Τρείς αιτίες θα συντρέξουν στήν ωρίμανση αυτών τών μεγάλων εμπνεύσεων τού Αβελάρδου καί θά τούς δώσουν αποτελεσματικότητα σέ συγκεκριμένες εκφράσεις καί σέ συστηματικές αναλύσεις. Αυτή η εποχή τής σχολαστικής, στό μεθόριο τών μοντέρνων χρόνων, θά είναι η πρώτη μεγάλη προσπάθεια νά παραμείνουν μαζί ενωμένα, η υποκειμενικότης καί η αντικειμενικότης, στήν σταθερή τους διαλεκτική, μιά αρθρωμένη διαλεκτική σέ τέτοιο σημείο πού οι πιό σίγουροι ερμηνευτές της θά υπογραμμίσουν οι μέν τούς εξωτερικούς κανόνες, τούς αντικειμενικούς, καί οι άλλοι θά μετρήσουν τήν ενεργητικότητα τού υποκειμένου στήν παρουσία του στόν εαυτό του, στίς πρωτοβουλίες του (συνείδηση) καί στίς αποφάσεις του (ελευθερία).
Επειδή τοποθετούμεθα σέ μιά θρησκευτική προοπτική, θά εξετάσουμε τήν πρώτη από τίς εν λόγω εν ενεργεία αιτίες τής ευαγγελικής αναγεννήσεως : τόν χριστιανικό λαό ο οποίος θά ξεσηκωθεί εναντίον τών κοινωνιολογικών συμμορφώσεων καί τίς κανονιστικές ιεροπραξίες μιάς εκκλησίας μπλεγμένης στήν φεουδαρχία. Η αντίδραση εκρήγνυται μέσω τών άγριων διεκδικήσεων τής φτώχειας, μέ μιά τέτοια αποστασιοποίηση καί ασέβεια από τά γήινα πράγματα καί τήν μοίρα, πού είναι ακριβώς οι απαραίτητες προϋποθέσεις γιά την ανάπτυξη μιάς συγκαταβάσεως στήν νέα κοινωνία. Σαυτή τήν πράξη αποκαλύπτεται ένας μυστικισμός πού εσωτερικεύει τά γεγονότα, μέχρι καί τίς πλέον απειλητικές τους λεπτομέρειες .
Οι μύθοι τής πρώτης χριστιανικής κοινότητος (οι πράξεις) δέν είναι ιστορικές αναφορές γραπτώς αποδεδειγμένες, αλλά επανερμηνείες ενσαρκωμένες στίς επιδιώξεις τού χρόνου. Αυτά τά χαρίσματα θά κανονοποιηθούν πολύ γρήγορα στά διάφορα μοναστικά σχήματα, από τά οποία η αυστηρή κριτική τών δομών καί τών νόμων θά φθάσει μέχρι τήν αναρχία, αναγκάζοντας τούς συντηρητικούς νά τούς αντιμετωπίσουν. Αυτές οι εκκρήξεις θά στηρίξουν, στούς σχολαστικούς δασκάλους, μιά θεολογία τής ευαγγελικής ελευθερίας, τής εσωτερικότητος τής χάρης μέσα στή φύση καί τού υποκειμενικού κανόνος τής συνειδήσεως.
Αυτή η ευαγγελική αναταραχή εμφανίζεται από καί μέσα στό εσωτερικό μιάς αμφισβητήσεως τής φεουδαρχικής κοινωνίας, μέ τήν ακινητοποιημένη της καί ιεροπρεπή ιεραρχία (όρκος-ευχαριστία), αμφισβητούμενη από ανθρώπους οι οποίοι χτυπήθηκαν από τήν ευκινησία καί τήν έμπνευση μιάς οικονομίας τής αγοράς, πού χειραφετούνται από τούς όρκους τους γιά νά αφιερωθούν σέ ελεύθερες συνεργασίες, οικονομικές κοινότητες, πολιτικές, πολιτισμικές. Οι κοινότητες τών βιοτεχνών, οι αστικές κοινότητες, τά πανεπιστήμια. Όλοι αυτοί είναι τόποι όπου η οριζόντια κοινότητα συντάσσεται μέσω τής μονίμου πρωτοβουλίας τών προσώπων, σχετικής πάντοτε μέ τήν συνειδητότητά τους καί μέ τίς ελεύθερες επιλογές τους.
«Η πόλις ελευθερώνει», έλεγε ένα αξίωμα τού καιρού. Όλες οι δομές, τής εκκλησίας όπως καί τής «πόλεως», θά δεχθούν αυτή τή μετάγγιση αίματος. Καί δημιουργείται τοιουτοτρόπως μιά ανθρώπινη βάση γιά μιά νέα ηθική πραγματικότητα!
Επιτέλους – όπως συμβαίνει σέ κάθε αναγέννηση – λόγω μιάς περίεργης συμπτώσεως, αλλά ομογενούς στό βάθος της , θά ανακαλυφθούν τότε καί θά γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης, στά τεχνικά τους αποθέματα καί στήν πολιτισμική τους αξία, τά έργα τής Ελληνικής σκέψεως, τόσο αυτά πού αφορούν τίς επιστήμες τής φύσεως, όσο καί τήν παρατήρηση τής ανθρωπίνου συμπεριφοράς, τής ψυχολογικής καί τής ηθικής. Η φιλοσοφία τού Αριστοτέλη κατακλύζει σχεδόν όλους τούς τομείς, αλλά ιδιαιτέρως τής φυσικής καί τής μεταφυσικής –κατά τό δεύτερο ήμισυ τού 13ου αιώνος– καί κατόπιν μέσα στά πλαίσια τής ηθικής καί τής πολιτικής.
Τό δεύτερο μέρος τής θεολογικής σούμας του Ακινάτη, ένα αριστούργημα ανάμεσα στά άλλα του έργα, είναι γεμάτο μέ αυτές τίς πηγές, τό περιεχόμενο τών οποίων όμως θά μεταμορφωθεί από τίς ευαγγελικές απαιτήσεις. Πρόκειται γιά μιά σχολαστική αρχιτεκτονική η καθαρότητα τής οποίας είναι κυρίαρχη μέσα στά πλαίσια τής εσωτερικής ζωής. Θά παρακολουθήσουμε ένα απλό σχέδιο αυτής τής απαιτητικής ευαγγελικής καί θεολογικής εποχής, περιοριζόμενοι όμως στήν προσπάθεια τού Θωμά Ακινάτη.
Η ηθική τής προθέσεως καί τού πρωτείου τής συνειδήσεως, θά βασισθούν στήν προοπτική τού Αβελάρδου, εκτός από τήν κριτική πού θά δεχθούν οι μονοδιάστατες θέσεις. Η ανάλυση όμως θά προχωρήσει σέ ένα τέτοιο επίπεδο βάθους καί τέχνης πού θά συνδέεται απευθείας μέ τά ηθικά τού Αριστοτέλη : όπως π.χ. ο ορισμός τής θελήσεως (βιβλίο ΙΙΙ), ή η εσωτερική πράξη είναι η κυριαρχημένη πράξη, ή τό finis operis καί τό finis operantis, καί οι βασικές κατηγορίες γιά τήν εποχή του, τού αντικειμένου καί τού σκοπού. Οι πανεπιστημιακές διαμάχες πάνω στά θέματα αυτά υπήρξαν πολύ σκληρές, αλλά η λεπτότης τών ορισμών αυτών προέρχεται από τήν επείγουσα ανάγκη ριζικών επιλογών πάνω στήν ηθική.
Χωρίς νά επεκταθούμε άλλο, άς πούμε πώς ο Ακινάτης παρουσιάζει μιά προοπτική εντελώς καινούρια γιά τήν ηθική σύσταση τής ανθρώπινης πράξης, η οποία δέν βασίζεται πλέον στήν φυσική αγαθότητα, αλλά κρίνεται σύμφωνα μέ τήν τάξη τής θελήσεως ώς πρός τόν σκοπό της. Αυτό σήμαινε νά αντιστραφεί πλήρως η θέση τών προκατόχων του, τού Alberto Magno καί τού Bonaventura, παρότι διατηρεί μέ ταπεινοφροσύνη τήν τάξη τής σχολαστικής παραδόσεως : η θεληματική πρόθεση οργανωμένη, διευθετημένη πρός τόν σκοπό της, σάν τήν δική της ιδιαίτερη αρχή, καί όχι πιά μέ τό καλό καί τό κακό στή φύση.
Αυτή η προθετική σκοπιμότης η οποία διαθέτει τό πρωτείο πάνω στό αντικείμενο δίνει οπωσδήποτε τήν εντύπωση τού υποκειμενισμού. Στήν πραγματικότητα όμως η ουσιαστική θέση τήν οποία κατέχει η σκοπιμότης δημιουργεί τήν απαίτηση αντικειμενικότητος καί αληθείας μέχρι καί στήν εσωτερική καί βαθειά ζώνη τής ανθρώπινης πράξεως. Ταυτοχρόνως δέ ο βαθύς λόγος τής εσωτερικότητος μέσω τού τελικού σκοπού, είναι η ευτυχία μέσα στήν επικοινωνία, στήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Από τήν προσωπική απάντηση κάθε ανθρώπου σ’αυτό τό ερώτημα τού τελικού σκοπού εξαρτάται η ηθική αξία όλων τών ιδιαιτέρων πράξεων. Αυτή η απάντηση προετοιμάζεται μέσα σέ μιά επιλογή η οποία είναι οπωσδήποτε η πιό εσωτερική πράξη, η πιό προσωπική, η πιό υποκειμενική πού υπάρχει. Σύμφωνα μέ αυτή τήν αντίληψη η ανθρώπινη πράξη παρουσιάζεται: όχι σάν μιά σειρά απομονωμένων πράξεων, αλλά σάν τά απαραίτητα μέρη ενός οργανισμού ο οποίος κατευθύνεται από μιά ιεραρχία σκοπών καί ο οποίος κυριαρχείται από τήν πρόθεση ενός υπέρτατου σκοπού. Σ’αυτή τήν προοπτική η ανθρώπινη πράξη εμφανίζεται, κυρίως χάρη σττά συστατικά της, σάν βαθειά δυναμική καί δημιουργική, πνευματικής προόδου.
Κάτω από τούτο τό βαρύ δίκτυο, πρέπει νά αναγνωρισθεί επίσης πώς βρίσκεται σέ δράση η χριστιανική μαγιά τού πρωτείου τής αγάπης, πέρα από κάθε αντικειμενικό καί αντιληπτό κανόνα. Η ευαγγελική επιταγή τής υπέρτατης αξίας, τής ουσιώδους αξίας τής θελήσεως πού προκαλείται από τήν ελεημοσύνη.
Σχόλιο : Εδώ η μεταμόρφωση τής θεολογίας σέ ανθρωπολογία ολοκληρώνεται. Άς σημειωθεί επίσης ο κυρίαρχος ρόλος τού πρωτείου, η επιμονή γιά τήν εύρεση τού πρωτείου κάποιας λειτουργίας σ’αυτή τή μεταμόρφωση. Άς σημειωθεί επίσης ότι τά μεγαλειώδη Ηθικά έργα τού Αριστοτέλη δέν μεταμόρφωσαν τήν φιλοσοφία σέ ηθική. Άς προσέξουμε επίσης τήν τεράστια διαφορά σημασίας πού δίδεται στήν ελεημοσύνη από τόν Άγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου