Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

ΟΙ ΘΕΙΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΝΕΟΦΑNΗΣ ΜΕΤΑΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ

ΟΙ ΘΕΙΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΝΕΟΦΑNΗΣ ΜΕΤΑΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ
Εν Πειραιεί                                                    πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος
24-5-2014                                  εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Ν. Καλλιπόλεως Πειραιώς

Η μεταπατερική και οικουμενιστική ‘Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών’ του Βόλου, που αποτελεί εργαστήρι και προωθημένο όργανο του παμπροτεσταντικού λεγομένου Π.Σ.Ε., στοχεύοντας στην αναθεώρηση και ‘εκσυγχρονισμό’ διαφόρων θεμάτων σύμφωνα με την οικουμενιστική νοοτροπία, διοργάνωσε διεθνές συνεδρίου από τις 8 έως τις 11 Μαΐου ε.έ. με θέμα : «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις»[1], με σκοπό την στρέβλωση των Θείων και Ιερών Κανόνων, ιδίως των σχετιζομένων με τις σχέσεις ανάμεσα στους Ορθοδόξους, τους αιρετικούς και τους ετεροθρήσκους.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, το συνέδριο αυτό είναι συνέχεια του προηγουμένου μεταπατερικού συνεδρίου.
Κατ’αρχήν θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι εἶναι ἀδιανόητο οι οικουμενιστές, που καταπατούν και καταφρονούν συνεχώς και ασυστόλως τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, να διοργανώνουν συνέδρια για τους Ιερούς Κανόνες, ἐπιδιώκωντας τὴν ψευδοενότητα μὲ τοὺς αἱρετικοὺς και ετεροδόξους καὶ νὰ μην διαλέγονται με τοὺς ἀδελφούς Ὀρθοδόξους, που τηρούν τους Ιερούς Κανόνες, και με τον τρόπο αυτό να προκαλούν διαιρέσεις στο Ορθόδοξο ποίμνιο· ἐκείνους νὰ τοὺς ἀγκαλιάζουν, καὶ αὐτοὺς νὰ τοὺς κακοχαρακτηρίζουν, να τους απειλούν, να τους ἀφορίζουν καὶ νὰ τοὺς τιμωρούν. Εμείς πάντως παραμένουμε ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀνὰ τοὺς αἰώνες Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὡς τρόφιμοι καὶ τέκνα της. Ἀποδεχόμαστε ὅλα τὰ δόγματά της, ὅλους τοὺς ἱεροὺς κανόνες της, ὅλες καί τὶς ἑννέα Ἅγιες καί Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ὅλες τίς τοπικὲς συνόδους καὶ ἀποκρούουμε καὶ ἀποκηρύσσουμε ὅλες τὶς αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νεώτερες, καὶ μεταξὺ αὐτῶν τὶς πάμπολλες τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ και του Οικουμενισμού.
Ὅσοι τὶς δικαιολογοῦν ὡς θεολογούμενα, ὅσοι ἀναγνωρίζουν τὰ μυστήρια καὶ τὴν Χάριν τῶν δῆθεν ‘ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν’, ὅσοι ἐσμίκρυναν τὴν Ἐκκλησία, συναριθμώντας αὐτὴν μεταξὺ τῶν αἱρέσεων, τῶν δῆθεν ἐκκλησιῶν, αὐτοὶ σχίζουν καὶ διαιροῦν τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς καὶ ὑπόκεινται στὰ σχετικὰ ἐπιτίμια τῶν ἱερῶν κανόνων, ποὺ δὲν ἔχουν παλιώσει, οὔτε ἔχουν ἀκυρωθεῖ, ἀλλὰ ἴσχυαν, ἰσχύουν καὶ θὰ ἰσχύουν πάντοτε. Ἡ νέα ἐποχή, ἡ καινὴ κτίση, ἄρχισε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως, διὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεχίζεται διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.
Ὅσοι τολμοῦν καί χρησιμοποιοῦν κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ κατὰ τὸ συμφέρον τους Ιερούς Κανόνες ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἂς σκεφθοῦν ἐν πρώτοις ὅτι εἶναι ἐμφανῶς καὶ καταφανῶς μὲ ὅσα δημοσίως λέγουν καὶ πράττουν ἔνοχοι οἱ ἴδιοι πλήθους κανονικῶν παραβάσεων, καὶ ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὅτι «ἔνοχος ἔνοχον οὐ ποιεῖ», ἐνεδρεύει σὲ περίπτωση ἀδίκων ἀποφάσεων ὁ κίνδυνος τῆς ταυτοπαθείας εἴτε ἐν ζωῇ, εἴτε μετὰ θάνατον.
Μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ μερικοὺς μόνον κανόνες, ποὺ παραθεωρούνται με τις συμπροσευχές με αιρετικούς και κακοδόξους : «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω»[2]. «Ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους Βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου»[3]. «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς οἶκον Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει»[4]. «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινες εἰσιν, ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι»[5]. «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι»[6]. «Ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε εξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[7], πού δέν ἔχουν παλιώσει, οὔτε ἔχουν ἀκυρωθεῖ, ἀλλά ἴσχυαν, ἰσχύουν καί θά ἰσχύουν πάντοτε[8].
Η αιρετική θεωρία της «συναφειακής θεολογίας»
Ο κ. Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ. Θ. Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στον Χαιρετισμός Υποδοχής[9], έθεσε το κεντρικό ζήτημα «εάν υπάρχει η δυνατότητα η Ορθόδοξη θεολογία, όσον αφορά ειδικά στην κανονική της παράδοση, να κατανοηθεί και να λειτουργήσει όχι μόνο ως «παραδοσιακή», μένοντας αμετακίνητα πιστή στο γράμμα μιας υποτιθέμενης «παράδοσης», αλλά και ως συναφειακή, υπερβαίνοντας τις συντεταγμένες ενός προ-νεωτερικού κοσμοειδώλου, το οποίο αποτελεί τελεσίδικα παρελθόν για τον χρόνο της Εκκλησίας».
Δεν θα πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι η λεγομένη «θεολογία της συνάφειας» ή «συναφειακή θεολογία» είναι μιά αιρετική θεωρία, η οποία εισήχθη στόν ελληνικό θεολογικό χώρο από τήν «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» με το μεταπατερικό συνέδριο του Ιουνίου του 2010. Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Γλυφάδας κ. Παύλο, ο όρος «συναφειακή θεολογία» είναι γνωστός γιά τουλάχιστον σαράντα χρόνια στή διαχριστιανική βιβλιογραφία καί διατυπώνεται στήν αγγλική ως «Contextual Theology» ή ως «Cohesive Theology». Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός από τά κείμενα του «Παγκοσμίου Συνεδρίου γιά τήν Ιεραποστολή καί τόν Ευαγγελισμό», πού διοργανώθηκε τό 1972 στήν Μπαγκόγκ. Η κυρίαρχος τάση στό εν λόγω συνέδριο ήταν νά αποφύγουν οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες νά εμφανισθούν, ενώπιον των μή χριστιανών, ως διχασμένες λόγω των δογματικών διαφορών τους, αλλά νά δείξουν ενότητα, θέτοντας σέ προτεραιότητα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης καί καταπιέσεως των κοινωνικών τάξεων. Αυτό θά είχε ως αποτέλεσμα η ιεραποστολή καί τό κήρυγμα νά στραφούν στή διατύπωση τρόπων αποκαταστάσεως των κοινωνικών αδικιών καί όχι στή μετάδοση των αληθειών του Ευαγγελίου.
Ο Σεβασμιώτατος αντικρούοντας στή συνέχεια τήν έννοια καί τό περιεχόμενο της «συναφειακής θεολογίας» γιά τήν Ορθοδόξη Ιεραποστολή, τονίζει ότι κανείς δέν δύναται νά αρνηθεί τήν απαίτηση γιά κοινωνική δικαιοσύνη, ως καρπού όμως βιώσεως των αληθειών του Λόγου του Θεού, όπως διατυπώθηκαν μέσα από τά δόγματα των Οικουμενικών Συνόδων των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας. Η ρίζα καί η προοπτική της «θεολογίας της συνάφειας» ήταν «η μετατροπή της ιεραποστολής σέ κοινότητα εκκλησιών σέ ιεραποστολή». Στήν Ορθόδοξη όμως θεολογία δέν έχουμε «κοινότητα εκκλησιών», αλλά τήν Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν. Η προβολή της ιεραποστολής από μία «κοινότητα εκκλησιών» υποβαθμίζει τήν Μίαν Εκκλησίαν σέ σύλλογο, πού δέν αποκαλύπτει τή μοναδική Αλήθεια καί υποβαθμίζει τήν ίδια τήν ιεραποστολή, πού καταλήγει νά έχει μόνο κοινωνιολογικές καί όχι σωτηριολογικές προοπτικές[10].
Το αίτημα της προσαρμογής των Ιερών Κανόνων στο σύγχρονο συγκρητιστικό οικουμενιστικό περιβάλλον
Ο κ. Παντελής Καλαϊτζίδης θέτει και ένα άλλο κρίσιμο, κατ’αυτόν ερώτημα : «Κατά πόσο, μέσα στο αναμφισβήτητο κύρος που τους περιβάλλει, οι κανόνες αυτοί διατηρούν την υπαρκτική δυναμική τους, για να ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου». 
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος στον Χαιρετισμό[11] του τόνισε ότι «τίθενται συχνά ορισμένα κρίσιμα και δύσκολα ερωτήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην αυθεντικότητα επιμέρους Κανόνων, στην διαχρονικότητα και επικαιρότητά τους ακόμη και για το συγκαιρινό κοσμοείδωλο, στην καθολική τους ισχύ σε κάθε επιμέρους περίπτωση της ατομικής ή συλλογικής εκκλησιαστικής ζωής, κ.ά.», ότι η εποχή μας «φέρνει στο προσκήνιο αμείλικτα ερωτήματα σχετικά με το status και τη σωτηριολογική σκοπιμότητα και αξία των ιερών Κανόνων» και ότι θα πρέπει «να αναστοχαστούμε με προσοχή πάνω στο καθοριστικό αυτό ζήτημα της θέσης και αξίας των ιερών Κανόνων στο πλαίσιο του νεωτερικού κοσμοειδώλου».
Είναι εμφανής από τις ανωτέρω τοποθετήσεις η προσπάθεια εκκοσμικεύσεως των Ιερών Κανόνων. Οι ανωτέρω έχουν αναγάγει σε ύψιστη αξία τον κόσμο και την εποχή. Εμάς, όμως, θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η εκκλησιαστικοποίηση του κόσμου και της εποχής, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, το οποίο εκφράζεται, εκτός των άλλων, και μέσω των Θείων και Ιερών Κανόνων. Και πάνω απ’όλα μας ενδιαφέρει η μαρτυρία των ιδίων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων περί των Ιερών Κανόνων  
Η μαρτυρία των ιδίων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων περί των Ιερών Κανόνων,
Νευραλγικό ρόλο στήν κατανόηση του πνεύματος των Ιερών Κανόνων παίζει καί η μαρτυρία των ιδίων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων περί των Ιερών Κανόνων, δηλαδή τό πώς αυτοί κατανοούν καί υπό ποίο πρίσμα βλέπουν αυτούς. Καί αυτό γιατί οι Πατέρες εκφράζουν τήν εμπειρία της Καθολικης (Ορθοδόξου) Εκκλησίας καί γιατί οι Οικουμενικές Σύνοδοι, στίς οποίες συμμετείχαν, αποτελούν τά στόματα της Καθολικής (Ορθοδόξου) Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικός είναι ο β΄ Κανών των Πατέρων της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου[12], ο οποίος επικυρώνει τούς Αποστολικούς κανόνες καί τούς κανόνες των προγενεστέρων Συνόδων καί Πατέρων καί αποβάλλει τίς «διά Κλήμεντος διατάξεις των Αγίων «Αποστόλων», γιατί περιέχουν αιρέσεις. Ο προρηθείς κανών χαρακτηρίζει τούς κανόνες των αγίων καί μακαρίων Πατέρων ως αναγκαίους «πρός ψυχών θεραπείαν καί ιατρείαν παθών». Γι’αυτό καί δέν επιτρέπεται σέ κανένα «τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν Κανόνας ή αθετείν ή ετέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι Κανόνας ψευδεπιγράφως υπό τινων συντεθέντας των τήν αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων».
Από τό περιεχόμενο αυτού του Κανόνος καταδεικνύεται η βίωση της συνέχειας της Παραδόσεως από τούς Πατέρες, η φροντίδα τους γιά τήν διατήρηση καί παράδοση ανόθευτης της αληθείας καί η ποιμαντική θεώρηση των Κανόνων. Ο σκοπός της τηρήσεως των Κανόνων είναι σωτηριολογικός. Δηλαδή, μέσω της θεραπείας των ψυχών καί της ιατρείας των παθών, οι Κανόνες καλούν τά μέλη της Εκκλησίας νά επιτύχουν τήν θέωση, τόν ύψιστο στόχο της ζωής τους. Οι Πατέρες γνωρίζουν πολύ καλά αυτόν τόν σκοπό καί τήν σημασία των Κανόνων, γι’αυτό καί εκφράζονται μέ αυστηρότητα : «Ει δέ τις αλώ Κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τόν τοιούτον Κανόνα, ως αυτός διαγορεύει τήν επιτιμίαν δεχόμενος, καί δι’αυτού εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος». Η καινοτομία καί ανατροπή αυτή ασφαλώς αναφέρεται στήν αλλοίωση του πνεύματος των Κανόνων μέ τήν μεταβολή καί μετατροπή αυτών καί ακόμη τήν θέσπιση κανόνων, πού δέν θά εκφράζουν τήν αιωνίως αμετάβλητη ουσία της Εκκλησίας. Τό αποτέλεσμα αυτής της καινοτομίας καί ανατροπής θά είναι τό νά θέσουν τόν άνθρωπο εκτός Εκκλησίας, εκτός αληθείας καί τέλος εκτός σωτηρίας. Ο κίνδυνος της παρερμηνείας καί νοθείας της αληθείας, πού εκφράζεται μέσω των Κανόνων, είναι πάντοτε πρό οφθαλμών. Όμως, μόνο όταν εκφράζεται αυτή η αλήθεια, επιτυγχάνεται ο σωτηριολογικός σκοπός των Κανόνων.
Σημαντικότατη μαρτυρία περί της κατανοήσεως των Κανόνων υπό των  Πατέρων μάς παρέχει καί ο α΄ Κανών της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[13]. Εκφράζοντας τό καθολικό φρόνημα της Εκκλησίας, μιλούν οι Πατέρες γιά τούς Ιερούς Κανόνες μέ μοναδικό τρόπο καί λένε : «Τοις τήν ιερατικήν λαχούσιν αξίαν, μαρτύριά τε καί κατορθώματα, αι των κανονικών διατάξεών εισι αποτυπώσεις, ας ασμένως δεχόμενοι, μετά του θεοφάντορος Δαβίδ άδομεν πρός τόν δεσπότην Θεόν, λέγοντες, «εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην, ως επί παντί πλούτω, καί ενετείλω δικαιοσύνην τά μαρτύριά σου εις τόν αιώνα˙ συνέτισόν με καί ζήσομαι». Καί ει εις τόν αιώνα η προφητική  φωνή εντέλλεται ημίν φυλάττειν τά μαρτύρια του Θεού, καί ζην εν αυτοίς, δήλον ότι ακράδαντα καί ασάλευτα διαμένουσιν. Ότι καί ο θεόπτης Μωϋσής ούτω φησίν. «Εν αυτοίς ουκ έστι προσθείναι, καί απ’αυτών ουκ έστιν αφελείν». Καί ο θείος Απόστολος Πέτρος εν αυτοίς εγκαυχώμενος βοά˙ «εις α επιθυμούσιν Άγγελοι παρακύψαι». Καί ο Παύλος φησίν, «καν ημείς, ή εξ ουρανού άγγελος ευαγγελίζεται υμίν παρ’ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω».
Οι Κανόνες είναι γιά τούς Πατέρες ό,τι καί τά μαρτύρια του Θεού, δηλαδή οι εντολές του Θεού. Αποτελούν τούς δείκτες γιά τήν Βασιλεία του Θεού. Οι Πατέρες βιώνουν τούς Κανόνες ως «μαρτύρια» Θεού καί αισθάνονται χαρά γι’αυτούς, όπως τήν ίδια χαρά ενιωθαν οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης καί οι Άγιοι Απόστολοι γιά τίς εντολές του Θεού. Στή συνείδησή τους οι Κανόνες είναι η συνέχεια των εντολών. Ό,τι ισχύει γιά τίς εντολές στήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ισχύει καί γιά τούς Κανόνες. Η ύπαρξή τους κινεί τούς Πατέρες πρός δοξολογία καί αίνο Θεού. Είναι πλούτος αδαπάνητος καί κανείς δέν έχει τό δικαίωμα νά προσθέσει ή νά αφαιρέσει κάτι απ’αυτούς. Η αυστηρή καί απόλυτη αυτή στάση των Πατέρων, η οποία συχνά είναι ακατανόητη από τόν σύγχρονο εκκοσμικευμένο χριστιανό, κατανοείται μόνο μέσα από τήν πίστη των Πατέρων γιά τήν διαχρονική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στήν Εκκλησία. Οι Πατέρες «εξ ενός γάρ άπαντες καί του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τά συμφέροντα». Η αγιοπνευματική προέλευση των Κανόνων οδηγεί τούς Πατέρες στήν ολόθυμη αποδοχή καί επικύρωσή τους : «Τούτων ουν ούτως όντων καί διαμαρτυρομένων ημίν, αγαλλώμενοι επ’αυτοίς, ως ει τις εύροι σκύλα πολλά, ασπασίως τούς θείους Κανόνας ενστερνιζόμεθα, καί ολόκληρον τήν αυτών διαταγήν καί ασάλευτον κρατύνομεν». 
Στό σημείο αυτό πρέπει νά τονισθεί ότι οι Κανόνες έχουν θεολογικό υπόβαθρο. Ο θεολογικός χαρακτήρας των Κανόνων στηρίζεται πάνω στή ζώσα καί συνεχή παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στήν Εκκλησία καί τίς Συνόδους της. Έτσι δικαιολογείται καί τό γεγονός ότι όλες οι Σύνοδοι επικαλούνται τήν θεία Χάριν. Αυτό τό βλέπουμε τόσο στήν Αποστολική Σύνοδο, όπου λέγεται ότι «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι καί ημίν»[14], όσο καί στόν α΄ Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου αναφέρεται μεταξύ των άλλων ˙ «...καί νυν αρχήν των ιερών ποιούμενοι λόγων, χάριτι θεία ορίζομεν ακαινοτόμητόν τε καί απαράτρωτον υπάρχειν τήν παραδοθείσαν πίστιν ημίν, υπό τε των αυτοπτών καί υπηρετών του Λόγου...»[15]. Στό ίδιο πνεύμα κινείται καί ο α΄ Κανών της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου˙ «εξ ενός γάρ άπαντες καί του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τά συμφέροντα».
Είναι εμφανής η συνεργασία θείου καί ανθρωπίνου παράγοντος, αλλά καί η θεοπνευστία των Κανόνων. Περί της θεοπνευστίας κάνει λόγο ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, λέγοντας χαρακτηριστικώς τά εξής : «Αύτη η βίβλος (τό Πηδάλιον δηλαδή) είναι η μετά τάς αγίας Γραφάς αγία Γραφή, η μετά τήν Παλαιάν καί Καινήν διαθήκην, Διαθήκη. Τά μετά τά πρώτα καί θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καί θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τά αιώνια όρια, α έθεντο οι πατέρες ημών, καί νόμοι οι υπάρχοντες εις τόν αιώνα... τούς οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε καί τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν... Αύτη ως αληθώς εστι, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, τό Πηδάλιον της Καθολικής (Ορθοδόξου) Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αυτή κυβερνωμένη ασφαλώς, τους εν αυτή ναύτας καί επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω καί λαϊκούς, πρός τόν ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα. Αύτη εστίν ο καρπός καί τό αποτέλεσμα καί ο σκοπός, διά τόν οποίον τόσοι... Πατριάρχαι ίδρωσαν, τόσοι αρχιερείς θεοφόροι καί πνευματοφόροι από τά πέρατα της οικουμένης ωδοιπόρησαν (καί γηραλέοι καί ασθενείς πολλάκις υπάρχοντες) καί συνόδους οικουμενικάς τε καί τοπικάς συνεκρότησαν, καί τόσους χρόνους εμόχθησαν»[16].            
Επιστρέφοντας στήν αναφορά μας στόν α΄ Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου παρατηρούμε ότι οι Πατέρες της Συνόδου αυτής τηρούν τήν ίδια στάση μέ τούς Πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, καταδικάζοντας γιά σωτηριολογικούς λόγους, όσους παραβαίνουν τούς Κανόνες : «Καί ους μέν τω αναθέματι παραπέμπουσι, καί ημείς αναθεματίζομεν, ους δέ τη καθαιρέσει, καί ημείς καθαιρούμεν, ους δέ τω αφορισμώ, καί ημείς αφορίζομεν, ους δέ επιτιμίω παραδιδόασι, καί ημείς ωσαύτως υποβάλλομεν». Καί καταλήγει ο παρών Κανών : «Αφιλάργυρος γάρ ο τρόπος˙ αρκούμενοι τοις παρούσιν˙ ο βεβηκώς εις τρίτον ουρανόν καί ακούσας άρρητα ρήματα Παύλος ο θείος Απόστολος διαρρήδην βοά».
Οι Ιεροί Κανόνες συντάχθηκαν, γιά νά ρυθμίσουν συγκεκριμένες ανάγκες της Εκκλησίας καί νά καθοδηγήσουν τήν πνευματική ζωή των μελών της. Βοηθούν τόν άνθρωπο νά μείνει σέ ενότητα καί αρμονική σχέση μέ τόν πλησίον του. Δέν τού στερούν τήν ελευθερία του, αλλά τόν βοηθούν νά τήν βιώσει. Υποδεικνύουν στόν πιστό τά όρια της Εκκλησίας, χωρίς τά οποία κυριαρχεί τό χάος. Ρυθμίζουν τίς σχέσεις μεταξύ των διαφόρων χαρισματούχων λειτουργών καί τάξεων, ώστε όλοι νά εργάζονται αρμονικά γιά τήν αύξηση του Σώματος του Χριστού. Επιβάλλουν τήν ορθή θεραπευτική μέθοδο γι’αυτούς, πού διασπούν αυτήν τήν ενότητα καί πίπτουν από τήν χριστιανική πίστη καί ζωή. Οι Ιεροί Κανόνες δέν σώζουν από μόνοι τους τόν πιστό. Τόν βοηθούν, όμως, νά μείνει στήν εκκλησιαστική ενότητα μέ τά άλλα μέλη, ώστε νά έχει δυνατότητα σωτηρίας. Οι Κανόνες ως όρια, δέν εξαντλούν τό μέγα μυστήριο της Εκκλησίας, αλλά καί χωρίς αυτούς η Εκκλησία δέν εκφράζεται ως κοινωνία αγάπης, ως θεόσδοτη τάξη καί ενότητα, ως αρμονικό Σώμα Χριστού.
Αναφερόμενος ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στήν κανονική τάξη, πού εξασφαλίζει τήν συνοχή της Εκκλησίας διά της ενεργείας της Αγίας Τριάδος καί τήν καθιστά αντίτυπο της ουρανίου ιεραρχίας, λέει τά εξής : «Καί ίνα επί παραδείγματος δηλώσω τό παν˙ καθώς η παντουργική αγία Τριάς τόν πρώτον καί υλικόν τούτον κόσμον δημιουργήσασα μέ διαφόρους φυσικούς Κανόνας των στοιχείων αυτόν συνηρμόσατο, εξ ων η τάξις, καί εκ της τάξεως η συνοχή του παντός διασώζεται, καί γίνεται, καθώς είπεν ο Ορφεύς, όλη η κτίσις μία μουσική συμφωνία, εκ διαφόρων Κανόνων, ώσπερ εκ τινων πολυειδών καί πολυμμιγών φθόγγων ανακρουομένη. Τοιουτοτρόπως η αυτή Τριάς, καί τόν δεύτερον τούτον καί νοητόν κόσμον της Καθολικής (Ορθοδόξου) Εκκλησίας κατασκευάσασα, μέ τούς ιερούς καί θείους Κανόνας συνέδησεν αυτόν καί συνέπηξεν. Εξ ων η των Πατριαρχών αποτίκτεται ευταξία, η των Αρχιερέων αρμονία, η των Ιερέων κοσμιότης, των διακόνων η σεμνοπρέπεια, των Κληρικών η σεβασμιότης, των Μοναχών η ευρυθμία, των Πνευματικών πατέρων η πρός διόρθωσιν απαιτουμένη γνώσις, των βασιλέων η παρά πάντων οφειλομένη τιμή, καί πάντων απλώς των χριστιανών, η πρέπουσα χριστιανοίς διαγωγή καί κατάστασις, καί καθολικώς ειπείν, εκ των ιερών τούτων Κανόνων, η κάτω εκκλησιαστική ιεραρχία γίνεται μίμημα καί εκσφράγισμα της ουρανίου ιεραρχίας. Καί αι δύο ομού ιεραρχίαι αποκαθιστώνται μία, εν μέλος, ανακρουομένη εναρμόνιόν τε καί πάγχορδον. Έκβαλε τούς κανόνας των στοιχείων από τήν υλικήν κτίσιν, καί παρευθύς λύεται η τάξις, καί λυομένης της τάξεως, όλον τό παν αφανίζεται. Έκβαλε καί τούς ιερούς τούτους κανόνας από τήν Εκκλησίαν, καί παρευθύς επεισέρχεται η αταξία, καί εκ της αταξίας άπασα η ιερά αυτής διακόσμησις αφανίζεται»[17].
Σύμφωνα μέ τήν θεολογική κρίση του Οσίου Νικοδήμου η τάξη, πού επικρατεί στόν φυσικό κόσμο, στήν στρατευομένη Εκκλησία, καθώς καί η αρμονία της θριαμβευούσης Εκκλησίας έχουν ως κέντρο καί πηγή τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό. Ο Αγιορείτης μοναχός μπορεί καί βλέπει τόν κόσμο σέ ενότητα. Τελικός σκοπός της εκκλησιαστικής ευταξίας καί της ουρανίου ιεραρχίας είναι η δόξα του Αγίου Τριαδικού Θεού. Έτσι, τά πάντα επιστρέφουν στήν πηγή καί αφετηρία τους: «Ίνα η ο Θεός τά πάντα εν πάσιν»[18].
Έπειτα από τίς παραπάνω διευκρινήσεις ωφείλουμε νά κάνουμε καί κάποιες παρατηρήσεις μέ πνεύμα διάκρισης.
Α) Οι Ιεροί Κανόνες δέν αποτελούν έκφραση κάποιου νομικού πνεύματος, τό οποίο τείνει νά εκνομικεύσει τά πάντα καί νά περιορίσει τήν ζωή του πνεύματος σέ νομικούς τύπους, πράγμα το οποίο συναντά κανείς στην αίρεση του Παπισμού, αλλά ούτε και έκφραση κάποιου αντινομιστικού πνεύματος, τό οποίο θεωρεί τόν νόμο, τίς εντολές καί τούς Κανόνες ως ένα βάρος, πού στερείται και αντιτίθεται στήν θεία Χάριν, από τήν καταδυνάστευση των οποίων μόνο τό Ευαγγέλιο ελευθερώνει τόν άνθρωπο, όπως υποστηρίζει η αίρεση του Λουθηρανικού Προτεσταντισμού. Αντιθέτως,αυτοί αποτελούν τήν έκφραση της ποιμαντικής μέριμνας της Εκκλησίας γιά τήν σωτηρία των ενεργών μελών της. Τήν αλήθεια αυτή μαρτυρούν τά εξής στοιχεία :
1) Ο μικρός σχετικώς αριθμός ιερών Κανόνων, τούς οποίους εξέδωσαν συνοδικώς οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Η Εκκλησία δηλαδή δέν μεταβλήθηκε σέ εργαστήριο παραγωγής νομικών κανονισμών, αλλά μόνο περιστασιακώς διετύπωνε Κανόνες γιά τήν ρύθμιση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, όταν υπήρχε ο κίνδυνος νοθείας της εκκλησιαστικής ζωής.
2) Η έλλειψη κωδικοποιήσεως των Κανόνων στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, σέ αντίθεση μέ τό Corpus Juris Canonici της αιρέσεως του Παπισμού. Η αίρεση του Παπισμού, όπως είναι γνωστό, ανάμεσα στις αιρετικές θεωρίες, που έχει διατυπώσει, έχει καί τήν αιρετική διδασκαλία περί της «πάσχουσας Εκκλησίας». Η «πάσχουσα Εκκλησία» σχετίζεται μέ όσους πάνε στό «καθαρτήριο πυρ». Επειδή η αίρεση του Παπισμού διακατέχεται από τήν νομική αντίληψη περί σωτηρίας καί περί σχέσεων μέ τόν Θεό, τό οποίο μπορεί κανείς νά διαπιστώσει πολύ εύκολα, αν διαβάσει τόν Άνσελμο Καντερβουρίας και την αιρετική θεωρία «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης»[19], αντιλαμβάνεται ότι η  Εκκλησία, πού έλαβε τήν εξουσία «του δεσμείν καί λύειν», η οποία εξαντλείται τελικά στόν αιρεσιαρχη Πάπα, έχει τό δικαίωμα, αλλά καί τήν δέσμευση καί υποχρέωση στόν Θεό, εφ’όσον έχει θέσει κάποιο επιτίμιο γιά κάποια αμαρτία καί δέν τό έχει εκπληρώσει ο πιστός, θά πρέπει, αφού ορίζει ο νόμος, νά εκτίσει τήν ποινή του, γιατί όντως περί ποινής πρόκειται. Είναι, λοιπόν, πασιφανής, η έλλειψη χαρισματικής εμπειρίας, επειδή δέν μπορεί νά σκεφθεί διαφορετικά από τά νομικά. Έτσι, αν υποθέσουμε ότι κάποιος πήρε ένα κανόνα ακοινωνησίας δύο ετών από τήν Θεία Κοινωνία καί στό ενδιάμεσο πέθανε, στόν ένα χρόνο ή στόν οποιονδήποτε άλλο μέσα σ’αυτά τά δύο χρόνια, αυτός, σύμφωνα πάντα μέ τούς Παπικούς, ας έχει μετανοήσει, θά μείνει στό καθαρτήριο πυρ μέχρι νά εκτίσει τήν ποινή του καί μετά νά μεταπηδήσει στόν παράδεισο. Αυτή είναι η «πάσχουσα Εκκλησία». Βεβαίως κι εκεί χωράει τό μέσον, τό οποίο είναι ο Πάπας. Δίνοντάς του χρήματα, θά εξασφαλίσει ο Πάπας τόν πιστό μέ ένα συγχωροχάρτι, γιατί κι εκεί έχει τήν εξουσιοδότηση!!!  Στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, οι συλλογές Κανόνων, πού υπάρχουν, δέν αποτελούν κωδικοποίηση αυτών, όπως νομίζουν μερικοί[20].
3) Η περιστατική διατύπωση γνώμης των Πατέρων σέ σχέσει μέ τά επίκαιρα προβλήματα, η οποία εκ των υστέρων περιεβλήθη μέ τό κύρος του Κανόνος. Οι Πατέρες δέν είχαν σκοπό οι απαντήσεις τους νά γίνουν κανόνες. Απαντούσαν από αγάπη, γιά νά λυθούν διάφορες προβληματικές καταστάσεις. Γράφουν μέ πολλή ταπείνωση, χωρίς νά έχουν τήν πρόθεση νά νομοθετούν γιά όλη τήν Εκκλησία. Εξαιτίας, όμως, του κύρους, πού είχαν αυτοί στή συνείδηση της Εκκλησίας, οι απαντήσεις τους αναγνωρίζονταν εκ των υστέρων ως Κανόνες. Δέν πρόκειται δηλαδή γιά μιά μηχανική καί νομοτεχνική διαδικασία εκδόσεως εκκλησιαστικών νόμων, αλλά γιά μιά φυσική καί αβίαστη λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας.
4) Τό κύρος καί η διακεκριμένη θέση, πού κατέχουν οι κανονολόγοι Πατέρες στή συνείδηση της Εκκλησίας ως θεολόγοι, ποιμένες καί διδάσκαλοι της εν Χριστώ ζωής.
5) Η εμπιστοσύνη, μέ τήν οποία τό Σώμα της Εκκλησίας περιέβαλε τούς Ιερούς Κανόνες, χωρίς, βέβαια, νά τούς θεωρεί ως βάρος καί φορτίο, αλλά ως πυξίδες καί σήματα γιά τήν πορεία της Εκκλησίας πρός τήν Ουράνια Βασιλεία. Οι κατηγορίες κατά των Ιερών Κανόνων αποτελούν σύγχρονο φαινόμενο, τό οποίο ωφείλεται είτε στήν παρερμηνεία τους είτε στήν υιοθέτηση ξένων (δυτικών) κριτηρίων.
Β) Στήν Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει τό δόγμα της συνέργειας του θείου καί ανθρωπίνου παράγοντος, τό οποίο αποκαλύπτει τήν Εκκλησία ως θεανθρώπινη κοινωνία. Αυτό, βέβαια, απορρέει από τήν ένωση των δύο φύσεων στό ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου, πού έγινε «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως καί αχωρίστως». Άρα τό δίκαιο της Εκκλησίας είναι θεανθρώπινο, αφού εκφράζεται από ανθρώπους μέ τήν επιστασία, όμως, του Αγίου Πνεύματος. Επομένως, δέν μπορούμε νά μιλάμε γιά διαχωρισμό του δικαίου σέ θείο καί ανθρώπινο ή σέ κανόνες θείου δικαίου (jus divinum) καί κανόνες ανθρωπίνου δικαίου (jus humanum). Αυτή η διάκριση υπάρχει μόνο στή Δύση λόγω των γνωστών εκκλησιολογικών παρεκκλίσεών της καί λόγω της διακρίσεως μεταξύ «ορατής καί αοράτου Εκκλησίας»[21].
Η Εκκλησία γιά τήν θεραπεία των βαριά ή ελαφρώς αρρώστων μελών της χρησιμοποιεί τά επιτίμια, δηλαδή πνευματικά μέτρα. Τέτοια επιτίμια είναι τό ανάθεμα, ο αφορισμός, η καθαίρεση καί η ακοινωνησία.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τά επιτίμια, πού υπάρχουν, πρέπει νά καταργηθούν, λέγοντας ότι «δέν είναι καλό πράγμα αυτό˙ είναι νομικά πράγματα». Αυτοί, όμως, δέν έχουν καταλάβει τί είναι Ορθοδοξία καί τί είναι οι κανόνες της Εκκλησίας, γι’αυτό και λένε : «πέρα οι κανόνες, μή μου λές γιά κανόνες, μή μου λές γιά τέτοια πράγματα, αυτά τά έκαναν οι κομπλεξικοί της Ορθοδοξίας, οι άγιοι, οι τέτοιοι, οι αλλιώτικοι κτλ». Αντιλαμβάνεσθε τήν μεγάλη σύγχυση.
Οι κανόνες, όμως, βάζουν όρια στήν αυθαιρεσία και καλλιεργούν τήν δογματική συνείδηση του ανθρώπου στήν κατεύθυνση της ευσεβείας.
Η Εκκλησία, εκτός από την αρχή της ακριβείας, χρησιμοποιεί και τήν αρχή της οικονομίας, που είναι τα δύο κουπιά του ενός πλοίου, πού μεταφράζεται αρχή της φιλανθρωπίας. Έτσι, λοιπόν, ένας πού έχει αμαρτήσει, μπορεί εξ απόψεως ορθοδόξου ο διακριτικός πατέρας, πού βλέπει, τήν μετάνοιά του ή τόν βαθμό ή τήν κλίμακα, στήν οποία βρίσκεται αυτή η διαδικασία της μετανοίας, νά φθάσει καί μέχρι της πλήρους καταργήσεως. Μπορεί νά έχει κάνει ο εξομολογούμενονς τήν τάδε αμαρτία, αλλά, επειδή ο πνευματικός πατήρ βλέπει ότι υπάρχει μετάνοια, μπορεί νά μήν βάλει καθόλου επιτίμια. Έτσι, λοιπόν, τά επιτίμια έχουν καθαρά παιδαγωγικό χαρακτήρα μέσα στά πλαίσια της Ορθοδοξίας.

[2] Κανών ΜΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
[3] Κανών ΜΣΤ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
[4] Κανών ΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία συνόδου
[5] Κανών ΛΒ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία συνόδου
[6] Κανών ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία συνόδου
[7] Κανών Α΄ τῆς ἐν Νικαία Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
[8] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Συνάντηση Βαρθολομαίου καί Βενεδίκτου. Μακράν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων», Θεοδρομία Η4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2006) 552-557.
[10] ΜΗΤΡ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ, « «Συναφειακές», «Μεταπατερικές» καί άλλες θεολογικές αναζητήσεις σέ συνέδριο της θεολογικής Ακαδημίας του Βόλου», Θεοδρομία ΙΒ4  (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 496.
[12] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 220-221.
[13] Ό.π., σσ. 322-323.
[14] Πράξ. 15, 28.
[15] Ό.π., σ. 217.
[16] Ό.π., σ. λς΄.  
[17] Ό.π., σ. λς΄.  
[18] Α΄ Κορ. 15, 28.
[19] Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τόν Άνσελμο  Καντερβουρίας, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/κη 1995 και  ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Η αίρεσις της ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης διά της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου, Πειραιεύς 2012.                                                                                    
[20] Αναφερόμασθε στίς γνωστές αιρετικές απόψεις του θεωρητικού των Νεορθοδόξων κ. Χ. Γιανναρά περί του Οσίου Νικοδήμου. Σχ.βλ. ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ,  Αναίρεσις των πεπλανημένων θέσεων του κ. Χρήστου Γιανναρά περί του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, 13/26 Μαρτίου 1993.                                      
[21] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ,  Η ποιμαντική διακονία κατά τους  Ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Αθήνα 2003., σσ. 59-82.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου