Mεγάλη Tετάρτη βράδυ. Η Θεία Κοινωνία
ΓΕΥΜΑΤΑ καὶ δεῖπνα κάνουν οἱ μεγάλοι, οἱ πλούσιοι, οἱ μεγιστᾶνες, ποὺ
θέλουν νὰ ποικίλουν τὴν ἀνιαρὰ ζωή τους καὶ μ᾿ ἕνα γλέντι. Ἀλλὰ πόσοι
προσκαλοῦνται σ᾿ αὐτά; Λίγοι, οἱ ἐπίσημοι· αὐτοὶ ποὺ εἶνε πάντα
χορτᾶτοι. Ὁ πολὺς λαὸς μένει ἔξω ἀπὸ τὰ δεῖπνα τῶν μεγάλων. Θὰ σᾶς
παρουσιάσω ὅμως ἕνα δεῖπνο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα δεῖπνα εἶνε μία σκιά.
Σ᾿ αὐτὸ εἶνε προσκεκλημένοι ὅλοι. Εἶνε δεκτὸς ἐξ σου τόσο ὁ πλούσιος ὅσο καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἀγράμματος ὅσο καὶ ὁ ἐγγράμματος, ἡ γυναίκα ὅσο καὶ ὁ ἄντρας. Σ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ καθήσῃ δίπλα στὸν βασιλέα καὶ ὁ λοῦστρος, κι ὅταν δειπνοῦν οἱ προσκεκλημένοι παιανίζει ἡ μουσικὴ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀδελφοί, ἐλᾶτε στὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ προσκλητήρια. Εἶνε γραμμένα ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ αἷμα. Καὶ τί γράφει; Σᾶς διαβάζω τὸ προσκλητήριο· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (θ. Λειτ.). Ἐλᾶτε λοιπόν. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν ὡραιότητα τοῦ δείπνου; Σᾶς λέγω μόνο, ὅτι ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ἡ θεία κοινωνία, εἶνε μυστήριο ἀγάπης, μυστήριο ταπεινώσεως, καὶ μυστήριο ζωῆς. Τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀπόψεις τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου θὰ ἐκθέσω μὲ λίγα λόγια στὴν ἀγάπη σας.
Σ᾿ αὐτὸ εἶνε προσκεκλημένοι ὅλοι. Εἶνε δεκτὸς ἐξ σου τόσο ὁ πλούσιος ὅσο καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἀγράμματος ὅσο καὶ ὁ ἐγγράμματος, ἡ γυναίκα ὅσο καὶ ὁ ἄντρας. Σ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ καθήσῃ δίπλα στὸν βασιλέα καὶ ὁ λοῦστρος, κι ὅταν δειπνοῦν οἱ προσκεκλημένοι παιανίζει ἡ μουσικὴ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀδελφοί, ἐλᾶτε στὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ προσκλητήρια. Εἶνε γραμμένα ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ αἷμα. Καὶ τί γράφει; Σᾶς διαβάζω τὸ προσκλητήριο· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (θ. Λειτ.). Ἐλᾶτε λοιπόν. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν ὡραιότητα τοῦ δείπνου; Σᾶς λέγω μόνο, ὅτι ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ἡ θεία κοινωνία, εἶνε μυστήριο ἀγάπης, μυστήριο ταπεινώσεως, καὶ μυστήριο ζωῆς. Τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀπόψεις τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου θὰ ἐκθέσω μὲ λίγα λόγια στὴν ἀγάπη σας.
* * *
Ἡ θεία κοινωνία
εἶνε μυστήριο ἀγάπης. Ἀγάπης τίνος; Τοῦ Χριστοῦ μας. Πόσο μᾶς ἀγαπᾷ ὁ
Χριστὸς μᾶς τὸ ἀποδεικνύει καθημερινῶς. Παντοῦ καὶ πάντοτε δεχόμαστε τὰ
δῶρα τῆς ἀγάπης του. Ὤ τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ! Εἶνε πολλά, ἀναρίθμητα.
Δικό του δῶρο εἶνε ἡ ζωή μας, ἡ τροφή μας, ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ποὺ αὐτὴ τὴ
στιγμὴ ἀναπνέουμε, καὶ τόσα ἄλλα. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο δῶρο του ξέρετε
ποιό εἶνε; Ἡ θεία κοινωνία. Γι᾿ αὐτὸ μιλᾶμε καὶ γιὰ «τίμια δῶρα». Στὸ
μυστήριο αὐτὸ σὰν ποταμὸς ξεχειλίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Καμμιά
μητέρα δὲν ἀγάπησε τὸ παιδί της τόσο ὅσο ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο. Μεγάλη ἡ
ἀγάπη τῆς μητέρας. Συνέβη, μιὰ μητέρα ποὺ βρέθηκε στὴν ἔρημο καὶ οἱ
μαστοί της εἶχαν στειρεύσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνῃ τὸ παιδί της, ν᾿ ἀνοίξῃ
τὴ φλέβα της καὶ νὰ τὸ ποτίσῃ μὲ τὸ αἷμα της. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἀγάπη
της. Ἀλλ᾿ αὐτὸ καὶ κάτι ἀνώτερο κάνει ὁ Χριστὸς καὶ βεβαιώνει τὴν ἀγάπη
του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀγαπᾷ, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσε τὴ θεία κοινωνία,
ποὺ εἶνε ἕνα μυστήριο ἀγάπης. Μυστήριο εἶνε καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πρὸς
τὸ παιδί, τῆς γυναίκας πρὸς τὸν ἄντρα· ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο μυστήριο
εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὴ δείχνει ἰδίως διὰ τοῦ
μυστηρίου τῆς θείας κοινωνίας.
Μυστήριο λοιπὸν ἀγάπης. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία εἶνε ἀκόμη καὶ μυστήριο ταπεινώσεως, ταπεινώσεως βαθυτάτης. Ταπεινώσεως τίνος; Τοῦ Χριστοῦ. Στὸ μυστήριο αὐτὸ θαυμάζουμε ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν ἐπίγειο ζωή του πολλὲς φορὲς ταπεινώθηκε ὁ Κύριος. Ταπεινώθηκε ὅταν, βασιλεὺς αὐτὸς οὐρανοῦ καὶ γῆς, γεννήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχτηκε νὰ ὑποτάσσεται στὴν Παναγία μητέρα του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ταπεινώθηκε ὅταν ἐργαζόταν ὡς ἁπλὸς ἐργάτης, γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὸ καθημερινό του ψωμί. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχθηκε νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ τὸν Πρόδρομο. Ταπεινώθηκε ὅταν, χωρὶς ἁμάξια καὶ ἄλογα χρυσοστολισμένα, πεζός, ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ μεταδώσῃ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, καὶ τόσες ἄλλες, ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἔδειξε καὶ δείχνει τὴ μεγαλυτέρα ταπείνωσι, εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Γιατί; Διότι στὶς παραπάνω περιπτώσεις ταπεινώθηκε μιὰ φορά· μιὰ φορὰ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο, μιὰ φορὰ βαπτίσθηκε, μιὰ φορὰ περπάτησε στὴ γῆ. Ἀλλὰ στὸ μυστήριο αὐτὸ «ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας» (θ. μετάλ.). Γιά σκέψου το λίγο. Σὲ ρωτῶ καὶ τὸ ἄλλο· Εἶδες ποτέ βασιλέα ν᾿ ἀφήνῃ τὸ ἀνάκτορό του καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ καλύβι τοῦ ἀλήτου, τοῦ λούστρου, νὰ κάθεται μαζί του, νὰ τρώῃ μαζί του, νὰ κοιμᾶται μαζί του; Ἐγὼ δὲν τὸ εἶδα ποτέ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ―ὤ τῆς ταπεινώσεώς του!― καταδέχεται νὰ τὸν κοινωνῇ καὶ ὁ φθισικὸς καὶ ὁ λεπρὸς καὶ ὁ λοῦστρος καὶ ὁ πιὸ ἄσημος ἄνθρωπος. Χριστιανέ· ἐὰν δὲν σὲ συγκινῇ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τοὐλάχιστον δὲν σὲ συγκινεῖ ἡ τόση ταπείνωσίς του;
Καὶ τώρα ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τελευταία ἄποψι τοῦ μυστηρίου. Διότι ἡ θεία κοινωνία εἶνε καὶ μυστήριο ζωῆς. Ζωῆς τίνος; Τοῦ Χριστοῦ, ζωῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας. Ἡ θεία κοινωνία, ὅπως τὴν ὠνόμασε ὁ διος ὁ Χριστός, εἶνε «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (βλ. Ἰωάν. 6,35). Ἐὰν τὸ ψωμὶ τρέφῃ τὸ σῶμα, ἡ θεία κοινωνία τρέφει ψυχὴ καὶ σῶμα κατὰ τρόπο μυστηριώδη. Ὅπως δὲν γνωρίζουμε πῶς οἱ τροφὲς μεταβάλλονται σὲ αἷμα ―ἡ μεταβολὴ αὐτὴ εἶνε μυστήριο τῆς ἰατρικῆς―, ἔτσι καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ ονου καὶ τοῦ ἄρτου εἶνε μυστήριο τῆς θρησκείας. Ἂς μᾶς ποῦν οἱ γιατροὶ πῶς οἱ τροφὲς γίνονται αἷμα, γιὰ νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς πῶς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται ζωηφόρο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταδίδει τὴ ζωὴ στὴν ὕπαρξί μας. Προσωρινὴ ζωὴ μεταδίδουν οἱ ὑλικὲς τροφές, αἰωνία καὶ μακαρία ζωὴ μεταδίδει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία δὲν εἶνε μόνο ἡ τροφή, εἶνε κάτι περισσότερο· εἶνε καὶ τὸ ἐμβόλιο ποὺ προστατεύει τὴ ζωή μας. Φέρνω ἕνα παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσουμε ―κακὸ νὰ μὴν ἔχουμε, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ―, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι στὸν τόπο μας πέφτει τύφος. Τί θὰ κάνουμε τότε; Ὅλοι, μικροί – μεγάλοι, θὰ τρέξουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε μὲ τὸ ἀντιτυφικὸ ἐμβόλιο· διότι ὅλοι ἀγαποῦμε τὴ ζωή, μόνο παράφρονες δὲν τὴν ἀγαποῦν. Σὲ μία λοιπὸν φοβερὰ ἐπιδημία ὅλοι σπεύδουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε· καὶ οἱ στρατιῶτες στοὺς στρατῶνες, καὶ οἱ μαθηταὶ στὰ σχολεῖα, καὶ οἱ φυλακισμένοι στὶς φυλακές. Ἀλλ᾿ ἰδού, ἀδελφοί μου, μία ἄλλη ἐπιδημία, ἡ φοβερωτέρα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἡ ἐπιδημία τῆς ἁμαρτίας. Τὰ μικρόβια τῆς ἁμαρτίας ἐργάζονται περισσότερο ἀπὸ τὰ μικρόβια τοῦ τύφου. Κάνουν θραῦσι, καὶ θραῦσι μεγάλη. Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Μόνοι μας ν᾿ ἀντιδράσουμε δὲ᾿ μποροῦμε. Ἔχουμε ἀνάγκη θείας βοηθείας. Καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός! ἐμβόλιο ἐναντίον τῆς φοβερᾶς νόσου τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Αὐτὸ εἶνε τὸ «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Τὸ ἐμβόλιο αὐτὸ δὲν κατασκευάζεται στὰ χημεῖα· κατασκευάστηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ. Καὶ ἔκτοτε ὅσοι ἀσθενοῦν στὴν ψυχή, ὅσοι δὲν θέλουν νὰ τοὺς θανατώσῃ ὁ ὄφις τῆς ἁμαρτίας, πλησιάζουν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» τὸ μυστήριο τοῦτο τῆς ζωῆς· ἐνισχύουν τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικό τους ὀργανισμό, δέχονται ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς ἀθανασίας καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ ἐμπρός.
Μυστήριο λοιπὸν ἀγάπης. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία εἶνε ἀκόμη καὶ μυστήριο ταπεινώσεως, ταπεινώσεως βαθυτάτης. Ταπεινώσεως τίνος; Τοῦ Χριστοῦ. Στὸ μυστήριο αὐτὸ θαυμάζουμε ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν ἐπίγειο ζωή του πολλὲς φορὲς ταπεινώθηκε ὁ Κύριος. Ταπεινώθηκε ὅταν, βασιλεὺς αὐτὸς οὐρανοῦ καὶ γῆς, γεννήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχτηκε νὰ ὑποτάσσεται στὴν Παναγία μητέρα του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ταπεινώθηκε ὅταν ἐργαζόταν ὡς ἁπλὸς ἐργάτης, γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὸ καθημερινό του ψωμί. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχθηκε νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ τὸν Πρόδρομο. Ταπεινώθηκε ὅταν, χωρὶς ἁμάξια καὶ ἄλογα χρυσοστολισμένα, πεζός, ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ μεταδώσῃ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, καὶ τόσες ἄλλες, ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἔδειξε καὶ δείχνει τὴ μεγαλυτέρα ταπείνωσι, εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Γιατί; Διότι στὶς παραπάνω περιπτώσεις ταπεινώθηκε μιὰ φορά· μιὰ φορὰ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο, μιὰ φορὰ βαπτίσθηκε, μιὰ φορὰ περπάτησε στὴ γῆ. Ἀλλὰ στὸ μυστήριο αὐτὸ «ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας» (θ. μετάλ.). Γιά σκέψου το λίγο. Σὲ ρωτῶ καὶ τὸ ἄλλο· Εἶδες ποτέ βασιλέα ν᾿ ἀφήνῃ τὸ ἀνάκτορό του καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ καλύβι τοῦ ἀλήτου, τοῦ λούστρου, νὰ κάθεται μαζί του, νὰ τρώῃ μαζί του, νὰ κοιμᾶται μαζί του; Ἐγὼ δὲν τὸ εἶδα ποτέ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ―ὤ τῆς ταπεινώσεώς του!― καταδέχεται νὰ τὸν κοινωνῇ καὶ ὁ φθισικὸς καὶ ὁ λεπρὸς καὶ ὁ λοῦστρος καὶ ὁ πιὸ ἄσημος ἄνθρωπος. Χριστιανέ· ἐὰν δὲν σὲ συγκινῇ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τοὐλάχιστον δὲν σὲ συγκινεῖ ἡ τόση ταπείνωσίς του;
Καὶ τώρα ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τελευταία ἄποψι τοῦ μυστηρίου. Διότι ἡ θεία κοινωνία εἶνε καὶ μυστήριο ζωῆς. Ζωῆς τίνος; Τοῦ Χριστοῦ, ζωῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας. Ἡ θεία κοινωνία, ὅπως τὴν ὠνόμασε ὁ διος ὁ Χριστός, εἶνε «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (βλ. Ἰωάν. 6,35). Ἐὰν τὸ ψωμὶ τρέφῃ τὸ σῶμα, ἡ θεία κοινωνία τρέφει ψυχὴ καὶ σῶμα κατὰ τρόπο μυστηριώδη. Ὅπως δὲν γνωρίζουμε πῶς οἱ τροφὲς μεταβάλλονται σὲ αἷμα ―ἡ μεταβολὴ αὐτὴ εἶνε μυστήριο τῆς ἰατρικῆς―, ἔτσι καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ ονου καὶ τοῦ ἄρτου εἶνε μυστήριο τῆς θρησκείας. Ἂς μᾶς ποῦν οἱ γιατροὶ πῶς οἱ τροφὲς γίνονται αἷμα, γιὰ νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς πῶς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται ζωηφόρο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταδίδει τὴ ζωὴ στὴν ὕπαρξί μας. Προσωρινὴ ζωὴ μεταδίδουν οἱ ὑλικὲς τροφές, αἰωνία καὶ μακαρία ζωὴ μεταδίδει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία δὲν εἶνε μόνο ἡ τροφή, εἶνε κάτι περισσότερο· εἶνε καὶ τὸ ἐμβόλιο ποὺ προστατεύει τὴ ζωή μας. Φέρνω ἕνα παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσουμε ―κακὸ νὰ μὴν ἔχουμε, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ―, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι στὸν τόπο μας πέφτει τύφος. Τί θὰ κάνουμε τότε; Ὅλοι, μικροί – μεγάλοι, θὰ τρέξουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε μὲ τὸ ἀντιτυφικὸ ἐμβόλιο· διότι ὅλοι ἀγαποῦμε τὴ ζωή, μόνο παράφρονες δὲν τὴν ἀγαποῦν. Σὲ μία λοιπὸν φοβερὰ ἐπιδημία ὅλοι σπεύδουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε· καὶ οἱ στρατιῶτες στοὺς στρατῶνες, καὶ οἱ μαθηταὶ στὰ σχολεῖα, καὶ οἱ φυλακισμένοι στὶς φυλακές. Ἀλλ᾿ ἰδού, ἀδελφοί μου, μία ἄλλη ἐπιδημία, ἡ φοβερωτέρα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἡ ἐπιδημία τῆς ἁμαρτίας. Τὰ μικρόβια τῆς ἁμαρτίας ἐργάζονται περισσότερο ἀπὸ τὰ μικρόβια τοῦ τύφου. Κάνουν θραῦσι, καὶ θραῦσι μεγάλη. Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Μόνοι μας ν᾿ ἀντιδράσουμε δὲ᾿ μποροῦμε. Ἔχουμε ἀνάγκη θείας βοηθείας. Καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός! ἐμβόλιο ἐναντίον τῆς φοβερᾶς νόσου τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Αὐτὸ εἶνε τὸ «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Τὸ ἐμβόλιο αὐτὸ δὲν κατασκευάζεται στὰ χημεῖα· κατασκευάστηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ. Καὶ ἔκτοτε ὅσοι ἀσθενοῦν στὴν ψυχή, ὅσοι δὲν θέλουν νὰ τοὺς θανατώσῃ ὁ ὄφις τῆς ἁμαρτίας, πλησιάζουν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» τὸ μυστήριο τοῦτο τῆς ζωῆς· ἐνισχύουν τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικό τους ὀργανισμό, δέχονται ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς ἀθανασίας καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ ἐμπρός.
* * *
Ἂς
σταματήσω ὅμως, ἀγαπητοί μου. Γιατὶ ὅ,τι καὶ ἂν ποῦμε γιὰ τὸ μυστήριο
τοῦτο, τὸ θέμα δὲν ἐξαντλεῖται. Πρὶν τελειώσω, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς
διαβάσω ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ· «Λάβετε, φάγετε,
τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα
μου…». Ἀκοῦς τὸ προσκλητήριο; πρόσελθε στὸ μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς
ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ζωῆς. «Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος τοῦ Χριστοῦ»
(κοντ. Μ. Τρ.). Μὴν ἀδιαφορήσῃς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξι νὰ φάῃ,
πεθαίνει· κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξι νὰ κοινωνήσῃ τὸ σῶμα καὶ τὸ
αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θὰ πεθάνῃ πνευματικῶς. Ἂς προσέλθουμε ἀκόμη, γιὰ νὰ
θαυμάσουμε τὴ ζωή, τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ, τὴ δύναμί του.
Ἂς προσέλθουμε ὄχι ἁπλῶς μὲ καθαρὰ ἐνδύματα τοῦ σώματος, ἀλλὰ πολὺ
περισσότερο μὲ καθαρὰ ἐνδύματα τῆς ψυχῆς. Ἂς προσέλθουμε ὄχι ὅπως ὁ
Ἰούδας, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἕνδεκα μαθηταί. Καὶ πρὶν προσέλθουμε ἂς ποῦμε
μυστικὰ τὴν προσευχή·
Χριστέ μου, δέξου κ᾿ ἐμὲ τὸν ἀνάξιο στὸ μυστικό σου δεῖπνο. Δὲ᾿ θὰ σοῦ δώσω φίλημα ὅπως ὁ Ἰούδας· ἀλλὰ σὰν τὸ λῃστή, σὰν τὴν πόρνη, σὰν τὸν ἄσωτο, σὰν τὸν τελώνη κλαίω γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου, πέφτω ἐμπρὸς στὸ ματωμένο σου σταυρὸ καὶ ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ταπεινοῦ τελώνου καὶ τοῦ μετανοημένου λῃστοῦ· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Γένοιτο!
Χριστέ μου, δέξου κ᾿ ἐμὲ τὸν ἀνάξιο στὸ μυστικό σου δεῖπνο. Δὲ᾿ θὰ σοῦ δώσω φίλημα ὅπως ὁ Ἰούδας· ἀλλὰ σὰν τὸ λῃστή, σὰν τὴν πόρνη, σὰν τὸν ἄσωτο, σὰν τὸν τελώνη κλαίω γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου, πέφτω ἐμπρὸς στὸ ματωμένο σου σταυρὸ καὶ ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ταπεινοῦ τελώνου καὶ τοῦ μετανοημένου λῃστοῦ· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Γένοιτο!
(ἱ. ναὸς Ἀθηνῶν, Μ. Τετάρτη βράδυ τῶν ἐτῶν 1958-64)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου