Πιστεύω πως εαν δεν τον είχε εμποδίσει ο Θάνατος, θα είχε επιστρέψει στην σοφιολογία, αλλά σε μια σοφιολογία εντελώς διαφορετική, ακριβώς γιατί στο μεταξύ θα είχε πεθάνει και αναστηθεί.
Να υποθέσουμε πώς θα ήταν αυτή η νέα σοφιολογία, θα ήταν τόσο επικίνδυνο όσο και η επιθυμία μας να περιγράψουμε από τώρα την Εκκλησία του μέλλοντος, στην οποία ο Σολόβιεφ ήταν πεπεισμένος πως οι Εκκλησίες του παρόντος θα έχουνε ενωθεί σε μια μοναδική αγιότητα, ή την αγάπη που θα προκαλέσει και το κάλλος που θα φανερώσει, την σωτηρία του κόσμου.
Παρ’ όλα αυτά όμως κάποιο ίχνος μπορούμε να ανιχνεύσουμε από την Εκκλησιολογία, από την αισθητική και από την ερωτική γραμματεία στην οποία εργάστηκε ανάμεσα στο τέλος των ΄80 και των ’90. Τα δύο πιο ενδιαφέροντα στοιχεία είναι, κατά την άποψή μας, ένα αρνητικό σημείο, που μαρτυρεί την αναγκαιότητα της κενώσεως και το άλλο, θετικό αυτό, για να ενθυμούμεθα πως η Παρασκευή του πάθους και του θανάτου είναι ένα τραγικό, πραγματικότατο, αναγκαίο πέρασμα, προορισμένο όμως να καταλήξει στην γιορτή του Πάσχα, έτσι ακριβώς όπως η κουραστική εργασία της εβδομάδος οδηγεί στην γιορτινή χαρά της Κυριακής (η οποία στα Ρώσικα λέγεται όπως και το Πάσχα).
Ένα αρνητικό σημείο είναι η επιμονή στην πρόσκληση σε μια ανάβαση και μια ασκητική χωρίς μετάνοια, αλλά σε μια ανάβαση μόνον θεραπευτική, σε μια αρνητικότητα λοιπόν θετικά προσανατολισμένη. Ένα θετικό όμως είναι η επιμονή του στην επίκληση του Πνεύματος, σαν του μοναδικού Ικανού να πραγματοποιήσει, μαζί μας ή χωρίς εμάς αλλά πάντοτε μέσα μας, την μεταμόρφωση και ανάσταση της συμπαντικής ζωής. Τήν Μία, Αγία Εκκλησία του μέλλοντος, ο Σολόβιεφ την ονομάζει «Του Πνεύματος» ή «Πνευματικές» ή «Μυστηριακές», με τον προσδιορισμό πως αυτοί οι όροι δεν σημαίνουν άϋλα πράγματα, αλλά ονομάζονται έτσι, πνευματικοποιημένα καί μετουσιωμένα, η αγνή αγάπη και η Θεουργική τέχνη.
Εάν θέλαμε να δώσουμε ένα όνομα σ’αυτήν την Τρίτη και πιο αληθινή φιλοσοφική οδό στον Χριστιανισμό, που θα μπορούσε να είναι Ικανή να διαψεύσει τόσο τον μηδενισμό όσο και τον Ιδεαλισμό, όπως ακριβώς η εικόνα απορρίπτει τόσο το αληθοφανές στύλ, όσο και το ανεικονικό, εάν θα θέλαμε δηλ. να ονομάσουμε την σοφιολογία που δεν υπάρχει στον Σολόβιεφ, αλλά θα μπορούσε να είχε υπάρξει και ίσως θά’πρεπε, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «Πνευματισμό». Διακινδυνεύοντας να προκαλέσουμε την ίδια μακροσκοπική ασυνεννοησία, διότι ο όρος ανακαλεί στην σκέψη, την εσωτερικότητα και τον συναισθηματισμό, όπως υπάρχουν αυτοί οι δύο Χαρακτήρες στον πνευματισμό του '80.
Εσωτερικότης, συναισθηματισμός, καταπόνηση, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι όμως εντελώς ξένα, μάλιστα δε αντίθετα στο πνεύμα και στο γράμμα της Θεολογίας του Αγίου Πνεύματος που υφίσταται στην σοφιολογία του Σολόβιεφ και των Ρώσων γενικώς, όπως επίσης και στην εκκοσμικευμένη εκδοχή της που δημιούργησε ο Χέγκελ, ο οποίος δεν αποστρεφόταν τυχαία τους Ρομαντικούς.
Αυτός ο κίνδυνος μας λέει απλώς πόσο τραχύ και παρακινδυνευμένο είναι να διαλογιζόμαστε για το μέλλον, ιδιαιτέρως δε εάν το μέλλον είναι εκείνο το απόλυτο τής μετα-ιστορίας, του επέκεινα της ιστορίας. Δεν σημαίνουν βεβαίως όλοι αυτοί οι κίνδυνοι πως δεν υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για να γίνει η προσπάθεια, όπως για παράδειγμα, να διαφωτισθεί το νόημα του παρελθόντος και του παρόντος Ιδιαιτέρως, ξεκινώντας από το μέλλον ή όπως στην περίπτωση των πιστών, οι οποίοι ευνοούνται μόνον εν μέρει από την αποκάλυψη [όχι την ενσάρκωση], (διότι ο Θεός των Εβραίων και των Χριστιανών παραμένει κρυμμένος ακόμη και στην φανέρωσή του), [δυστυχώς μεγάλη άγνοια και αδιακρισία, διότι άλλο το άρρητο και άλλο το κρυμμένο. Οι Καθολικοί δεν πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι ο Θεός], οι οποίοι πιστοί μπορούν να ξεκαθαρίσουν την πίστη και την ελπίδα. [Η ενανθρώπιση ένα Ιστορικό γεγονός όπως τόσα άλλα].
Όσο πολύτιμα λοιπόν κι’ άν είναι τα αποτελέσματά της, η σοφιολογία, στην οποία αποτελούν μέρος και η εσχατολογία μαζί με την πρωτολογία, πρέπει να είναι, εάν θέλει να είναι στ’ αλήθεια Χριστιανική, «νηπτική», όπως ακριβώς υπήρξαν οι άγιοι ησυχαστές τους οποίους υπερασπίστηκε ο Παλαμάς, δηλ. όσο το δυνατόν ασκητική, ελπιδοφόρος, γρηγορούσα, αλλά ποτέ ανυπόμονος και ποτέ θριαμβευτική. Η υποθετική λοιπόν σοφιολογία τού Σολόβιεφ, πεθαμένη και αναστημένη, αυτή που λείπει από τα γραπτά, τουλάχιστον συγκροτημένα, θα ήταν πολύ προσεκτική να μην ξαναπέσει στην «εσχατολογική ανυπομονησία» που υπήρξε η νεότης της, και στην οποία η Ορθόδοξη Ρωσική Θεολογία σήμερα, ιδιαιτέρως αυτή της διασποράς, αναγνωρίζει και ομολογεί ότι υπήρξε η «Ιστορική αμαρτία» της Ορθοδοξίας. Αυτό θα την είχε καταστήσει, όπως απαιτεί και το Θεολογικό στύλ της Ανατολής, πιο αποφατική. Πιο Κενωτική ακριβώς, από εκείνη που απαρνήθηκε ο Σολόβιεφ λίγο πριν τον θάνατό του. Η απόφαση είναι ακριβώς η κένωση της ομιλίας.
Προσθέτουμε και ένα μικρό απόσπασμα από επιστολή του Σολόβιεφ οπού εκθέτει την αμετακίνητη πίστη του προς την Ρώμη.
Solovjev περί Ρώμης
Νομίζω πως δίνεις προσοχή μόνο στον παπισμό. Εγώ από την άλλη βλέπω την μεγάλη, την αγία και αιώνια Ρώμη, τον αχώριστο θεμέλιο λίθο της οικουμενικής Εκκλησίας. Σε αυτή την Ρώμη πιστεύω, αυτή προσκυνώ, αυτήν αγαπώ με όλη μου την καρδιά, και με όλες τις δυνάμεις της ψυχής μου εύχομαι την επανόρθωσή της, χάριν της ενότητας και ολοκλήρωσης της παγκόσμιας Εκκλησίας. Ας θεωρηθώ καταραμένος ως πατροκτόνος, εάν εκστομίσω ποτέ ένα λόγο κατηγορίας κατά της αγιοσύνης της Ρώμης.
Solovjev προς Iwan Aksakov (Από το βιβλίο: Solovjev und der Protestantismus, του Ludolf Müller, εκδοθέν το 1951 από Verlag Herder Freiburg)
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου