Η ιστορία αρχίζει μ'αυτή την χειρονομία τής
αυτοκτονίας του λογικού πλάσματος που του προσφέρει, και μαζί μ'αυτό και σ'ολόκληρη την δημιουργία, μία μοίρα δυστυχίας, πόνου, υποκτιότητος και καταδίκης, θανάτου τελικώς. Μέχρι την στιγμή κατά την οποία ο ενσαρκωθείς Λόγος στον Ιησού Χριστό, τον δεύτερο Αδάμ και την σοφία του Πατρός, εισέρχεται εκ νέου στον κόσμο, λόγω της αγάπης του προς το δημιούργημα και ιδιαιτέρως προς την ανθρωπότητα, και αυτή τη φορά πολύ πριν κληθεί (ο Θεός μας αγάπησε πρώτος όπως διδάσκει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) [δεν τον καλέσαμε δηλαδή ήλθε απρόσκλητος από αγάπη] και αλλάζει, μεταστρέφει για δεύτερη φορά (αλλά για πρώτη και τελευταία στην ιστορία) την πρόοδο τού κατακερματισμού και της αποδόμησης του κόσμου. Από εκείνο το σημείο η επαναθέωση του κόσμου γίνεται το κοινό έργο του Θεού και των ανθρώπων της καλής θελήσεως, και θα τελειώσει μόνον όταν η πρόοδος αυτή ολοκληρωθεί, η ενότης του παντός πραγματοποιηθεί και η σοφία ενσαρκωθεί στον κόσμο. Η Εκκλησία στην οποία όλη η ανθρωπότης θα'χει συγκεντρωθεί, θα συμπέσει τότε με την Βασιλεία του Θεού, η οποία θα κατέλθει από τον Ουρανό με την μορφή της Ιερουσαλήμ και ο Χριστός θα επιστρέψει, μέσα στην δόξα την οποία διαθέτει από πάντοτε δίπλα στον Πατέρα αλλά με τα σημάδια του πάθους, για να του ξαναπροσφέρει την κτίση-σοφία.[ τήν ίδια ακριβώς κακοδοξία εκφωνεί καί ο Ζηζιούλας]
Αυτής της θαυμαστής και πολυφωνικής ιστορίας, ο Σολόβιεφ προσφέρει, όπως γνωρίζουμε δύο εκδοχές. Η νεανική του θέση συνδέει τον γνωστικό μύθο με τον βιβλικό: βλέπει την φθορά τής κτίσεως που προκλήθηκε από την ανυπακοή του Αδάμ σαν ένα σταθερό, απροσδιόριστο βύθισμα στην ύλη, δηλαδή στο κακό και στο τίποτε, στην ψευδαίσθηση των αισθήσεων και στην διαβολική πλάνη, και την λύτρωση σαν μία προοδευτική ανάβαση στην πνευματική διάσταση της ζωής, σαν μία επανεύρεση του θεμελίου της, του πνεύματος ακριβώς.
Η πιο ώριμη εκδοχή διατηρεί σε μία πρώτη φάση το ίδιο σχήμα αλλά διορθώνει τον γνωστικό μύθο σ'ένα καυτό σημείο, διευκρινίζοντας πώς πνευματικότης δεν σημαίνει κάτι άυλο ή απόϋλοποιημένο, διότι η ύλη, δημιουργημένη από τον Θεό και προσληφθείσα από τον Χριστό, είναι καθαυτή καλή, αλλά σημαίνει εξαγιασμό, θεραπεία από την φθορά που επακολούθησε το προπατορικό αμάρτημα. Και τέλος μεταρρυθμίζει ακόμη πιο ριζικά το νεανικό του όραμα, μέχρις του σημείου να του δώσει την μορφή ενός αποκαλυπτικού ρεαλισμού και όχι ενός μυστικιστικού ιδεαλισμού, όπου δεν υπάρχει πλέον θέση για την σοφιολογία και την γνώση. Στο τελευταίο του κείμενο, "τρείς διαλέξεις για τον πόλεμο, η πρόοδος και το τέλος της ιστορίας", δεν υπάρχει τίποτε ιδεαλιστικό πλέον ή μυθικό ή μυστικιστικό. Υπάρχει μόνον απαισιοδοξία, διαμαρτυρία, ειρωνεία. Ο μύθος επιστρέφει είναι αλήθεια στο "σύντομο διήγημα", αλλά σε μία αποκαλυπτική προοπτική, αναποδογυρισμένη, όπου η ιστορία δεν περνά έτσι ειρηνικά στην Βασιλεία του Θεού. Αντιθέτως τελειώνει με μία σκληρή διαμάχη ανάμεσα στους ελάχιστους εναπομείναντες πιστούς Χριστιανούς στον Χριστό και τις υπέρτερες δυνάμεις του Αντίχριστου. Συνεχίζοντας από ένα Χιλιετές διάλειμμα ανάμεσα στο τέλος της ιστορίας και την συμπαντική νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο.
Και ο Μπουλγκάκοφ, στην, νύμφη του Αμνού, το τελευταίο βιβλίο της "μεγάλης Τριλογίας", θα αναγνωρίσει πώς μέσα στην ιστορία εργάζονται επίσης και "εωσφορικές δυνάμεις" Αυτή η αναγνώριση δεν θα προκαλέσει ουσιαστικά αποτελέσματα στην σοφιολογία του, εκτός ίσως από το να την καταστήσει, απέναντι στο μυστήριο του κακού, όλο και λιγότερο απαγωγική και όλο και πιο παραδοσιακή, όλο και λιγότερο φιλοσοφική και όλο και περισσότερο προφορική.
Η ίδια αντίληψη τής πανταχού παρουσίας και της δυνάμεως ενός ριζικού κακού, που δεν επιτρέπει να κριθεί σαν απαραίτητο πέρασμα διαλεκτικό ή να αποδραματοποιηθεί σαν μία απλή αδυναμία της θελήσεως, επηρέασε πολύ πιο δραστικά τον Σολόβιεφ. Ίσως επειδή η μυστικιστική του σοφιολογία, αλλά και η εμφανώς λαϊκή επίσης, ήταν πιο στραμμένη προς την φιλοσοφία από την Εκκλησιαστική σοφιολογία του Μπουλγκάκοφ και επομένως υπέστη πιο βαριά τα αδιέξοδα της φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως του ιδεαλισμού, απέναντι στο θέμα του ριζικού θετικού κακού. Ή ίσως επειδή η εμπειρία της εγκαταλείψεως από την "αιώνια μνηστή του", την σοφία, η οποία δεν εμφανίστηκε πλέον μετά τις πρώτες τρείς συναντήσεις (όπως εγκατελείφθη και από την γήινη εικόνα της, την αγαπημένη Σοφία Κίτροβα) υπήρξε διαλυτική στο υπαρξιακό επίπεδο, ώστε κατόρθωσε να εισέλθει και στο θεωρητικό.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου