Ένα
υπέροχο ηθογραφικό Πασχαλινό διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, εύθυμο και συνάμα περιγραφικό της Πασχαλινής ατμόσφαιρας στην Σκιάθο στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά
και των εκκλησιαστικών συνηθειών τα χρόνια εκείνα (και όχι μόνο!).
Για
όσους (ακόμα διαβάζουν)!
Ήτο περασμένη
η ώρα. Το χωρίον εκοιμάτο βαθύν ύπνον παιδίου, το οποίον ύστερον από
τόσα τρεξίματα και παιγνίδια και γέλοια, αποσταμένον, γέρνει εγγύς
της εστίας του και αποκοιμάται. Τα νυκτοπούλια της ανοίξεως, τα οποία
εστέναζον υπό τας καμάρας του κωδωνοστασίου, θαρρείς και συνεπλήρουν
τον ανασασμόν της κοιμωμένης λευκής πολίχνης. Και μόνον είς θόρυβος
ηκούετο κατά μακρά διαλείμματα. Ο κρεοπώλης, ο άγριος και εις την χαράν
του, ο οποίος σφάζων αμνούς μέχρι της δύσεως του ηλίου δεν απηύδησε
να φωνάζη: «Α και να πάμε ς' τον μπαρμπέρη!» κατά λάθος, φαίνεται, αφού
εξεπούλησεν, εισελθών εις το γειτονικόν καπηλείον άναψε τα καντήλια
— Πάσχα ξημέρωνε, βλέπετε, — και γεμίζων μίαν παμπάλαιαν κ' εσκωριασμένην
πιστόλαν, από τον καιρόν του Καρατάσου, ήνοιγε κρυφά-κρυφά την θύραν
του καπηλείου και προεώρταζε την Ανάστασιν, πυροβολών κρατερώς και
επιμόνως. Και πάλιν αστραπιαίως έκλειε την θύραν προς μεγάλην απορίαν
του γέροντος δημαρχικού κλητήρος, όστις από μακράν κάτω ακούων τον
βαρύν πιστολισμόν έσπευδε μέχρι του καπηλείου υπόπτως, πλην βλέπων
την θύραν κεκλεισμένην υπέστρεφε, κάμνων τον σταυρόν του και θαυμάζων
το γεγονός.
— Να μποδίσουμε,
εμονολόγει με την έρρινον φωνήν του, τους πιστολισμούς και τους πυροβολισμούς.
Άιντε τώρα εμπόδισέ τους, κυρ δήμαρχε! Ορίστε! Αυτά είνε γραμμένα
να γίνουνται, έτσι αντάμ- παπαντάμ, εξ αρχής και έκπαλαι. Ορίστε!
Οι πυροβολισμοί πέφτουν μονάχοι τους, κυρ-Δήμαρχε! Είνε ο αέρας της
Αναστάσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου