Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 1644, 26/5/2006, σ. 3.
[ἡ πληκτρολόγησις, οἱ ὑπογραμμίσεις, καὶ οἱ συνδέσεις, ἡμέτερες]
ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Τύπο ἀντιγράφουμε:
«Ο
αγαπητός πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Θ. Θερμός με την μακράν
επιστολήν του, η οποία εδημοσιεύθη εις το προηγούμενον φύλλον τού
«Ο.Τ.», εμμένει δυστυχώς εις τας πλάνας του. Προς υποβοήθησιν του και
ανεξαρτήτως της απαντήσεως των εκλεκτών κληρικών, που αγωνίζονται δια
την Ιεράν παράδοσιν της Εκκλησίας μας, ο «Ο.Τ.» παραθέτει σχετικά
κείμενα τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με την
ελπίδα ότι θα εύρουν απήχησιν εις την ψυχήν του και θα θελήση να
διορθώση τάς νεωτεριστικάς αντιλήψεις του, επ' αγαθώ της Μητρός
Εκκλησίας και τού συντελουμένου πνευματικού έργου εις τον αμπελώνα Της.»
Παρά τις πολλές προσπάθειες, πού έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν, γιά μια λειτουργική αναγέννηση, τελικά δέν επεκράτησε, και αυτό οφείλεται στο ότι επεχείρησαν τήν αλλαγήν των εξωτερικών τυπικών, ανεξάρτητα άπό τήν θεολογία της Εκκλησίας. Αν όμως δέν δή κανείς τήν εκκλησιολογία της λατρείας, τήν θεολογία, πού διαποτίζει τήν λατρευτική ζωή, αν δέν δή τήν ασκητική και τήν ησυχαστική διάσταση κάθε τέτοιας αλλαγής, τότε δέν ορθοποδεί κάθε λειτουργική αναγέννηση.
Γιά παράδειγμα γίνεται λόγος, γιά τήν επαναφορά στην αρχαία εκκλησιαστική τάξη της συχνής θείας Κοινωνίας. Αν, όμως, δέν εξετάσουμε τά αίτια, πού οδήγησαν τους Χριστιανούς στην αραιά μετοχή στην θεία Κοινωνία, ή αν δέν δούμε τήν ασκητική διάσταση του θέματος, τότε θά επικρατήση αυτή η λεγομένη λειτουργική αναγέννηση ή και αν επικρατήση, θά θεωρηθή μιά μηχανική λειτουργία και μηχανική αναγέννηση, γιατί η μετάληψη τών Τιμίων Δώρων δέν γίνεται άπροϋπόθετα.
Στην Παπική «Εκκλησία» με τήν Β' Βατικάνεια Σύνοδο προσπάθησαν νά κάνουν μιά λειτουργική αναγέννηση, νά απλοποιήσουν, δηλαδή, τήν λειτουργική ζωή, αλλά επειδή η Παπική "Εκκλησία" διατηρεί την απόκλιση από το δόγμα, όλες αυτές οι λειτουργικές αλλαγές τελικά δέν προσφέρουν τίποτε στο λαό.
Παρά την καλή προσπάθεια των αγωνιζομένων, γιά την λειτουργική αναγέννηση, έν τούτοις ώς όρος και ώς κίνηση μου προκαλεί δυσφορία, όταν μάλιστα συνδέεται μέ μερικές εξωτερικές και τυπικές αλλαγές. Γι αυτό είναι ανάγκη νά δουμε, γιά λίγο τήν θεολογία της λεγομένης λειτουργικής αναγεννήσεως.
Στην συνέχεια θα εξετάσω το θέμα αυτό μέσα από τήν θεολογία τής Εκκλησίας και θα διατυπώσω μερικές σκέψεις, οί οποίες στην πραγματικότητα δείχνουν και τό τι σημαίνει στην πραγματικότητα λειτουργική αναγέννηση, γιατί μια κακής ποιότητας λειτουργική αναγέννηση όχι μόνο δέν θα επικρατήση, αλλά θα δημιουργήση και πνευματική ζημιά.
1. Τής λεγομένης λειτουργικής αναγεννήσεως πρέπει να προηγηθούν έντονες και σύντονες προσπάθειες, γιά τήν αναγέννηση των Χριστιανών, οπότε η αλλαγή των εξωτερικών τυπικών διατάξεων πρέπει να φανή ώς ανάγκη τών Χριστιανών και όχι ώς άνωθεν επιβολή, και ώς μία καλύτερη φολκλορική εκδήλωση. Ουσιαστικά στην Ορθόδοξη Παράδοση δέν γίνεται λόγος τόσο γιά λειτουργική αναγέννηση, όσο γιά αναγέννηση τών ανθρώπων, η οποία συνδέεται μέ τήν μετάνοια, τήν αλλαγή του νοός και την κοινωνία μέ τόν Θεό. Δηλαδή, είναι απαραίτητο νά παρουσιασθή τι ειναι η Εκκλησία, ποια είναι τά πραγματικά της μέλη και πώς από δυνάμει μέλη τής Εκκλησίας γίνονται ενεργεία μέλη της. Στό Άγιον Όρος, στό οποίο οί μοναχοί αγωνίζονται, ο κάθε ένας μέ τόν τρόπον του και τόν βαθμό του, μέσα άπό τήν όλη ησυχαστική παράδοση, δέν υπάρχει ανάγκη μεγάλων λειτουργικών αλλαγών. Γίνονται και εκεί μερικές μικρές αλλαγές, μέ τήν δημιουργία ακολουθιών, τροπαρίων, αλλά δέν γίνονται αλλαγές στον τρόπο και τόν βαθμό, πού επιδιώκεται στις κατά τόπους Εκκλησίες. Γιατί εκεί δίνουν προτεραιότητα στην εσωτερική ανακαίνιση, οπότε ο αναγεννημένος άνθρωπος και ο ανακαινισμένος Χριστιανός «κοινοποιεί» τις ίδιες ακολουθίες, δηλαδή, δέν χρειάζεται νά τις αλλάξη, γιά νά αποφύγη τήν συνήθεια και τόν κόρο, αλλά τις βιώνει μέσα από τήν δική του προσωπική αλλαγή, οπότε του φαίνονται κάθε φορά καινούργιες.
2. Πρέπει νά εξετασθή σοβαρά τό γιατί μερικές λειτουργικές τυπικές διατάξεις ατόνησαν μέ τήν πάροδο του χρόνου, γιατί η Εκκλησία διά τών ποιμένων της παραθεώρησε μερικές και εισήγαγε άλλες. Γιά παράδειγμα, τό ότι η Εκκλησία εισήγαγε την αγία λαβίδα για την λήψη της θείας Κοινωνίας, υπήρχε λόγος, ο οποίος πρέπει να εξετασθή. Τό ότι ακόμη απέσπασε το μυστήριο του γάμου από την θεία Ευχαριστία και πάλι υπήρχε σοβαρός λόγος, ο οποίος πρέπει οπωσδήποτε νά εντοπισθή. Δεν είναι δυνατόν να επανέρχωνται αρχαίες συνήθειες χωρίς την παράλληλη εξέταση των αιτίων, πού έκαναν τους Πατέρας νά τις παραθεωρήσουν. Και αυτή η εξέταση δεν είναι έργο μόνο τής επιστήμης, αλλά κυρίως της θεολογίας μέ την πατερική έννοια του όρου.
3. Στην προσπάθεια μας νά δημιουργήσουμε λειτουργική αναγέννηση πρέπει νά είμαστε αντικειμενικοί και νά βλέπουμε το όλο πνεύμα της απλότητος, πού πρέπει νά επικρατή στην θεία Λειτουργία. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι συνήθως βλέπουμε τις λειτουργικές αλλαγές μόνο σε ζητήματα, πού δεν αγγίζουν προσωπικά μας θέματα. Δηλαδή, γίνεται κατ' επιλογήν λειτουργική αλλαγή. Μερικοί ενδιαφέρονται, γιά την επαναφορά μας στην απλότητα της αρχαίας λατρείας, παραθεωρώντας τον πλούτο της μεταγενέστερης λατρείας, όπως τόν δημιούργησε η ίδια η Εκκλησία, διά των αγίων Πατέρων και περιορίζοντας την σέ εξωτερικές μορφές. Γιά παράδειγμα, δεν μπορεί εύκολα νά αλλάξη κανείς ένα λειτουργικό τύπο, πού τον δημιούργησε η ίδια η Εκκλησία. Όπως, επίσης, δεν μπορεί κανείς νά συντομεύση και νά κάνη πιο ξεκούραστη τήν θεία λατρεία και νά άφήση πολλά άλλα πράγματα, τα οποία προσετέθησαν αργότερα, όπως τά άμφια των Κληρικών, τό οφφίκιά τους και τόν αγώνα, πού γίνεται, γιά τήν κατοχύρωση της προσωπικής θέσεως καθενός μέσα στήν Εκκλησία. Καθώς επίσης, δέν μπορεί νά αμνηστεύση κανείς τόν τρόπο της εκκλησιαστικής διοικήσεως, όταν δέν είναι αποστολικός, αλλά δάνειος από άλλες παραδόσεις. Παλαιότερα ήθελαν νά χαμηλώσουν τά τέμπλα τών Ιερών Ναών ή ακόμη ήθελαν νά καθιερώσουν τήν έκφωνη ανάγνωση τών ευχών, χωρίς όμως νά εξετάσουν τά αίτια τά οποία καθιέρωσαν τήν μυστική ανάγνωση και χωρίς νά τους απασχολούν άλλες ξένες εισροές στην θεία λατρεία.
4. Πολλές φορές οι λειτουργικές αναγεννήσεις περιορίζονται στην λεκτική κατανόηση τών λεγομένων και πραττομένων. Χωρίς νά παραθεωρώ και μιά τέτοια τακτική, πρέπει όμως νά επισημάνω ότι τό πρόβλημα δέν βρίσκεται οτήν εξωτερική λογική κατανόηση της λατρείας, αλλά πρέπει νά προχωρήσουμε και στο βάθος του προβλήματος. Άλλωστε ο άνθρωπος δέν αποτελείται μόνο από λογική, ούτε και η λογική είναι κέντρο της υπάρξεως του. Υπάρχουν και άλλες δυνάμεις, πού χαρακτηρίζουν και ολοκληρώνουν τόν άνθρωπο ως πρόσωπο, όπως ο νους, η ελευθερία, η αγάπη κ.λ.π. Έτσι, δεν αρκεί η λογική κατανόηση της θείας λατρείας, αλλά ειναι ανάγκη να προχωρήσουμε στην μέθεξη του πνεύματος της θείας Λειτουργίας. Και είναι γνωστόν ότι τό πνεύμα της θείας Λειτουργίας είναι θυσία, η προσφορά, η εκούσια κένωση. Τελώντας τήν θεία Λειτουργία μπορούμε να εισδύσουμε στην κένωση του Χριστού, ο οποίος έφθασε μέχρι τήν θυσία, τόν Σταυρό και τον Άδη. Οπότε, αυτή η αυτοθυσιαστική αγάπη του Χριστού γίνεται πρότυπο της κάθε αγάπης,
η οποία από τήν φύση της είναι κένωση, σταυρός, θυσία, προσφορά. Στο κεντρικό σημείο τής θείας Λειτουργίας προσφέρονται τά λόγια τού Χριστού: «Λάβετε φάγετε τουτό μου εστί τό σώμα... Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί τό αίμα μου...». Τό νά μάθη ο λειτουργημένος άνθρωπος νά προσφέρη τό σώμα και τό αίμα του, για νά ζήσουν οι άλλοι, κατά τό πρότυπο του Χριστού, είναι βίωση τής θείας Ευχαριστίας και μέθεξη του πνεύματος τής ευχαριστιακής προσφοράς. Επίσης, στό κέντρο τής θείας Λειτουργίας ακούγεται η φράση: «τά σά εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Αυτή η προσφορά είναι μέθεξη του πνεύματος τής θείας Λειτουργίας. Όσες λειτουργικές αλλαγές και αν γίνουν, άν δεν μάθουμε νά μεταμορφωνόμαστε από τό πνεύμα τής θείας Λειτουργίας, πού είναι η θυσία και η προσφορά, τότε δεν ωφελούν τίποτε.
5. Ελπίζω ότι εκείνοι, πού ομιλούν, για λειτουργική αναγέννηση εννοούν την προσπάθεια νά ενταθή περισσότερο η μετοχή και κοινωνία των πιστών Χριστιανών με τά τελούμενα κατά τήν διάρκεια τών ακολουθιών, μέ τήν μέθεξη του πνεύματος τής λατρείας, μέ τήν βιωματική κατανόηση του σημαινόμενου και του συμβόλου. Όμως αυτό δέν έχει σχέση μέ μιά εξωτερική επέμβαση στά λειτουργικά πράγματα, δέν είναι ένας μονόδρομος. Παράλληλα πρέπει νά γίνη προσπάθεια, για την θεραπεία των δυνάμεων και ενεργειών της ψυχής. Διότι, εμπόδιο για τήν μέθεξη των τελουμένων δεν ειναι μόνο τό τυπικό, η γλώσσα, τό σύμβολο κ.λπ. άλλα και τά πάθη, οι πάρα φύσιν ενέργειες της ψυχής. Επομένως, μιά προσπάθεια, γιά νά επανέλθουμε σέ αρχαία τυπικά, πρέπει οπωσδήποτε νά συντονίζεται με την προσπάθεια, γιά τήν βίωση του τρόπου μετοχής μας στά μυστήρια. Γιατί, όπως γνωρίζουμε άπό τά πατερικά κείμενα, οι Χριστιανοί μετέχουν διαφοροτρόπως στά μυστήρια, ανάλογα με τόν βαθμό της μετανοίας. Γιά παράδειγμα, ο Μ. Βασίλειος στους Κανόνας του, πράγμα τό οποίο συναντούμε και σέ όλη τήν εκκλησιαστική πράξη, διακρίνει πέντε στάδια μετανοούντων, δηλαδή ειναι οι προσκλαίοντες, οι ακροώμενοι, οι υποπίπτοντες, οι συνιστάμενοι και οι κοινωνούντες τών Τιμίων Δώρων. Έτσι, μιά διαμόρφωση του τυπικού και επαναφορά σέ αρχαίες λειτουργικές πράξεις, χωρίς επαναφορά τής ποιμαντικής όπως τις διαγράφουν οι αρχαίες πατερικές πράξεις, δεν είναι αναγέννηση λειτουργική, αλλά εκκοσμίκευση, αφού επηρεάζεται από τόν ορθολογισμό του πνεύματος του Διαφωτισμού.
6. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι απαραίτητη προϋπόθεση μετοχής στην θεία λατρεία ειναι η ασκητική ζωή. Και όταν κάνουμε λόγο γιά ασκητική ζωή, εννοούμε τήν προσπάθεια του ανθρώπου, εφαρμόζοντας τις εντολές του Χριστού και αποκτώντας εκκλησιαστικό φρόνημα, νά μετατρέψη τήν ιδιοτελή αγάπη σέ ανιδιοτελή αγάπη, νά φθάση από τήν φιλαυτία στην φιλοθεΐα και τήν φιλανθρωπία. Η λατρευτική ζωή έξω από τήν ασκητική αυτή ζωή είναι μιά θρησκευτική πράξη, πού δέν μεταμορφώνει τόν άνθρωπο. Γι' αυτόν ακριβώς τόν λόγο και τήν λειτουργική αναγέννηση δεν μπορούμε νά τήν δούμε έξω από τήν ασκητική, νηπτική και ησυχαστική ζωή. Ειναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Βασίλειος, πού ζούσε ώς μοναχός και έγραψε τις ασκητικές διατάξεις και καθόρισε τόν τρόπο τής μοναχικής ζωής, έκανε και λειτουργικές αλλαγές μέσα στις οποίες πέρασε όλη τήν θεολογία πού ζούσε. Αν διάβαση κανείς τις ευχές, πού συνέταξε ο Μ. Βασίλειος στην ομώνυμη θεία Λειτουργία του, θά διαπιστώση ότι εγράφησαν από ένα θεόπτη Πατέρα. Επίσης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πού ανέπτυξε όλην αυτήν τήν ησυχαστική θεολογία, συνέγραψε και λειτουργικές ευχές, έκανε και θεολογία τής λατρείας και τών μυστηρίων, συνέδεσε στενά τά μυστήρια τής Εκκλησίας μέ τήν νοερά προσευχή, όπως το συναντούμε και σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση. Το ίδιο βλέπουμε και στον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ομιλούσε για την συχνή θεία Κοινωνία, αλλά παράλληλα βίωνε και παρουσίασε όλη αυτήν την φιλοκαλική παράδοση. Μπορούμε νά αναφέρουμε και τήν περίπτωση του ιερού Νικολάου Καβάσιλα, ο οποίος ανέλυσε τήν Θεία Ευχαριστία, αλλά τήν συνέδεσε με τήν έν Χριστώ ζωή, οπότε κάνει λόγο, γιά ασκητική ζωή, γιά μεταμόρφωση του νου διά της προσευχής και της ρυθμίσεως των λογισμών και τήν μεταμόρφωση της θελήσεως διά της εφαρμογής των εντολών του Χριστού.
7. Η θεία λατρεία και κυρίως το κέντρο της λατρείας, πού είναι η θεία Λειτουργία δεν συνδέεται μέ τό παρόν, ουτε απλώς επιδιώκει νά δώση μιά ζωή στο παρόν, αλλά εμπνέεται από τό μέλλον. Η θεία λατρεία συνδέεται στενά μέ τήν βίωση και τήν προσδοκία της εσχατολογικής ζωής, πού είναι παρούσα, αλλά και πάντοτε προσδοκώμενη. Δηλαδή, η θεία Λειτουργία δέν αποβλέπει στο νά ζήσουμε μόνο τήν ζωή του μέλλοντος από τό παρόν και νά ικανοποιηθούν ή νά πληρωθούν όλα τά συναισθήματα μας, άλλα νά τήν προσδοκούμε και νά τήν νοσταλγούμε μέ μεγάλη δίψα. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης έχει τονίσει μέ ενάργεια αυτήν τήν πραγματικότητα, ότι δέν πρέπει νά εσχατολογοποιουμε τήν ιστορία. Η κίνηση, πού παρατηρούμε μέσα στην λατρεία δέν είναι απλώς μιά κίνηση από τά άνω προς τά κάτω, αλλά και από τά κάτω προς τά άνω. Δηλαδή, στην θεία Λειτουργία ανάπτει ο πόθος της απολαύσεως κατά τόν τελειότερο βαθμό αυτής της εν Χριστώ ζωής, στο μέλλον. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Μ. Βασιλείου μετά τή θεία Μετάληψη: «Ήνυσται και τετέλεσται, όσον εις τήν ημετέραν δύναμιν, Χριστέ ο Θεός ημών, τό της σης οικονομίας μυστήριον· έσχομεν γαρ του θανάτου σου τήν μνήμην· είδομεν της αναστάσεώς σου τόν τύπον· ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου σου ζωής· απηλαύσαμεν
της ακενώτου σου τρυφής, ής και έν τω μέλλοντι αιώνι πάντας ημάς καταξιωθήναι ευδόκησον, χάριτι του ανάρχου σου Πατρός, και του αγίου και αγαθού και ζωοποιού σου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
8. Γίνεται φανερό ότι οί λειτουργικές αλλαγές δέν είναι αποτέλεσμα μερικών Συνοδικών αποφάσεων ούτε επεξεργασία και συμπεράσματα σεμιναρίων, αλλά δημιουργήματα των αγίων. Η Εκκλησία, άλλωστε, εργάζεται διά των αγίων της. Ισχυριζόμαστε ότι η Εκκλησία γράφει την Αγία Γραφή και η Εκκλησία την ερμηνεύει. Και αυτό, βέβαια, γίνεται διά των αγίων, πού είναι τά ζωντανά μέλη της Εκκλησίας. Όλες οί μεγάλες αλλαγές έγιναν μέσα στην Εκκλησία και τήν ιστορία από μεταμορφωμένες υπάρξεις, πού είναι οί άγιοι Πατέρες. Αυτοί καθιέρωσαν ένα νέο τύπο, ο οποίος επεκράτησε στο ποίμνιο τους και στή συνέχεια λόγω της ακτινοβολούσας προσωπικότητας του συγκεκριμένου αγίου πέρασε και σέ ολόκληρη την Εκκλησία. Το ίδιο παρατηρούμε και στό γεγονός της επιδράσεως του μοναχικού τυπικού πάνω στό ενοριακό κοσμικό τυπικό. Τό πραγματικό πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, πού διαφυλάχθηκε στις Ιερές Μονές, επέδρασε σωστικά και αναγεννητικά και επηρέασε τό κοσμικό τυπικό, όταν οί Χριστιανοί είχαν εκκοσμικευθή. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Και όπως συμβαίνει στό ανθρώπινο σώμα, τό οποίο κρατά ό,τι το ωφελεί και απορρίπτει ό,τι τό βλάπτει, τό ίδιο συμβαίνει και μέ τήν Εκκλησία. Αυτή είναι εκείνη, πού μέ τήν μακροχρόνια διαδικασία απορρίπτει κάτι, πού εισάγεται από αμεταμόρφωτους ανθρώπους και αυτή κρατά κάτι τό υγιές, πού προέρχεται από άγιους ανθρώπους. Οπότε, κάθε λειτουργική αλλαγή επικρατεί ή απορρίπτεται ανάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση του άνθρωπου, πού τήν εισαγάγει.
9. Η λειτουργική αναγέννηση πρέπει νά έχη σχέση μέ τήν αναγέννηση της κοινωνίας, δηλαδή πρέπει νά συνοδεύη τον άνθρωπο και στην οικογενειακή και τήν κοινωνική του ζωή. Αν μιά αναγέννηση έχη σχέση με τήν βελτίωση των συναισθημάτων εντός του Ναού και δεν αγγίζη τήν πραγματικότητα εκτός του Ναού, δεν προέρχεται από τό Άγιον Πνεύμα. Οπότε, αντί νά κάνουμε λόγο για λειτουργική αναγέννηση, είναι προτιμότερο νά κάνουμε λόγο, γιά ευχαριστιακό ήθος πού αγγίζει τον άνθρωπο σέ όλες τις φάσεις της ζωής του. Όταν τό ήθος και τό πνεύμα τής θείας Λειτουργίας δέν επηρεάζει και δέν αγγίζει τήν διοίκηση τής Εκκλησίας και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, αλλά εκτός του Ναού επικρατούν κοσμικοί τροποί επιβολής, τότε αυτή η αναγέννηση παραμένει στό περιθώριο τής ζωής μας, στην επιφάνεια και δέν προχωρεί στό βάθος, οπότε όχι μόνο δέν αναπαύει τό ανήσυχο πνεύμα του άνθρωπου, αλλά τό απογοητεύει ακόμη περισσότερο.
Όλα όσα αναφέρθηκαν είχαν σκοπό νά υπογραμμίσουν ότι η λειτουργική αναγέννηση είναι σημαντική και απαραίτητη, όταν όμως εντάσσεται μέσα στό πνεύμα τής Ορθοδόξου θεολογίας και εμπνέεται από τήν ευαγγελική και ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας και όταν προέρχεται από αναγεννημένους ανθρώπους ή αποβλέπει στην αναγέννηση των ανθρώπων. Διαφορετικά, μπορεί νά υπενθυμίζη τις βατικάνειες λειτουργικές αναγεννήσεις ή τις προτεσταντικές αλλαγές και απορρίψεις, χάριν τής απλότητος. Και είναι κρίμα νά βιώνουμε ένα βατικάνειο και προτεσταντικό Χριστιανισμό μέσα στην πλούσια παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
(Πρώτη δημοσίευσις εις τον «Ο.Τ.» 29 Ιουνίου 2001)»
-----------------μεταφορά
σε ψηφιακή μορφή δια προγράμματος αναγνωρίσεως χαρακτήρων. μας
συγχωρείτε για το μονοτονικό, και όσα (ελπίζουμε μικρά) λάθη τονισμού.
Η Θεολογία της Λειτουργικής Αναγεννήσεως - Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου