Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Ἀντίφωνα τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης


Ἀντίφωνα τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης

Ἀντίφωνον Θ΄
«Ἔστησαν τά τριάκοντα ἀργύρια τήν τιμήν τοῦ τετιμημένου, ὅν ἐτιμήσαντο ἀπό υἱῶν Ἰσραήλ. Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής· διά τοῦτο γρηγορεῖτε!»
Τοποθέτησαν τά τριάκοντα ἀργύρια σάν ἀντίτιμο τοῦ ἀνεκτίμητου (Κυρίου), τοῦ ὁποίου τήν τιμή καθώρισαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ. Ἐσεῖς νά μένετε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεσθε, γιά νά μήν μπεῖτε σέ πειρασμό· διότι ἡ μέν ψυχή εἶναι πρόθυμη, ἡ σάρκα ὅμως εἶναι ἀδύνατη καί εὔκολα μπορεῖ νά ὑποκύψει. Γιά τοῦτο νά ἐπαγρυπνεῖτε.
Τό ἀντίφωνο ἐπανέρχεται στήν ἀνάγκη ἐπαγρυπνήσεως καί προσευχῆς. Εἶναι τά δύο μεγάλα ὅπλα, τά ὁποῖα καθορίζουν τή νίκη τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ὅμως καί δυνάμεις στηρίξεως τοῦ συνεκτικοῦ ἱστοῦ τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως, ρυθμιστικές τῆς διαπάλης ὅπου ὑπάρχει, μεταξύ σώματος καί ψυχῆς. Καί ἡ μέν ψυχή ἀγαπᾶ τά θεῖα καί τά ἐπουράνια καί εἶναι πρόθυμη νά παλέψει γιά τή σωτηρία της. Ἡ σάρκα ὅμως, δηλαδή ἡ ὑλική φύση, εἶναι ἀσθενής, εὐκόλως ὑποκύπτουσα στά πάθη καί τήν ἁμαρτία. Γιά τοῦτο οἱ πιστοί πρέπει νά εἶναι συνεχῶς ἄγρυπνοι, νά ἀντικρούουν τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά προσεύχονται στό Θεό νά τούς ἐνδυναμώνει στόν πνευματικό ἀγώνα τους. Ἡ ἀγρυπνία καί ἡ προσευχή βρίσκονται στήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς. Χωρίς αὐτές κανένας πνευματικός ἀγώνας δέν κερδίζεται.
 «Ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος· σύ δέ, Κύριε, ἀνάστησόν με, καί ἀνταποδώσω αὐτοῖς».
Μοῦ ἔδωσαν (λέγει ὁ Χριστός) ἀντί φαγητοῦ χολή καί, ὅταν διψοῦσα, μέ πότισαν ξύδι· σύ δέ, Κύριε, ἀνάστησέ με (ἀπό τόν τάφο) καί θ᾽ ἀνταποδώσω σ᾽ αὐτούς (σύμφωνα μέ τά ἀπάνθρωπα ἔργα τους).
 Ἡ κακουργία τῶν σταυρωτῶν ἦταν εἰδεχθής καί ἀποτρόπαιος. Στό στόμα, πού γέμισε τήν Παλαιστίνη μέ τή θεσπέσια διδασκαλία του, στό μεγάλο θαυματοποιό, πού γέμισε στήν ἔρημο τά πεινασμένα στομάχια χιλιάδων λαοῦ, ὅταν πείνασε τοῦ ἔδωσαν ἀντί φαγητοῦ χολή· καί ὅταν δίψασε, τοῦ ἔδωσαν νά πιεῖ ξύδι. Σύ Κύριε ὅμως, λέγει ὁ Χριστός στόν οὐράνιο Πατέρα του, μέ κάποιον τόνο «ἐκδικητικότητας», ἀνάστησέ με ἀπό τόν τάφο καί, σάν δίκαιος κριτής, θά ἀνταποδώσω σ᾽ αὐτούς σύμφωνα μέ τά ἄνομα ἔργα τους. Ἡ δίκαιη τιμωρία εἶναι πάντοτε ἡ κατάληξη τῆς παρανομίας.
Τά ἀντίφωνα μετά τήν ἀνάγνωσιν τοῦ Δ’ Εὐαγγελίου
(Ἰωάν. 18, 28- 19, 16)
Ἀντίφωνον Ι’
 «Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον γυμνός εἰς κρίσιν ἵστατο καί ἐν σιαγόνι ῥάπισμα ἐδέξατο ὑπό χειρῶν ὧν ἔπλασεν· ὁ δέ παράνομος λαός τῷ σταυρῷ προσήλωσε τόν Κύριον τῆς δόξης· τότε τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη· ὁ ἥλιος ἐσκότασε, μή φέρων θεάσασθαι Θεόν ὑβριζόμενον, ὅν τρέμει τά σύμπαντα. Αὐτόν προσκυνήσωμεν».
 Αὐτός, πού ντύνεται τό φῶς σάν ἱμάτιο, στεκόταν γυμνός γιά νά δικαστεῖ καί στό σαγόνι του δέχτηκε ράπισμα ἀπό τά χέρια, πού ὁ ἴδιος ἔπλασε· ὁ παράνομος ὅμως λαός κάρφωσε στό σταυρό τόν Κύριο τῆς δόξης. Τότε τό παραπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε, καί ὁ ἥλιος σκοτίστηκε μή ἀνεχόμενος νά βλέπει Θεό ὑβριζόμενο, τόν ὁποῖο τρέμουν τα σύμπαντα. Αὐτόν ἄς προσκυνήσουμε.
 Τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ εἶναι φοβερά ἀντινομικό καί ἀκατανόητο. Ἔχουμε ἄραγε σκεφτεῖ τί σημαίνει νά πεθαίνει ὁ Θεός; Οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλίζονται γι᾽ αὐτό, γνωρίζοντας τό μεγαλόπρεπο καί παντοδύναμο Θεό τῆς Π. Διαθήκης, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες, πού δούλευε πολύ τό μυαλό τους, τό θεωροῦσαν μωρία. Σ᾽ ἕνα ἀπό τά δύο ἡ καί στά δύο, θά καταλήξει ὁ καθένας, ἄν βάλει τό μυαλό του σάν μέτρο νά κρίνει τά ἀπόρρητα καί ἀκατάληπτα.
 Ἕνας Θεός τόσο μεγαλόπρεπος, ὥστε νά εἶναι ντυμένος τό φῶς, δικάζεται γυμνός ἀπό ἀνθρώπους παράνομους! Δέχεται τά ραπίσματα τοῦ πλάσματος, τή χλεύη καί τούς ἐμπτυσμούς τῶν «λογικῶν» ποιημάτων του! Καί στό τέλος καρφώνεται στό ξύλο σάν κακοῦργος ἐπονείδιστος!
 Τό θέαμα εἶναι ἀλγεινό. Μπροστά στήν τόση ἀχαριστία τοῦ πλάσματος, μπροστά στό τόσο κραυγαλέο ἀνοσιούργημα, σπαράζεται ἡ ἴδια ἡ φύση, πού βλέπει τόν πλάστη της δοσμένο σέ μιά τόσο μεγάλη ἀτίμωση. Τινάσσεται ἡ παλιά θεία οἰκονομία, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίζεται στά δύο, ἀπό πάνω ἕως κάτω. Ὁ ἥλιος χάνει τό φῶς του, τρέμει ὁλόκληρη ἡ πλάση. Κι ἄς εἶναι ὅλ᾽ αὐτά στοιχεῖα ἄλογα! Τό γεγονός ὅτι εἶναι κτισμένα στή θεία ἐνέργεια, τά ὁδηγεῖ κοντά στόν πλάστη τους, τά κάνει νά παίρνουν μέρος, μέ τόν τρόπο τους φυσικά, στό κοσμικό δράμα τοῦ Γολγοθᾶ. Καί ὁ ἄνθρωπος ὁ λογικός μένει ἐγκλωβισμένος στά δεσμά τῆς μωρίας του! Μακρόθυμε Κύριε, δόξα σοι!
 «Ὁ μαθητής ἠρνήσατο, ὁ λῃστής ἐβόησε∙ Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
 Ὁ μαθητής (ὁ Πέτρος) ἀρνήθηκε τό Διδάσκαλο, κι ὁ ληστής κραύγασε: Ἐνθυμήσου με, Κύριε, στή βασιλεία σου.
Ἀντίφωνον ΙΒ΄
«Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπί κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντί τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τά ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγώ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωήν τήν αἰώνιον».
 Αὐτά λέγει ὁ Κύριος στούς Ἰουδαίους: Λαέ μου, τί σου ἔκανα ἤ σέ τί σέ ἐνώχλησα; Στούς τυφλούς σου χάρισα τό φῶς, τούς λεπρούς σου καθάρισα (ἀπό τή λέπρα), σήκωσα ἄντρα πού ἦταν στό κρεβάτι (παράλυτος). Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα καί τί μου ἀνταπόδωσες; Ἀντί τοῦ μάννα, μοῦ ἔδωσες χολή, καί ἀντί τοῦ ὕδατος (στήν ἔρημο) μοῦ ἔδωσες ξύδι, καί ἀντί νά μέ ἀγαπᾶτε, μέ καρφώσατε στό σταυρό. Λοιπόν, δέ σᾶς ὑποφέρω πιά· θά καλέσω τούς εἰδωλολάτρες (πού εἶναι κι αὐτοί παιδιά μου) κι ἐκεῖνοι (ἀφοῦ πιστέψουν σέ μένα) θά μέ δοξάσουν μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεύμα· κι ἐγώ θά δωρήσω σ᾽ αὐτούς τήν αἰώνια ζωή.
 Τό ἀντίφωνο παρεισάγει τόν Ἰησοῦ νά διαλέγεται μέ τούς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιά τή σκληράδα καί τήν ἀχαριστία τους, τούς ρωτᾶ: Λαέ μου, τί κακό σοῦ ἔκανα καί κατά τί σέ στεναχώρησα; Ἐγώ σοῦ ἔκανα πολλές εὐεργεσίες. Θεράπευσα τούς ἀρρώστους σου καί σήκωσα τόν παράλυτο ἀπό τό κρεβάτι του. Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν εἴσασταν στήν ἔρημο περιπλανώμενοι, ἐγώ σᾶς χόρτασα μέ τό μάννα, καί ὅταν διψούσατε, σᾶς πότισα μέ δροσερό νερό ἀπό τήν σκληρή πέτρα. Καί τώρα τί κάνετε ἐσεῖς γιά μένα; Μοῦ δώσατε χολή καί ξύδι. Καί ἀντί νά μοῦ δείξετε εὐγνωμοσύνη καί ἀγάπη, μέ σταυρώσατε.
 Μήν παίζετε μέ τήν ἀνοχή καί τή μακροθυμία μου. Σ᾽ ὅλα τά πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, καί στή δική μου ἀντοχή. Δέν σᾶς ἀνέχομαι πιά. Σᾶς ἀρνοῦμαι. Καί στή θέση σας θά καλέσω σάν περιούσιο λαό μου τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι θά μέ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θά μέ πιστέψουν καί θά μέ δοξάσουν μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί σ᾽ αὐτούς θά χαρίσω τήν αἰώνια ζωή τῆς θείας βασιλείας μου.
 Φοβερό! Καί ὅμως ὁ Θεός μπορεῖ ν᾽ ἀρνηθεῖ τό πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του «στερεύει» μπροστά στήν πεισμοσύνη, τή σκληράδα καί τήν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη δέν εἶναι μονόδρομος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τόν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ἡ ψυχή του πατηθεῖ ὅπως τό ἄγονο ἔδαφος τῆς παραβολῆς, ὅταν πεισματικά ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί σπείρει μέσα του τό θάνατο, τότε μοιάζει μέ τό ξερό κλαδί, πού τό κόβουν οἱ ἄνθρωποι καί τό ρίχνουν στή φωτιά νά καεῖ. Ἡ κόλαση δέν προέρχεται προηγουμένως ἀπό τό Θεό. Εἶναι ἡ φυσική κατάληξη τοῦ πλάσματος, πού ἀρνήθηκε τό Θεό, καί τό ὁποῖο μέ τή σειρά του τό ἀρνεῖται ὁ Θεός!
 Κύριε, λύτρωσέ μας ἀπό τήν πεισμονή τοῦ πνευματικοῦ θανάτου!
Ἀντίφωνον ΙΕ’
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας (τρίς). Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τόν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τά πάθη, Χριστέ (τρίς). Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».
 Σήμερα κρεμᾶται ἐπάνω στό ξύλο Ἐκεῖνος πού κρέμασε τή γῆ πάνω στά ὕδατα. Στεφάνι ἀπό ἀγκάθια φοράει στήν κεφαλή, Ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ βασιλιάς τῶν Ἀγγέλων. Ντύνεται μέ ψεύτικη πορφύρα (βασιλικό ἱμάτιο), αὐτός πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ σύννεφα. Δέχτηκε ράπισμα, Ἐκεῖνος πού στόν Ἰορδάνη (διά τοῦ βαπτίσματός του) ἐλευθέρωσε τόν Ἀδάμ ἀπό τό δεσμό τῆς ἁμαρτίας. Μέ καρφιά καρφώθηκε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Μέ λόγχη κεντήθηκε ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμε τά πάθη σου Χριστέ. Δεῖξε σέ μᾶς καί τήν ἔνδοξή σου Ἀνάσταση.
Ἡ Ἐκκλησία προσκυνᾶ τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Τά προσκυνᾶ στήν ἀντινομική διάσταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ. Προσκυνᾶ Ἐκεῖνον, πού παντοδύναμα κρέμασε τή γῆ πάνω στά ὕδατα, κι ὅμως ὁ ἴδιος κρέμεται ἄδοξα ἐπάνω στό σταυρό. Ἐκεῖνον, πού εἶναι ὁ Κύριος τῶν λειτουργικῶν πνευμάτων του, κι ὅμως τώρα ἀντί βασιλικοῦ διαδήματος, φέρει στό κεφάλι του ἐμπαικτικά στεφάνι πλεγμένο ἀπό ἀγκάθια! Προσκυνᾶ Ἐκεῖνον, πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ σύννεφα, τώρα ὅμως στό σταυρό εἶναι ντυμένος κοροϊδευτικά μέ ψεύτικο βασιλικό μανδύα! Τόν Κύριο, πού μέ τό βάπτισμά του ἁγίασε τά ὕδατα καί ἔσωσε τόν Ἀδάμ ἀπό τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου, καί πού τώρα δέχεται βάναυσο ράπισμα στήν παρειά ἀπό ἕναν τιποτένιο ὑπηρέτη! Τό Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας νά καρφώνεται μέ καρφιά ἐπάνω στό ξύλο! Καί τόν Υἱό τῆς Παρθένου νά τρυπιέται μέ λόγχη τήν ἀξία του πλευρά.
 Τά πάθη τοῦ Κυρίου εἶναι λυτρωτικά. Ὡστόσο δέν παύουν νά εἶναι φορτισμένα μέ θλίψη καί ὀδύνη πολλή. Οἱ οὐρανοί θρηνοῦν γιά τό πάθος τοῦ Ποιητῆ τους. Ἡ φύση κλονίζεται γιά τόν πάσχοντα Θεό της. Ἡ Μητέρα κλαίει γιά τήν ὀδύνη τοῦ Υἱοῦ της καί οἱ Ἄγγελοι γιά τό μαρτύριο τοῦ Βασιλιᾶ τους! Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία θρηνεῖ γιά τά σεπτά πάθη τοῦ Νυμφίου της.
 Τό πάθος ὅμως τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάθος ἰδιότυπο. Πίσω ἀπ᾽ αὐτό ὑποφώσκει ἡ δόξα καί ἡ Ἀνάσταση. Καί ἔχει μιά νότα θριαμβικῆς χαρᾶς, τῆς νίκης τοῦ Γολγοθᾶ ἐπί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τοῦ ἐχθροῦ! Γιαυτό καί ἡ Ἐκκλησία θρηνεῖ μέν τά παθήματα καί τό θάνατο τοῦ Ἀρχηγοῦ της, ὅμως περίσεμνα καί μέ χαρά καλεῖ νά τῆς δείξει καί τήν ἔνδοξή του Ἀνάσταση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου