Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ - Martin Heidegger (1)

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
 
του Martin Heidegger.

          [Επειδή ο χρόνος είναι η μοναδική Αρχή υπάρξεως της Δύσεως, θα παρουσιάσουμε αυτή την σύντομη διάλεξη του Χάιντεγκερ ο οποίος προώθησε τον χρόνο ταυτίζοντάς τον με την ύπαρξη, αρπάζοντάς τον από την αγκαλιά του χώρου, που είχε καταλήξει με το έργο του Κάντ].
 
          Το κείμενο είναι μία διάλεξη, που έγινε την 25η Ιουλίου του 1924, μπροστά στους θεολόγους του Marburg, όπου ο νεαρός Χάιντεγκερ παρουσιάζει τίς βασικές γραμμές των εργασιών του στον χρόνο, θεωρημένου σαν συστατικού χαρακτήρος της ανθρώπινης υπάρξεως. Σ' αυτό ακριβώς το πρόβλημα εργαζόταν εκείνο το διάστημα, στην κατανόηση της ανθρώπινης ζωής στην χρονική της ρίζα, ετοιμάζοντας την μεγάλη του πραγματεία Είναι και Χρόνος, η οποία δημοσιεύθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1927.

          Επηρεάστηκε φυσικά από τις τάσεις που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στην φιλοσοφική σκηνή. Κατ' αρχάς δε τήν φαινομενολογία του Χούσερλ, η οποία καθιστούσε την υποκειμενικότητα το Αρχιμήδειο σημείο πάνω στο οποίο μπορούσε να βασισθεί η εμπειρία του κόσμου, εισάγοντας έναν διαχωρισμό αρχής ,ανάμεσα σ' αυτό που συστήνει, το υποκείμενο και σ' αυτό που συστήνεται, στον κόσμο. Στην ίδια γραμμή εργαζόταν και ο νεοκαντιανισμός με τον Ρίκερτ, τον Λάση και τον Νάτορπ, ο οποίος δήλωνε τον ίδιο διαχωρισμό, αποκτώντας ταυτόχρονα για την υποκειμενικότητα μία υπερβατική σύσταση. Αντίθετα απ' αυτήν την γραμμή πάλευε ο Ντίλτευ. Μόνο που αντί να σταθεροποιήσει την σύσταση της ανθρώπινης ζωής, τόνιζε τον Ιστορικό καί μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της ανοίγοντας τον δρόμο προς τον σχετικισμό και το παράλογο.

          Ο Χάιντεγκερ απέφυγε και τα δύο άκρα, με τον προσωπικό του διαλογισμό πάνω στην πρωτοχριστιανική εμπειρία της ανθρώπινης υπάρξεως, την οποία ξαναβίωσε και ερμήνευσε με εκπληκτική δύναμη στην εποχή του μέσω των κειμένων του Αποστόλου Παύλου, του Αυγουστίνου και του Λούθηρου.

          Από αυτή την εμπειρία αντλεί μία θεμελιώδη έμπνευση στο φιλοσοφικό επίπεδο: η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στους δικούς της χαρακτήρες όσο θα περιοριζόμαστε να την υπολογίζουμε με θεωρητικούς όρους και να την μειώνουμε σε αντικείμενο αφηρημένης έρευνας, σε ένα πράγμα ανάμεσα στα πράγματα και να την περιγράφουμε με μία ουδέτερη απόσταση. Η ιδιαίτερη "κινητικότης" της υπάρξεως έρχεται στο φώς μόνο εάν την αντιμετωπίσουμε και την συλλάβουμε -όπως συνέβη στον πρώτο Χριστιανισμό- στον πρωτότυπο Χαρακτήρα τής πράξεως και της ενέργειας, δηλαδή σαν κάτι για το οποίο ο καθένας πρέπει να αποφασίσει και να επιλέξει.

          Παρ' όλα αυτά, εάν από το ένα μέρος η πρωτοχριστιανική έμπνευση τον βοήθησε να αντιληφθεί το πρόβλημα της περατότητος σε όλη του την ένταση, δεν κατόρθωσε όμως από το άλλο να επινοήσει ένα δίχτυο εννοιών κατάλληλο για μία φιλοσοφική και αυστηρή επεξεργασία. Σ' αυτό το σημείο ανακαλύπτει τα κείμενα του Αριστοτέλη. Ιδιαιτέρως δε τα κείμενα της πρακτικής φιλοσοφίας τά οποία μπορούσαν να προσφέρουν την βοήθειά τους για την έκφραση της πρακτικής φιλοσοφίας που τον ενδιέφερε.

          Πώς όμως στην διάρκεια αυτής της πορείας, γίνεται κεντρικό το πρόβλημα του Χρόνου; ο Κυριότερος λόγος είναι πώς η Χρονικότης φανερώνεται να είναι, στα μάτια του Χάιντεγκερ, ένα συστατικό στοιχείο της υπάρξεως. Η αλλαγή προοπτικής, την οποία διεκδικεί από την παράδοση, το πέρασμα δηλαδή από τον θεωρητικίζοντα υπολογισμό της ανθρώπινης ζωής σε μία καινούργια προοπτική υπολογισμού, πρακτική και ερμηνευτική, φανερώνει πώς η ύπαρξη, καθότι προβάλλεται πάντοτε, πέρα από αυτό που κάθε φορά είναι, προς αυτό που μπορεί να είναι και μπορεί να κάνει για τον εαυτό της, διευρύνεται ουσιαστικά στο μέλλον και επομένως στον χρόνο. Ο οποίος αντί για ένα απλό φυσικό φαινόμενο που δέχεται μέτρηση σύμφωνα με μία συνέχεια στιγμών ίσων μεταξύ τους, φαίνεται τώρα σαν τον χρόνο της πράξεως όπου σημασία έχει να συλλάβουμε ακαριαία την κατάλληλη στιγμή για την επιλογή και την απόφαση. Στην ένταση της αναμονής, κατά την οποία η ψυχή, ας πούμε, εκτείνεται ή προεξάρχει, η χρονομετρική σύλληψη αποδείχνεται ανεπαρκής και στην θέση της υπεισέρχεται η "καιρολογική" εμπειρία της χρονικότητος.

          Ο όρος σχηματίζεται απο τον Χάιντεγκερ αναφορικά με τον Αριστοτέλη, ο οποίος στα Ηθικά Νικομάχεια διαπραγματεύεται τον καιρό, με την έννοια τής "κατάλληλης στιγμής", της κατάλληλης ευκαιρίας για δραστηριοποίηση, για πράξη. Και με τον Απ. Παύλο, ο οποίος στην πρώτη προς Θεσ/νικείς καλεί τους Χριστιανούς να θεωρήσουν την Χριστιανική ύπαρξη σαν μία μεγάλη "αγρυπνία" και επομένως να μην ανησυχούν "περί των χρόνων και των καιρών" αλλά να προετοιμάζονται για την έλευση του Κυρίου ο οποίος θα φθάσει "ώς κλέπτης εν νυκτί".

          Στην πρακτικο-ερμηνευτική προοπτική ή ύπαρξη δεν ακινητοποιείται στην σημειολογική επικαιρότητα ενός στατικού παρόντος, αλλά σαν καταγωγική πράξη και σαν "μπορώ να είμαι", εκτείνεται στον χρόνο προς την δική της πράξη: η ύπαρξη δηλαδή στην βαθειά της οντολογική ρίζα, είναι καταγωγική χρονικότης.

          Στα τέλη Ιουλίου του 1924 όταν ανακοίνωσε την "έννοια του Χρόνου" είχε ήδη ολοκληρώσει έναν κύκλο μαθημάτων αφιερωμένων στον Αριστοτέλη, στην θεωρία των παθών τού 2ου βιβλίου της Ρητορικής συγκεκριμένα. Σχεδίαζε μάλιστα να συγκεντρώσει όλες του τις μελέτες σε έναν τόμο αφιερωμένο στον Αριστοτέλη. Κάτι όμως που ακυρώθηκε από τις μελέτες του στον Χρόνο. Είχε προσπαθήσει και θα συνεχίσει την προσπάθειά του, να φανερώσει πώς πίσω από τον αριστοτελικό ορισμό του χρόνου σαν "αριθμού της κινήσεως σύμφωνα με το πριν και το μετά" κρύβεται στην πραγματικότητα μία άβυσσος, δηλαδή το αμέτρητο βάθος της ψυχής (το εδωνά-Είναι, το άπειρο πεπερασμένο, η ενότης ψυχής και σώματος, ο αθάνατος θάνατος, η ενότης διαβλητού και αδιαβλήτου), χωρίς το οποίο (βάθος) δεν υπάρχει αρίθμηση της κινήσεως και επομένως ούτε και ο χρόνος.

          Ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο είχε την πρόθεση να καταργήσει την παραδοσιακή αντίθεση ανάμεσα στον Αριστοτέλη, τον πατέρα της φυσικής εκδοχής του χρόνου, και στον Αυγουστίνο, αρχηγό της ψυχολογικής εκδοχής που τον θεωρεί σαν διάρκεια ή σαν διαστολή της διανοίας και της νοήσεως, υποστηρίζοντας ότι η αριστοτελική παράδοση συλλαμβάνει και τις δύο πλευρές του φαινομένου. Στην διάρκεια των ερευνών του όμως φτάνει στο συμπέρασμα πώς ο Αριστοτέλης δέν κατόρθωσε να εξέλθει στ' αλήθεια από τον φυσικό ορίζοντα. Έπρεπε λοιπόν να εμβαθύνει το θέμα του χρόνου έτσι ώστε να τον ελευθερώσει από αυτόν τον ορίζοντα και να κατορθώσει να συλλάβει το φαινόμενο στην καταγωγή του. Αλλά πού βρίσκεται η καταγωγική χρονικότης; Σε ποιό προνομιούχο όν φανερώνεται; Ποιός είναι ο τρόπος της υπάρξεως του; Και ποιά είναι η σχέση του με το Είναι;

          Στην διάρκεια όμως της εισηγήσεως πάνω στην έννοια του χρόνου προκύπτει μία θεματική στροφή: από την αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη ήλθε στην επιφάνεια η υποχρέωση της αντιμετωπίσεως του προβλήματος του χρόνου έτσι ώστε να διαφωτιστεί ο μυστικός σύνδεσμος ανάμεσα στο Εδωνά-Είναι και την χρονικότητα, επομένως ανάμεσα στο Είναι και στον χρόνο που έκρυψε η παράδοση. Αρχίζει λοιπόν να λαμβάνει σάρκα και οστά η προσπάθεια να ορισθούν οι χαρακτήρες που συστήνουν την ανθρώπινη ύπαρξη, του Dasein, ανάμεσα στους οποίους ο πιο σημαντικός είναι η χρονικότης.

          Μπορούμε, σαν παράδειγμα, του τρόπου που διεκπεραιώνει τους ορισμούς των εννοιών του ο Χάιντεγκερ να δούμε με συντομία τον όρο εύρεση, του αισθήματος της καταστάσεως. Πρόκειται για έναν καθορισμό της υπάρξεως, συμπληρωματικό της κατανοήσεως, που δείχνει πώς η ύπαρξη καθορίζεται κατ' αρχάς, όχι μόνον από τον σχεδιασμό, την δραστηριότητα και τον αυθορμητισμό της κατανοήσεως αλλά και από την παθητικότητα, τό αίσθημα, την εύρεση σ' έναν τόπο που δίνεται ήδη, στην οποία επηρεάζεται από ψυχολογικές καταστάσεις, διαθέσεις και ιδιαίτερα πάθη (Μνήμες). Ο Χάιντεγκερ μεταφράζει λοιπόν με Εύρεση (την αποκάλυψη ότι υπάρχω και αυτό με γεμίζει χαρά και ελπίδα) την έννοια του Αυγουστίνου affectio, που σημαίνει στοργή, αγάπη, ενδιαφέρον, αλλά και πάθος, ενδιαφέρον. Αν υπολογίσουμε δε ότι στα μαθήματά του είχε χρησιμοποιήσει τον ίδιο όρο (Befindlichkeit) για να μεταφράσει τον όρο διάθεσις του Αριστοτέλη, καταλαβαίνουμε ότι ο Χάιντεγκερ προσπαθεί να ενώσει Αυγουστίνο και Αριστοτέλη, εννοώντας πώς το Dasein συνίσταται από μία συγκεκριμένη αισθηματική διάθεση.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου