Ἡ μοναχικὴ ζωὴ δείκτης τελειώσεως
Καθηγητὴς Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης
Μὲ
τὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ παρουσιάστηκε μία ἰδιαίτερη μορφὴ ζωῆς στὴν
Ἐκκλησία. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δημιουργήθηκε καὶ νέα ἠθική. Ἡ
Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ἠθικὴ γιὰ τοὺς κοσμικοὺς καὶ ἰδιαίτερη γιὰ
τοὺς μοναχούς, οὔτε διαφοροποιεῖ τὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες τῶν πιστῶν ὡς
πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις τοὺς ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι
κοινὴ γιὰ ὅλους. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν ὡς κοινὸ γνώρισμα «τὸ ἀπὸ
Χρίστου καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεσθαι»(1). Ἡ ὑπόσταση δηλαδὴ καὶ τὸ ὄνομά
τους ἀνάγονται στὸ Χριστό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι γνήσιος
καὶ ἀληθινός, ὅταν στηρίζει τὴ ζωὴ καὶ τὴ διαγωγή του στὸ Χριστό. Ἡ
προσπάθεια ὅμως αὐτὴ δυσχεραίνεται μέσα στὸν κόσμο.
Αὐτὸ ποὺ εἶναι δύσκολο στὸν κόσμο
ἐπιχειρεῖται μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα στὸ μοναχισμό. Ὁ μοναχὸς ἐπιδιώκει
στὴν πνευματική του ζωὴ ὅτι ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει καὶ ὁποιοσδήποτε πιστὸς
νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Οἱ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ μοναχισμοῦ
συμπίπτουν οὐσιαστικὰ μὲ τὶς βασικὲς ἀρχὲς τῆς ζωῆς ὅλων τῶν πιστῶν.
Αὐτὸ γίνεται ἐμφανέστερο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς πρώτους
αἰῶνες, ὅταν δὲν εἶχε ἀκόμα ἐμφανισθεῖ ὁ μοναχικὸς θεσμός.
Στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
προφανὴς ἡ προτίμηση τῆς παρθενίας ἢ τῆς ἁγνότητας ἀπέναντι στὸ γάμο. Ἡ
θέση αὐτὴ δὲν στρέφεται βέβαια ἐναντίον τοῦ γάμου, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς
μέγα μυστήριο(2), ἀλλὰ ἐπισημαίνει τὶς δυσκολίες ποὺ συνεπάγεται σὲ
πρακτικὸ ἐπίπεδο γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Γὶ΄ αὐτὸ ἐξαρχῆς ὑπῆρχαν πολλοὶ
Χριστιανοί, ποὺ ἀπέφευγαν τὴ σύναψη γάμου. Ἔτσι ὁ ἀπολογητὴς
Ἀθηναγόρας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο αἰώνα, γράφει: «Εὔροις δ΄ ἂν
πολλοὺς τῶν πὰρ΄ ἠμὶν ἄνδρας καὶ γυναίκας καταγηράσκοντας ἀγάμους ἐλπίδι
τοῦ μᾶλλον συνέσεσθαι τῷ Θεῶ»(3).
Ἐξάλλου ἡ χριστιανικὴ ζωὴ συνδέθηκε
ἐξαρχῆς μὲ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου
ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ
ἀκολουθείτω μοὶ»(4). Ὁ Χριστὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν πλήρη
αὐτοπροσφορά του: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος
καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος»(5).
Τέλος ἡ ἐπίδοση στὴν ἔντονη καὶ
ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὑπακοὴ στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ
ὑποταγὴ στοὺς ἄλλους, ὅπως καὶ ὅλες γενικὰ οἱ βασικὲς ἀρετὲς τοῦ
μοναχισμοῦ, καλλιεργοῦνταν ἐξαρχῆς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Βέβαια ὁ μοναχὸς καὶ ὁ ἔγγαμος ζοῦν δύο
διαφορετικὲς μορφὲς ζωῆς. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀλλάζει τὴν κοινὴ εὐθύνη τοὺς
ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές του. Ὁ καθένας ἔχει κάποιο ἰδιαίτερο
χάρισμα μέσα στὸ ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ(6).
Κάθε μορφὴ ζωῆς, εἴτε ἡ ἔγγαμη εἴτε ἡ μοναχική, ὑπόκειται ἐξίσου στὸ
ἀπόλυτο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γὶ΄ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐκλαμβάνεται
ὁποιαδήποτε μορφὴ ζωῆς ὡς πρόσχημα γιὰ παραθεώρηση ἢ ἐπιλεκτικὴ
ἀνταπόκριση στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Καὶ
στὶς δύο περιπτώσεις ἀπαιτεῖται ἄσκηση καὶ ἀγωνιστικὴ διάθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου