Η απεικόνιση της Αγ. Τριάδας είναι απότοκος της Θεολογίας της και
καταγράφει τις σχέσεις μεταξύ των τριών προσώπων. Είναι γνωστό ότι στην
Ορθόδοξη Εικονολογία επιτρεπτή είναι η απεικόνιση μόνον όσων είδαμε και
συνέβησαν ιστορικά, των προφητικών οράσεων και συμβόλων, του σαρκωθέντα
Υιού και Λόγου του Θεού, της Θεοτόκου και των Αγίων.
Η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας ως τριών προσώπων, όπου απεικονίζεται ο Πατέρας ως “παλαιός των ημερών”, ο Υιός ως νέος και το Άγ. Πνεύμα “εν είδει περιστεράς” είναι εικόνα ξένη προς την διδασκαλία των Πατέρων, μεταφερθείσα στον Ορθόδοξο χώρο από τη Δύση, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Η απεικόνιση αυτή αποτελεί συγκαλυμμένη ειδωλολατρία, καθώς μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες περιθέτει σωματικά σχήματα στη θεότητα. Η αποτύπωση των ενδοτριαδικών σχέσεων ευνοεί την παπική αντίληψη περί του τρόπου ύπαρξης του Αγ. Πνεύματος, δηλ. εκπορευόμενου από τον Πατέρα και τον Υιόν εξ ίσου, που είναι η γνωστή πλάνη του filioque. Επίσης η εικόνα αυτή, παρουσιάζοντας διαφορά στις μορφές Πατέρα και Υιού ως προς τη σωματική ηλικία, δίνει την εντύπωση πως ο Υιός είναι νεώτερος του Πατέρα, αντίληψη που ευνοεί τους νέο-Αρειανούς Χιλιαστές και τους αρνητές της θεότητας του Υιού, Εβραίους και Μουσουλμάνους.
Για το θέμα αυτό της απεικόνισης της Αγίας Τριάδας έχει διατυπώσει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία ως γνωστόν ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέμα των εικόνων, τη θέση της καθολικής Εκκλησίας. Στον δογματικό όρο της Συνόδου αναφέρεται ρητά, σε τι υλικό και με πια ύλη πρέπει να ζωγραφίζεται μια εικόνα και σε ποια τοποθεσία είναι δυνατόν να υπάρχει: “….. ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς…..“.
Το θέμα της απεικόνισης του Θεού Πατέρα ως “παλαιού των ημερών” σε απεικονίσεις παλαιοδιαθηκικών οραμάτων (όπως π.χ. του οράματος του Δανιήλ) υπήρξε αντικείμενο εξέτασης κατά τη διάρκεια της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εκεί οι Πατέρες της Συνόδου ρωτούν δια του στόματος του Πάπα Ρώμης αγίου Γρηγορίου Β΄: “Δια τι τον πατέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού ουχ ιστορούμεν και ζωγραφούμεν;” για να δώσουν αμέσως την απάντηση: “Επειδή ουκ οίδαμεν τις εστίν (…) και ει εθεασάμεθα και εγνωρίσαμεν καθώς τον υιόν αυτού, κακείνον αν είχομεν ιστορήσαι και ζωγραφήσαι” (PG XII 963 E).
Επίσης για την απεικόνιση του αγίου Πνεύματος η ίδια η Σύνοδος αναφέρει: “….. καίτοι των ευαγγελικών ουδαμώς παραδεδοκότων γραμμάτων, ότι γέγονε περιστερά το άγιον πνεύμα, αλλά ότι εν είδει περιστεράς ώφθη ποτέ” (PG XIII 181 A).
Πρέπει να σημειωθούν εδώ δύο στάσεις ριζικά αντιφατικές προς το κείμενο των πράξεων της Ζ΄ Οικ. Συνόδου, δυο αγίων της Εκκλησίας μας, του αγίου Μακαρίου Καλοχερά εκ Πάτμου και του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη. Ο πρώτος κτυπώντας τους ρωμαιοκαθολικούς ρωτά: “Είναι χριστιανοί αυτοί, που αντίθετα προς την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αναπαριστάνουν τον αόρατο Πατέρα;”. Από την πλευρά του ο άγιος Νικόδημος παρατηρεί: “Συμπεραίνεται ότι ο άναρχος Πατήρ πρέπει να ζωγραφίζεται καθώς εφάνη εις τον προφήτην Δανιήλ ως παλαιός των ημερών. Ει δε και Πάπας Γρηγόριος εν τη προς τον Ίσαυρον Λέοντα επιστολή λέγει, ότι δεν ιστορούμεν τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. αλλά τούτο λέγει απλώς, αλλ’ ότι δεν εζωγραφούμεν αυτόν κατά την θείαν φύσιν” (Πηδάλιο, σελ. 320).
Ο άγιος Νικόδημος μοιράζεται σ’ αυτό το θέμα την άποψη, που είναι αποδεκτή από την εποχή του αγίου Μακαρίου (18ος αιώνας) και απομακρύνεται από τον τρόπο που η Εκκλησία αντιλαμβάνεται τα οράματα των προφητών.
Είναι αλήθεια, ότι για την Εκκλησία η αγιότητα δεν ήταν ποτέ συνώνυμη του αλάθητου. Καθώς το είπε με σοφία ο Εφέσου άγιος Μάρκος, για τον ωριγενισμό του αγίου Γρηγορίου Νύσσης: “συμβαίνει κάποιος να είναι διδάσκαλος και ωστόσο να μην τα λέει όλα τέλεια σωστά. Διότι ποια ανάγκη θα υπήρχε για τους Πατέρες να κάνουν Οικουμενικές Συνόδους, αν καθένας τους σε τίποτε δεν απομακρυνόταν από την αλήθεια;”.
Αλλά το θέμα της απεικόνισης της Αγίας Τριάδας έχει λήξει τελεσίδικα στην Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας το 1666, όπου μέσα στις πράξεις της Συνόδου, το κεφάλαιο 43 είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της εικόνας της θεότητας και ιδιαίτερα του Θεού Πατέρα. Αυτό το κεφάλαιο έχει τον τίτλο: “Περί των εικονογράφων και του Σαβαώθ”.
Στις αποφάσεις της Συνόδου για το συγκεκριμένο θέμα, αναφέρονται τα εξής: “Θεσπίζουμε ότι ένας ικανός ζωγράφος που, ταυτόχρονα, είναι ένας καλός άνθρωπος (με εκκλησιαστική αξιοπρέπεια), θα διορίζεται διδάσκαλος των εικονογράφων, αρχηγός και επιμελητής. ΄Ετσι οι αγνοούντες δεν θα μπορούν να χλευάζουν τις άγιες εικόνες του Χριστού, της Μητέρας του και των αγίων Του, τις άσχημες και κακοζωγραφισμένες. και θα σταματήσει η ματαιοδοξία μιας δήθεν σοφίας, που έχει οδηγήσει στην συνήθεια να ζωγραφίζει ο καθένας κατά τη φαντασία του χωρίς αυθεντική αναφορά και μάλιστα ξεκινώντας από ποικίλες αναπαραστάσεις, τον Κύριο Σαβαώθ. Εντελλόμεθα να μην ζωγραφίζεται στο εξής η εικόνα του Κυρίου Σαβαώθ σύμφωνα με μη λογοκριμένες οράσεις και ανάρμοστες, διότι κανείς δεν έχει δει τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Θεό Πατέρα) με σάρκα. Μόνος ο Χριστός έχει εικονιστεί, όπως τον είδαν σαρκωμένο, δηλαδή αναπαριστανόμενο με το σώμα Του και όχι κατά την θεότητά Του. το ίδιο και η υπεραγία Μητέρα του Θεού και οι άλλοι άγιοί Του…..
….. Είναι εντελώς παράλογο να εικονογραφούν τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Πατέρα), με άσπρα γένια, με τον μονογενή Υιό στο στήθος Του και ένα περιστέρι ανάμεσά Τους, διότι κανείς δεν είδε τον Πατέρα μέσα στην Θεότητά Του. ο Πατέρας, πράγματι δεν έχει σάρκα και ο Υιός δεν εγεννήθη κατά σάρκα από τον Πατέρα προ των αιώνων. Κι’ αν ο προφήτης Δαβίδ λέει: “εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε” (Ψαλμ. ΡΘ΄ 3), αυτή η γέννηση, σίγουρα, δεν είναι σωματική. αυτή ήταν ανέκφραστη και απερινόητη. Διότι ο ίδιος ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο: “ουδείς γινώσκει τον Πατέρα ειμή ο Υιός“. Και ο προφήτης Ησαΐας ζητά στο 40ο κεφάλαιο: “τίνι ωμοιώσατε κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν; μη εικόνα εποίησεν τέκτων ή χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν ομοίωμα κατασκεύασεν αυτόν; (18-19)”. Το ίδιο και ο άγιος απόστολος Παύλος λέει στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων: “γένος ουν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον“. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει επίσης (Περί ουρανού, κεφ. 20 για την εικόνα): “Μόνον δε το Θείον απερίγραπτόν εστι πάντα πληρούν και πάντα περιέχον και πάντα περιορίζον ως υπέρ πάντα ον και πάντα δημιουργήσαν“. Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος το απαγορεύει επίσης με παρόμοιο τρόπο. Να γιατί ο Κύριος Σαβαώθ που είναι η Θεότητα και η γέννηση του μονογενούς Υιού προ των αιώνων, γίνονται αντιληπτοί μόνο από το πνεύμα μας. όσο για την αναπαράστασή τους σε εικόνα δεν αρμόζει σε καμία περίπτωση ούτε είναι δυνατή.
Εξ άλλου στη θ. λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου χαρακτηριστική είναι η ευχή που υποδηλώνει το αδύνατο της αναπαράστασης του Κυρίου Σαβαώθ: “Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…..“.
Και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι από τη φύση του ένα περιστέρι, αλλά Θεός. Κανείς, λοιπόν, δεν είδε ποτέ το Θεό, καθώς μαρτυρεί ο άγιος ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης. Ωστόσο, στην αγία βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, το Άγιον Πνεύμα φάνηκε με τη μορφή περιστεριού και γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε να το αναπαριστάνουμε με τη μορφή αυτή σ’ αυτό μόνο το μέρος. Αλλού, αυτοί που κατανοούν τα πράγματα πνευματικά δεν εικονίζουν το Άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού. στο Όρος Θαβώρ, για παράδειγμα, παρουσιάστηκε με τη μορφή γνόφου (νεφέλης) και αλλού με άλλο τρόπο” (υπενθυμίζεται η καιόμενη βάτος στον Μωϋσή και οι πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής).
“Κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, Σαβαώθ μεταφράζεται από την εβραϊκή γλώσσα με την έκφραση “ο κύριος των Δυνάμεων”. Επομένως, ο Κύριος των Δυνάμεων είναι η Αγία Τριάς, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Και αν ο προφήτης Δανιήλ λέει ότι είδε τον παλαιό των ημερών καθήμενον επί θρόνου κρίσεως, δεν εννοεί τον Πατέρα, αλλά τον Υιό, ο οποίος στην Δευτέρα Παρουσία Του, θα κρίνει παν έθνος δια της φοβεράς Του κρίσεως.
Ζωγραφίζουν επίσης στις εικόνες του Ευαγγελισμού τον Κύριο Σαβαώθ, που φυσά με το στόμα Του κι αυτή η πνοή φθάνει στην κοιλιά της αγίας Θεομήτορος. Αλλά ποίος το είδε αυτό και ποία αγία Γραφή το μαρτυρεί; Από πού το πήραν αυτό; είναι φανερό, ότι μια τέτοια χρήση και άλλα παρόμοια πράγματα τα υιοθέτησαν και τα δανείστηκαν από ανθρώπους μάταιης γνώσης ή μάλλον από πνεύμα διαταραγμένο ή απόν. Να γιατί παραγγέλλουμε να σταματήσουν στο εξής αυτές οι μεταφερμένες από αλλού εικονογραφίες, που η μάταιη γνώση γέννησε…..”.
Και η Σύνοδος καταλήγει: “Τα λέμε αυτά για να αποστομώσουμε τους εικονογράφους, για να σταματήσουν να κάνουν λαθεμένες εικόνες και μάταιες και στο εξής να μη ζωγραφίζουν τίποτε σύμφωνα με τις ατομικές τους ιδέες και χωρίς αυθεντικές αναφορές”.
Υπάρχει όμως παράσταση της Αγίας Τριάδας, που να συμφωνεί με τα ιερά κείμενα; Ναι υπάρχει και αυτή είναι η κλασσική εικόνα της φιλοξενίας του Αβραάμ, που τόσο επιτυχημένα έχει εικονίσει ο άγιος Ανδρέας Ρουμπλιέφ (Andrei Rublev) (τον 14ο αιώνα), δηλ. την φιλοξενία των τριών προσώπων (αγγέλων) από τον Αβραάμ.
Η Τριάδα του Ρουμπλιέφ ακολουθεί με αυστηρή συνέπεια την τάξη του Συμβόλου της Πίστης (από αριστερά στα δεξιά): Πατέρας, Υιός, Άγιο Πνεύμα. Τα ενδύματα του μεσαίου αγγέλου έχουν τα χρώματα του σαρκωμένου Λόγου, στα οποία περιλαμβάνεται ο μανδύας, προφανώς πάνω στο ιμάτιο – σύμβολο μηνύματος. Ένα μανδύα λιγότερο εμφανή, οπωσδήποτε στον τόνο του ιματίου, βλέπουμε στο δεξιό Άγγελο – σύμβολο της τρίτης υπόστασης.
Όσο για τον εικονογραφικό συμβολισμό, αυτή η εικόνα παρουσιάζει την θεμελιώδη εκκλησιαστική θέση: η Εκκλησία είναι η αποκάλυψη του “Πατρός εν Υιώ και Αγίω Πνεύματι”. Το κτίσμα, σπίτι του Αβραάμ, είναι μια εικόνα της Εκκλησίας πάνω από τον Άγγελο του πρώτου προσώπου. η δρυς του Μαμβρή – δένδρο της ζωής και του ξύλου του Σταυρού, πάνω από τον Άγγελο του δευτέρου προσώπου – είναι ένδειξη της οικονομίας του Υιού του Θεού. τέλος, έχουμε το βουνό, σύμβολο πνευματικής ανόδου, πάνω από τον Άγγελο του τρίτου προσώπου. Πρέπει να προστεθεί, ότι το νόημα αυτής της εικόνας είναι επικεντρωμένο στο ποτήρι της ευχαριστίας, θείο δείπνο. Επίσης παρατηρείται, ότι ο αριστερά Άγγελος (Πατέρας) ατενίζει με βλέμμα κατά πολύ υψηλότερο, απ’ ότι οι άλλοι δυο, οι οποίοι έχουν ελαφρά κλίση της κεφαλής προς αυτόν.
Ακριβώς σ’ αυτή την εικόνα, “η ενέργεια του πνεύματος” μισάνοιξε στον μοναχό Ανδρέα Ρουμπλιέφ την έννοια της παλαιοδιαθηκικής αποκάλυψης, μια νέα θέα της τριαδικής ζωής. Η εικόνα θ’ αποδειχθεί τόσο δυνατή ώστε, “μεταξύ όλων των φιλοσοφικών αποδείξεων της ύπαρξης του θεού, το πιο πειστικό είναι το συμπέρασμα: Υπάρχει η Τριάδα του Ρουμπλιέφ, υπάρχει ο Θεός”.
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας ως τριών προσώπων, όπου απεικονίζεται ο Πατέρας ως “παλαιός των ημερών”, ο Υιός ως νέος και το Άγ. Πνεύμα “εν είδει περιστεράς” είναι εικόνα ξένη προς την διδασκαλία των Πατέρων, μεταφερθείσα στον Ορθόδοξο χώρο από τη Δύση, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Η απεικόνιση αυτή αποτελεί συγκαλυμμένη ειδωλολατρία, καθώς μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες περιθέτει σωματικά σχήματα στη θεότητα. Η αποτύπωση των ενδοτριαδικών σχέσεων ευνοεί την παπική αντίληψη περί του τρόπου ύπαρξης του Αγ. Πνεύματος, δηλ. εκπορευόμενου από τον Πατέρα και τον Υιόν εξ ίσου, που είναι η γνωστή πλάνη του filioque. Επίσης η εικόνα αυτή, παρουσιάζοντας διαφορά στις μορφές Πατέρα και Υιού ως προς τη σωματική ηλικία, δίνει την εντύπωση πως ο Υιός είναι νεώτερος του Πατέρα, αντίληψη που ευνοεί τους νέο-Αρειανούς Χιλιαστές και τους αρνητές της θεότητας του Υιού, Εβραίους και Μουσουλμάνους.
Για το θέμα αυτό της απεικόνισης της Αγίας Τριάδας έχει διατυπώσει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία ως γνωστόν ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέμα των εικόνων, τη θέση της καθολικής Εκκλησίας. Στον δογματικό όρο της Συνόδου αναφέρεται ρητά, σε τι υλικό και με πια ύλη πρέπει να ζωγραφίζεται μια εικόνα και σε ποια τοποθεσία είναι δυνατόν να υπάρχει: “….. ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς…..“.
Το θέμα της απεικόνισης του Θεού Πατέρα ως “παλαιού των ημερών” σε απεικονίσεις παλαιοδιαθηκικών οραμάτων (όπως π.χ. του οράματος του Δανιήλ) υπήρξε αντικείμενο εξέτασης κατά τη διάρκεια της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εκεί οι Πατέρες της Συνόδου ρωτούν δια του στόματος του Πάπα Ρώμης αγίου Γρηγορίου Β΄: “Δια τι τον πατέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού ουχ ιστορούμεν και ζωγραφούμεν;” για να δώσουν αμέσως την απάντηση: “Επειδή ουκ οίδαμεν τις εστίν (…) και ει εθεασάμεθα και εγνωρίσαμεν καθώς τον υιόν αυτού, κακείνον αν είχομεν ιστορήσαι και ζωγραφήσαι” (PG XII 963 E).
Επίσης για την απεικόνιση του αγίου Πνεύματος η ίδια η Σύνοδος αναφέρει: “….. καίτοι των ευαγγελικών ουδαμώς παραδεδοκότων γραμμάτων, ότι γέγονε περιστερά το άγιον πνεύμα, αλλά ότι εν είδει περιστεράς ώφθη ποτέ” (PG XIII 181 A).
Πρέπει να σημειωθούν εδώ δύο στάσεις ριζικά αντιφατικές προς το κείμενο των πράξεων της Ζ΄ Οικ. Συνόδου, δυο αγίων της Εκκλησίας μας, του αγίου Μακαρίου Καλοχερά εκ Πάτμου και του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη. Ο πρώτος κτυπώντας τους ρωμαιοκαθολικούς ρωτά: “Είναι χριστιανοί αυτοί, που αντίθετα προς την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αναπαριστάνουν τον αόρατο Πατέρα;”. Από την πλευρά του ο άγιος Νικόδημος παρατηρεί: “Συμπεραίνεται ότι ο άναρχος Πατήρ πρέπει να ζωγραφίζεται καθώς εφάνη εις τον προφήτην Δανιήλ ως παλαιός των ημερών. Ει δε και Πάπας Γρηγόριος εν τη προς τον Ίσαυρον Λέοντα επιστολή λέγει, ότι δεν ιστορούμεν τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. αλλά τούτο λέγει απλώς, αλλ’ ότι δεν εζωγραφούμεν αυτόν κατά την θείαν φύσιν” (Πηδάλιο, σελ. 320).
Ο άγιος Νικόδημος μοιράζεται σ’ αυτό το θέμα την άποψη, που είναι αποδεκτή από την εποχή του αγίου Μακαρίου (18ος αιώνας) και απομακρύνεται από τον τρόπο που η Εκκλησία αντιλαμβάνεται τα οράματα των προφητών.
Είναι αλήθεια, ότι για την Εκκλησία η αγιότητα δεν ήταν ποτέ συνώνυμη του αλάθητου. Καθώς το είπε με σοφία ο Εφέσου άγιος Μάρκος, για τον ωριγενισμό του αγίου Γρηγορίου Νύσσης: “συμβαίνει κάποιος να είναι διδάσκαλος και ωστόσο να μην τα λέει όλα τέλεια σωστά. Διότι ποια ανάγκη θα υπήρχε για τους Πατέρες να κάνουν Οικουμενικές Συνόδους, αν καθένας τους σε τίποτε δεν απομακρυνόταν από την αλήθεια;”.
Αλλά το θέμα της απεικόνισης της Αγίας Τριάδας έχει λήξει τελεσίδικα στην Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας το 1666, όπου μέσα στις πράξεις της Συνόδου, το κεφάλαιο 43 είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της εικόνας της θεότητας και ιδιαίτερα του Θεού Πατέρα. Αυτό το κεφάλαιο έχει τον τίτλο: “Περί των εικονογράφων και του Σαβαώθ”.
Στις αποφάσεις της Συνόδου για το συγκεκριμένο θέμα, αναφέρονται τα εξής: “Θεσπίζουμε ότι ένας ικανός ζωγράφος που, ταυτόχρονα, είναι ένας καλός άνθρωπος (με εκκλησιαστική αξιοπρέπεια), θα διορίζεται διδάσκαλος των εικονογράφων, αρχηγός και επιμελητής. ΄Ετσι οι αγνοούντες δεν θα μπορούν να χλευάζουν τις άγιες εικόνες του Χριστού, της Μητέρας του και των αγίων Του, τις άσχημες και κακοζωγραφισμένες. και θα σταματήσει η ματαιοδοξία μιας δήθεν σοφίας, που έχει οδηγήσει στην συνήθεια να ζωγραφίζει ο καθένας κατά τη φαντασία του χωρίς αυθεντική αναφορά και μάλιστα ξεκινώντας από ποικίλες αναπαραστάσεις, τον Κύριο Σαβαώθ. Εντελλόμεθα να μην ζωγραφίζεται στο εξής η εικόνα του Κυρίου Σαβαώθ σύμφωνα με μη λογοκριμένες οράσεις και ανάρμοστες, διότι κανείς δεν έχει δει τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Θεό Πατέρα) με σάρκα. Μόνος ο Χριστός έχει εικονιστεί, όπως τον είδαν σαρκωμένο, δηλαδή αναπαριστανόμενο με το σώμα Του και όχι κατά την θεότητά Του. το ίδιο και η υπεραγία Μητέρα του Θεού και οι άλλοι άγιοί Του…..
….. Είναι εντελώς παράλογο να εικονογραφούν τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Πατέρα), με άσπρα γένια, με τον μονογενή Υιό στο στήθος Του και ένα περιστέρι ανάμεσά Τους, διότι κανείς δεν είδε τον Πατέρα μέσα στην Θεότητά Του. ο Πατέρας, πράγματι δεν έχει σάρκα και ο Υιός δεν εγεννήθη κατά σάρκα από τον Πατέρα προ των αιώνων. Κι’ αν ο προφήτης Δαβίδ λέει: “εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε” (Ψαλμ. ΡΘ΄ 3), αυτή η γέννηση, σίγουρα, δεν είναι σωματική. αυτή ήταν ανέκφραστη και απερινόητη. Διότι ο ίδιος ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο: “ουδείς γινώσκει τον Πατέρα ειμή ο Υιός“. Και ο προφήτης Ησαΐας ζητά στο 40ο κεφάλαιο: “τίνι ωμοιώσατε κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν; μη εικόνα εποίησεν τέκτων ή χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν ομοίωμα κατασκεύασεν αυτόν; (18-19)”. Το ίδιο και ο άγιος απόστολος Παύλος λέει στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων: “γένος ουν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον“. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει επίσης (Περί ουρανού, κεφ. 20 για την εικόνα): “Μόνον δε το Θείον απερίγραπτόν εστι πάντα πληρούν και πάντα περιέχον και πάντα περιορίζον ως υπέρ πάντα ον και πάντα δημιουργήσαν“. Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος το απαγορεύει επίσης με παρόμοιο τρόπο. Να γιατί ο Κύριος Σαβαώθ που είναι η Θεότητα και η γέννηση του μονογενούς Υιού προ των αιώνων, γίνονται αντιληπτοί μόνο από το πνεύμα μας. όσο για την αναπαράστασή τους σε εικόνα δεν αρμόζει σε καμία περίπτωση ούτε είναι δυνατή.
Εξ άλλου στη θ. λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου χαρακτηριστική είναι η ευχή που υποδηλώνει το αδύνατο της αναπαράστασης του Κυρίου Σαβαώθ: “Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…..“.
Και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι από τη φύση του ένα περιστέρι, αλλά Θεός. Κανείς, λοιπόν, δεν είδε ποτέ το Θεό, καθώς μαρτυρεί ο άγιος ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης. Ωστόσο, στην αγία βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, το Άγιον Πνεύμα φάνηκε με τη μορφή περιστεριού και γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε να το αναπαριστάνουμε με τη μορφή αυτή σ’ αυτό μόνο το μέρος. Αλλού, αυτοί που κατανοούν τα πράγματα πνευματικά δεν εικονίζουν το Άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού. στο Όρος Θαβώρ, για παράδειγμα, παρουσιάστηκε με τη μορφή γνόφου (νεφέλης) και αλλού με άλλο τρόπο” (υπενθυμίζεται η καιόμενη βάτος στον Μωϋσή και οι πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής).
“Κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, Σαβαώθ μεταφράζεται από την εβραϊκή γλώσσα με την έκφραση “ο κύριος των Δυνάμεων”. Επομένως, ο Κύριος των Δυνάμεων είναι η Αγία Τριάς, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Και αν ο προφήτης Δανιήλ λέει ότι είδε τον παλαιό των ημερών καθήμενον επί θρόνου κρίσεως, δεν εννοεί τον Πατέρα, αλλά τον Υιό, ο οποίος στην Δευτέρα Παρουσία Του, θα κρίνει παν έθνος δια της φοβεράς Του κρίσεως.
Ζωγραφίζουν επίσης στις εικόνες του Ευαγγελισμού τον Κύριο Σαβαώθ, που φυσά με το στόμα Του κι αυτή η πνοή φθάνει στην κοιλιά της αγίας Θεομήτορος. Αλλά ποίος το είδε αυτό και ποία αγία Γραφή το μαρτυρεί; Από πού το πήραν αυτό; είναι φανερό, ότι μια τέτοια χρήση και άλλα παρόμοια πράγματα τα υιοθέτησαν και τα δανείστηκαν από ανθρώπους μάταιης γνώσης ή μάλλον από πνεύμα διαταραγμένο ή απόν. Να γιατί παραγγέλλουμε να σταματήσουν στο εξής αυτές οι μεταφερμένες από αλλού εικονογραφίες, που η μάταιη γνώση γέννησε…..”.
Και η Σύνοδος καταλήγει: “Τα λέμε αυτά για να αποστομώσουμε τους εικονογράφους, για να σταματήσουν να κάνουν λαθεμένες εικόνες και μάταιες και στο εξής να μη ζωγραφίζουν τίποτε σύμφωνα με τις ατομικές τους ιδέες και χωρίς αυθεντικές αναφορές”.
Υπάρχει όμως παράσταση της Αγίας Τριάδας, που να συμφωνεί με τα ιερά κείμενα; Ναι υπάρχει και αυτή είναι η κλασσική εικόνα της φιλοξενίας του Αβραάμ, που τόσο επιτυχημένα έχει εικονίσει ο άγιος Ανδρέας Ρουμπλιέφ (Andrei Rublev) (τον 14ο αιώνα), δηλ. την φιλοξενία των τριών προσώπων (αγγέλων) από τον Αβραάμ.
Η Τριάδα του Ρουμπλιέφ ακολουθεί με αυστηρή συνέπεια την τάξη του Συμβόλου της Πίστης (από αριστερά στα δεξιά): Πατέρας, Υιός, Άγιο Πνεύμα. Τα ενδύματα του μεσαίου αγγέλου έχουν τα χρώματα του σαρκωμένου Λόγου, στα οποία περιλαμβάνεται ο μανδύας, προφανώς πάνω στο ιμάτιο – σύμβολο μηνύματος. Ένα μανδύα λιγότερο εμφανή, οπωσδήποτε στον τόνο του ιματίου, βλέπουμε στο δεξιό Άγγελο – σύμβολο της τρίτης υπόστασης.
Όσο για τον εικονογραφικό συμβολισμό, αυτή η εικόνα παρουσιάζει την θεμελιώδη εκκλησιαστική θέση: η Εκκλησία είναι η αποκάλυψη του “Πατρός εν Υιώ και Αγίω Πνεύματι”. Το κτίσμα, σπίτι του Αβραάμ, είναι μια εικόνα της Εκκλησίας πάνω από τον Άγγελο του πρώτου προσώπου. η δρυς του Μαμβρή – δένδρο της ζωής και του ξύλου του Σταυρού, πάνω από τον Άγγελο του δευτέρου προσώπου – είναι ένδειξη της οικονομίας του Υιού του Θεού. τέλος, έχουμε το βουνό, σύμβολο πνευματικής ανόδου, πάνω από τον Άγγελο του τρίτου προσώπου. Πρέπει να προστεθεί, ότι το νόημα αυτής της εικόνας είναι επικεντρωμένο στο ποτήρι της ευχαριστίας, θείο δείπνο. Επίσης παρατηρείται, ότι ο αριστερά Άγγελος (Πατέρας) ατενίζει με βλέμμα κατά πολύ υψηλότερο, απ’ ότι οι άλλοι δυο, οι οποίοι έχουν ελαφρά κλίση της κεφαλής προς αυτόν.
Ακριβώς σ’ αυτή την εικόνα, “η ενέργεια του πνεύματος” μισάνοιξε στον μοναχό Ανδρέα Ρουμπλιέφ την έννοια της παλαιοδιαθηκικής αποκάλυψης, μια νέα θέα της τριαδικής ζωής. Η εικόνα θ’ αποδειχθεί τόσο δυνατή ώστε, “μεταξύ όλων των φιλοσοφικών αποδείξεων της ύπαρξης του θεού, το πιο πειστικό είναι το συμπέρασμα: Υπάρχει η Τριάδα του Ρουμπλιέφ, υπάρχει ο Θεός”.
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Απαγορευμένες απεικονίσεις της Αγίας Τριάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου