα του Μ. Βασιλείου (PG 31 στ. 753-75), τα οποία κατά συνέπεια δεν έπρεπε να γίνουν γνωστά.

(β) Από την στιγμή που ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία και σταμάτησαν οι διωγμοί, η δημόσια εξομολόγηση έγινε αδύνατη εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των χριστιανών, αλλά και έχασε το βάθος της, οπότε η Εκκλησία αναγκάστηκε με αυτό τον τρόπο να τονώσει το στοιχείο της εσωτερικής μετάνοιας, που είναι και το σπουδαιότερο.

Κατά τον Μ. Βασίλειο, «ου γαρ ίνα τοις πολλοίς φανερός γένομαι τοις χείλεσιν εξομολογούμαι, ένδον δε εν αυτή τη καρδία το όμμα μυών, Σοι τω μόνω βλέποντι τα εν τω κρυπτώ τους εν εμαυτώ στεναγμούς επιδεικνύων εν εμαυτώ ωρυόμενος» (Μ. Βασιλείου, Ερμηνεία εις λζ΄ Ψαλμόν PG 30 στ. 96).

Παρόμοια και η προτροπή του ι. Χρυσοστόμου: «παρακαλώ και δέομαι και αντιβολώ εξομολογείσθαι τω Θεώ συνεχώς, ουδέ γαρ εις θέατρόν σε άγω των συνδούλων των σων, ουδέ εκκαλύψαι τοις ανθρώποις αναγκάζω τα αμαρτήματα, το συνειδός ανάπτυξον έμπροσθεν του Θεού» (Ι. Χρυσοστόμου, Ομιλία Ε, Περί ακατάληπτου, SC 28 στίχ. 556-60).

Θα πρέπει, εντούτοις, να τονιστεί ότι και σε αυτή την περίπτωση το μυστήριο ποτέ δεν έχασε τον εκκλησιολογικό του χαρακτήρα. Εξακολούθησε, δηλαδή, να αποτελεί πράξη συμφιλίωσης τον πιστού με την Εκκλησία, την οποία απλώς εκπροσωπεί ο πρεσβύτερος της μετάνοιας. Δεν συγχωρούνταν δηλαδή απλώς τα ατομικά αμαρτήματα του πιστού, αλλά επανερχόταν στην Εκκλησία, εντός της οποίας και μόνον σωζόταν. Είναι πολύ χαρακτηριστική η χρησιμοποίηση του τρίτου προσώπου «ο Θεός...» (από τον ρωμαιοκαθολικό τύπο «Εγώ» σε συγχωρώ) στη συγχωρητική ευχή. Η χρησιμοποίηση του πρώτου προσώπου στο σλαβονικό ευχολόγιο, από τον 18ο αιώνα και μετά είναι αποτέλεσμα λατινικής επίδρασης. Ευτυχώς το ελληνικό κείμενο παρέμεινε όπως ήταν.



3. Η Ορθόδοξη έννοια του μυστηρίου της μετανοίας

Η θεολογία του μυστηρίου της εξομολογήσεως, όπως έγινε αντιληπτό και ιστορικά, στηρίζεται στην θεολογία της Εκκλησίας. Όμως την Εκκλησία δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε ορθολογιστικά, γιατί αυτή δεν μας επιβάλλεται εκ των έξω, ως εξωτερική μαρτυρία, αλλά ανήκει στον κόσμο των αοράτων πραγμάτων, που δεν αποδεικνύονται παρά μόνο με την πίστη, είναι δηλαδή μια πνευματική εσωτερική πραγματικότητα. Παρόλα αυτά η Εκκλησία δεν είναι μόνο αόρατη, μυστική και δυναμική, αλλά και ορατή και αισθητή, ενσαρκώνεται ιστορικά όπως ενσαρκώθηκε ο Χριστός. Αυτή η αισθητοποίηση, όμως, δεν είναι άρνηση του ανεξερεύνητου απείρου, αλλά ένας πλουτισμός, μια κατάκτηση. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί, ότι αυτή η Εκκλησία, που πραγματώνεται και ενσαρκώνεται στην ιστορία, δεν αποτελεί όλο το απροσμέτρητο βάθος της, όλο το πλήρωμά της, γιατί το άπειρό της παραμένει πέρα από την ιστορική της διάσταση.

Τα μυστήρια, λοιπόν, και τα δόγματα της Εκκλησίας είναι η ορατή πλευρά της μυστηριώδους ζωής του εγκόσμιου σώματος του Χριστού. Όπως τα δόγματα δεν κατανοήθηκαν ως κάποια αναγκαστική φιλοσοφική και θεολογική διδασκαλία, αλλά ως γεγονότα μυστικής τάξεως (Μπερδιάγεφ 40), έτσι και τα μυστήρια δεν είναι μαγικές τελετές, αλλά τα κύρια και ορατά σημεία όπου συγκεντρώνονται τα θεουργικά γεγονότα, τα οποία εκπληρώνονται στην εγκόσμια ζωή, και μέσω των οποίων ο λαός επικοινωνεί με το βάθος της πνευματικής ζωής.

Η βιβλική σημασία του μυστηρίου, έχει κατά βάση οριοθετηθεί από τον απόστολο Παύλο ως το μυστικό σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Κατά συνέπεια, μυστήριο χαρακτηρίζεται η Εκκλησία, μέσα στην οποία επενεργείται το μυστήριο της σωτηρίας. Και επειδή η Εκκλησία δεν είναι ούτε σύνολο δοξασιών κάποιου θρησκευτικού συστήματος, κάποια δηλαδή ιδεολογία, ούτε κάποια μυστηριακή λατρεία, αλλά η εν συνάξει φανέρωση της Βασιλείας του Θεού, ως μυστήριο μπορεί να χαρακτηριστεί η Θεία Ευχαριστία (περισσότερα στο κεφ. «μυστηριολογία»).

Η πατερική θεολογία, από την άλλη, ποτέ δεν καθόρισε τα μυστήρια με σχολαστικό τρόπο, ούτε τα συστηματοποίησε. Είναι χαρακτηριστική η θέση την οποία παίρνει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος στο έργο του Επιστολή περί εξομολογήσεως, στο οποίο δηλώνει την προτίμησή του σε εξομολόγηση που γίνεται σε πνευματικό μοναχό που δεν χειροτονήθηκε από την εξομολόγηση που γίνεται σε μη πνευματικό ιερέα, ακόμη κι αν είναι επίσκοπος. Σχετικά με τον αριθμό των «μυστηρίων», μόνο στην μεταπατερική θεολογία, εξ επιδράσεως του σχολαστικισμού από την εποχή του Μιχαήλ Παλαιολόγου και έπειτα, έχουμε αρίθμηση και συστηματοποίησή τους. Η αρχή έγινε από τη θεολογία του Αβελάρδου και Λομβάρδου τον 12ο μ.Χ. αι.), αλλά και πάλι ο τελικός καθορισμός δεν έγινε πριν από τον 17ο αι., «όταν η λατινική επιρροή βρισκόταν στο αποκορύφωμά της» (Ware 282).

Ας σημειωθεί ότι ο Ιωάννης Δαμασκηνός μιλάει για δύο, τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα για έξι, ο Ιωάσαφ (Μητροπολίτης Εφέσου τον 15ο αι.) για δέκα μυστήρια. Αλλά και αυτοί που κάνουν λόγο για επτά μυστήρια διαφωνούν ως προς το είδος των μυστηρίων (Ware 282). Επομένως, ούτε ο ισχυρισμός, ότι στην Ανατολή τα μυστήρια ποτέ δεν ήταν λιγότερα από επτά, ευσταθεί. Αλλά και όταν ακόμα κάνουμε λόγο για «επτά» μυστήρια, ο «αριθμός επτά» δεν έχει απόλυτη δογματική σημασία για την ορθόδοξη θεολογία.

Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι ο σκοπός και το τέλος των μυστηρίων και φυσικά και του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Με άλλα λόγια, προορισμός των μυστηρίων είναι η οικοδομή και η τελείωση της Εκκλησίας και όχι απλά ο αγιασμός των πιστών ως ατόμων (Σμέμαν 98-9). Γι’ αυτό το λόγο τα επί μέρους μυστήρια δεν αποτελούν χωριστά μέσα χάριτος, ανεξάρτητα το ένα του άλλου, αλλά συνδέονται μεταξύ τους, και το κυριότερο αναφέρονται αναγκαστικά και ουσιαστικά στην Θεία Ευχαριστία. Αυτή είναι το τέλος τους, ο λόγος υπάρξεώς τους, είναι «το μυστήριο των μυστηρίων» και μέσα σ' αυτήν ολοκληρώνεται και πραγματοποιείται η Εκκλησία, που είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού. Ως κατάλοιπο αυτής της αρχαίας παραδόσεως παρέμεινε η συνήθεια να τελείται το μυστήριο της εξομολογήσεως πριν από την Ευχαριστία.

Ο ορισμός του μυστηρίου της εξομολογήσεως, όπως μας τον δίνουν τα παλαιότερα δογματικά εγχειρίδια της Ανατολικής Εκκλησίας, ότι δηλαδή είναι «θεοσύστατος πράξις, ην ο Θεός διά του ιερέως αφίησιν τας μετά το βάπτισμα αμαρτίας των ειλικρινώς μετανοούντων και εξομολογουμένων αυτάς τω ιερεί» (Ανδρούτσος 376) είναι ολοφάνερα σχολαστικός και δικανικός, πιστή αντιγραφή ρωμαιοκαθολικών προτύπων και δεν έχει καμία σχέση με τη μυστική θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.

Είναι αλήθεια, ότι στη συνείδηση της Εκκλησίας αντιμετωπίζονται δύο αρχές: η αρχαία ελληνική αριστοτελική αρχή της μορφής, η οποία περιορίζει, η αρχή της συντελεσθείσας αισθητοποιήσεως και η αρχή η χριστιανική, η μυστική, που είναι πάντοτε δεκτική σε νέες δημιουργικές πραγματοποιήσεις (Μπερδιάγεφ 340). Ο σχολαστικισμός του μεσαίωνα, αποτέλεσμα της αριστοτελικής αρχής της μορφής και του ρωμαϊκού δικανικού πνεύματος, μετατόπισε σε μεγάλο βαθμό την έννοια των μυστηρίων. Τα μυστήρια (και κυρίως το μυστήριο της Θείας Μετανοίας) έχουν γίνει σήμερα ιδιωτικές τελετές, που σκοπό έχουν την εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών των χριστιανών και αποσκοπούν στον προσωπικό αγιασμό των πιστών, και όχι στην οικοδομή της Εκκλησίας (Σμέμαν 114).

Η μετατόπιση, δηλαδή, αυτή οφείλεται σε μια άλλη μετατόπιση, αυτή της έννοιας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει ιδρυθεί για τον κόσμο και δεν είναι ένα θρησκευτικό ίδρυμα χωρισμένο από τον κόσμο, προορισμένο να εξυπηρετεί αποκλειστικά τις θρησκευτικές ανάγκες του ανθρώπου. Στις μέρες μας, βέβαια, η Εκκλησία θεωρείται ως ίδρυμα και από την ευσέβεια ως λατρευτικός οργανισμός, παύοντας έτσι στην ουσία να είναι κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι η ευχή της αναφοράς του Μ. Βασιλείου: «Ημάς δε πάντας τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, Σου δεόμεθα και Σε παρακαλούμεν Άγιε αγίων, ενώσαι αλλήλοις εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν...». Η Εκκλησία δεν πρέπει να θεωρείται ίδρυμα, δόγμα ή σύστημα, αλλά ζωή, η οποία αγκαλιάζει τα πάντα, προλαβαίνει τα πάντα και μεταμορφώνει τα πάντα, ως μια φάση, ένα πέρασμα στην πραγματικότητα της εν Χριστώ λυτρώσεως και μεταμορφώσεως (Σμέμαν 122).

Τα επί μέρους, λοιπόν, μυστήρια – με κίνδυνο να θεωρηθεί και αυτό σχολαστικισμός – είναι τα μέσα διά των οποίων ο άνθρωπος βιώνει το «Μέγα Μυστήριον», δηλαδή το μυστήριο της Εκκλησίας, μέσω του οποίου και μόνο σώζεται. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να παραθεωρήσει και την καθιερωμένη εξομολόγηση, όταν αυτή γίνεται σωστά, ιδίως από ψυχολογική άποψη. Ακόμη και ο πολύς Γιούγκ υπερασπίζεται με σθένος την εξομολόγηση. Με κανένα, όμως, τρόπο μια τέτοια εξομολόγηση δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε μυστηριακή βάση, ούτε είναι σύμφωνη με το γνήσιο πατερικό πνεύμα. Οι ψυχολογικοί λόγοι ως λόγοι που επιβάλλουν το μυστήριο της εξομολογήσεως, ανταποκρίνονται μόνο στο μέρος του μυστηρίου που ονομάζεται εξαγόρευση, και είναι το λιγότερο σημαντικό μέρος. Δυστυχώς, τα περισσότερα εγχειρίδια εξομολογητικής - αν όχι όλα - περιστρέφονται γύρω από αυτόν τον ψυχολογικό παράγοντα, παραμερίζοντας πλήρως τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα του μυστηρίου.



4. Συμπεράσματα

Η μετάνοια είναι γενικότερη έννοια. Καταρχήν μεν είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της εισδοχής του ανθρώπου στην Εκκλησία, παράλληλα όμως είναι και το συνεχές βίωμα της πορείας του ανθρώπου προς την σωτηρία με τη συνεχή παραδοχή της αμαρτωλότητάς του.

Η Εξομολόγηση στην πρώτη Εκκλησία ήταν πράξη συμφιλιώσεως του φταίχτη με την Αγία Εκκλησία και γινόταν δημόσια. Μόνον αργότερα, και μάλιστα για γενικότερους και όχι δογματικούς λόγους, η Εκκλησία την αντικατέστησε με την μυστική, οπότε ο πρεσβύτερος της μετανοίας εκπροσωπούσε κατά κάποιο τρόπο το σύνολο των πιστών.

Ο χαρακτήρας του μυστηρίου της Θείας Μετανοίας, όπως και όλων των μυστηρίων, είναι κατά βάση εκκλησιολογικός. Η μόνη πηγή σωτηρίας είναι η Εκκλησία (η οποία ας σημειωθεί ότι ολοκληρώνεται με την Ευχαριστία), ενώ το μυστήριο της Θείας Μετανοίας είναι ένα από τα μέσα οικοδομής της Εκκλησίας.



Βιβλιογραφία

Π. Βασιλειάδης, “Η Ορθόδοξη κατανόηση του Μυστηρίου της Μετανοίας,” Lex Orandi. Μελέτες Λειτουργικής Θεολογίας, EKO 9 Θεσσαλονίκη 1994, σελ.75-85. P. Vassiliadis - D. Passakos, “The Sacrament of Repentance in the Orthodox Tradition. A Theological and Cultural-Anthropological Approach,” Ritual and Ethics. The Pattern of Repentance, Scholars Press: Atlanta Georgia, 2001. Γ. Φλορόφσκυ, «Ορθόδοξος λατρεία», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, ελλ. μετ. Εκδόσεις Άρτος Ζωής, Αθήνα 1973, σελ. 159-173. Ν. Νησιώτη, «Η θεολογία ως επιστήμη και δοξολογία». Θεολογία. Αλήθεια και Ζωή, Αθήνα 1962, σελ. 207εξ. Ν. Μπερδιάγεφ, Πνεύμα και Ελευθερία. (Μητρ. Διοκλείας) Κάλλιστος Ware, The Orthodox Church, London 1963. Αλ. Σμέμαν, «Θεολογία και Ευχαριστία», Αλήθεια και Ζωή, Αθήνα 1962, σελ. 89-127. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήνα 19562. Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής εκκλησίας, τομ. Γ, Αθήνα 1961. Σ. Παπακώστα, Μετάνοια (Αθήνα, εκδ. Ζωής, 195310, σσ. 78-79)· M. Γαλανόπουλος, Η τάξις του Μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως, Αθήνα, 1955· Θ. Ματθαιάκη, Το Μυστήριο της Εξομολογήσεως, Αθήνα 1976. P. Meyendorff, «Penance in the Orthodox Church», SL 18 (1988) 108-111. J. Zizioulas, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, Crestwood, New York: St. Vladimir’s Seminary Press, 1985. Του ίδιου, "The Mystery of the Church in Orthodox Tradition", One in Christ 24 (1988) 294-303.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου