Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Τα όρια και η δυνατότητα της λογικής


Ο λόγος του Θεού αποτελεί μέσα στην ιστορία το σταθερό και θαυμαστό «σημείο αντιλεγόμενο». Ένα ανάχωμα έντονου προβληματισμού, για τους ανυπόδητους περιπατητές στην ακανθώδη έρημο της ζωής, που αδυνατούν να διαθέτουν την προίκα και τον πλούτο μιας ένθεης λογικής, μιας αληθινά πνευματικής αγωνίας. Είναι το «σκάνδαλο» και η «μωρία», για τους αχθοφόρους μιας λογικής δίχως πνευματική ζύμωση και αγιοποιό ενατένιση, η οποία στριμώχνει στους εφιαλτικούς και ολισθηρούς μονόδρομους της περίεργης δυναμικής του εγκεφάλου. Αφήνει τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο έκθετο των βίαιων και επικίνδυνων κυμάτων μιας άρριζης και ανάπηρης πνευματικά λογικής, για να τον οδηγήσει, μέσα από τον πνικτικό της κυκλώνα, στην αποδυνάμωση, τον ευτελισμό, τον παραλογισμό και τον θάνατο. Πάντως δεν είναι εύκολη η προσέγγισή του στον καθένα που πεισματικά παραμένει προσκολλημένος στον πνιγηρό και αδύναμο «εδώ και τώρα» της καθημερινότητας. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι επιτυχής και κατορθωτή η βίωσή του μέσα από τις ατελείς διαδικασίες της ανθρώπινης λογικής. Πάντοτε εξάλλου η λογική είναι αφτέρουγη και ανίσχυρη να κατανοήσει το μεγαλείο της Θεανθρώπινης ελπίδος, όπως τόσο τέλεια βιώνεται στο ζωηφόρο δράμα του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού. Γι΄αυτό, όταν θελήσουμε να πλησιάσουμε τον εύφλεκτο – πνευματικά και ηθικά – χώρο του θα αντικρύσουμε πλήθος ναυαγών να αναζητούν, με πόνο και υπαρξιακή αγωνία, να διαφύγουν της επικίνδυνης εκείνης δίνης, να αναζητούν τα αληθινά σωσίβια, που θα τους σπρώξουν πέρα από το εφιαλτικό εκείνο τρικυμισμό και θα τους οδηγήσουν με ασφάλεια στο φως της αλήθειας και την Χάρη της Ελευθερίας του Χριστού. Ενώ ταυτόχρονα η αποτυχία θα ολοκληρώνει κάθε συλλογιστικό τους βηματισμό και η σύγχυση θα επισφραγίζει το ατελές και το αδύναμο της ανθρώπινης λογικής.
Στο σημείο αυτό οφείλονται οι συγκλονιστικές αιχμαλωσίες πολλών μέσα στον άστατο κυκλώνα της ανάπηρης και άφτερης πνευματικά λογικής, για να οδηγηθούν από τον διανοητικό παραδαρμό και την εξαντλητική οδοιπορία στα αδιέξοδα του ανθρώπινου εγκεφάλου, στην εκμηδένιση της αμόλυντης πίστης και τον υπαρξιακό παραλογισμό. Αισθάνονται πια να πνίγονται μέσα στους μεθυστικούς ατμούς και τα εξαγριωτικά επιτεύγματα της σύγχρονης επιστημοσύνης, δίχως όμως ο νευρώδης και ζωηφόρος ιστός της καρδιάς τους να είναι σε θέση να «ορθοτομεί» ή να γνωρίζει την αλήθεια, δίχως η ψυχή να έχει την διακριτική ευχέρεια να αποδέχεται, με ρεαλισμό και τόλμη, το υπέρτατο μυστήριο της εν Χριστώ ελπίδας. Δίχως το δράμα του Γολγοθά να μεταποιείται σε λυτρωτικό πίδακα, που θα εμπλουτίζει την εσωτερική πνευματική αναπηρία, θα διασφαλίζει τα αναγκαία σκιρτήματα της λογικής και θα θέτει σε άμεση και αποφασιστική λειτουργία τον αθέατο μηχανισμό της υπάρξεως, ώστε «εν μυστική σιγή» ο καθένας να αποδέχεται την αδυναμία της λογικής του, αλλά και την αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως.
Όταν ο φλογερός Ολυμπιονίκης της Ελευθερίας του Χριστού Απόστολος Παύλος, έλεγε πως ο δικός του, ταπεινός και αληθινός λόγος, δεν ήταν εξοπλισμένος με την γνωστή τέχνη τα σοφίας, την εφράδεια, την ρητορική δεινότητα και την πλαστικότητα του ανθρώπινου λόγου, αλλά αποτελούσε ζωντανή φανέρωση του άφθαστου και άφθαρτου μεγαλείου του Σταυρού του Χριστού, έρχεται να φανερώσει την δυναμική και την υπεροχή του λόγου του Θεού, από κάθε ανθρώπινο λόγο, όσο τέλειος και αν είναι. Ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον θείο πλούτο και την ζωοποιό πνοή του Ευαγγελικού μηνύματος, σε αντίθεση με τον ξέπνοο και αδύναμο λόγο της κοσμικής σοφίας. «Στοιχεία» ουσιαστικά για την κατανόηση του προορισμού του ανθρώπου και την βίωση της εν Χριστώ ελπίδας.
***
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει δύο βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης σοφίας, τα οποία «δείχνουν» και την βαρύτητα της δυναμικής της. Είναι η αμφιλεγόμενη ή καλύτερα αδύναμη αντοχή της και το όριο, που συνοδεύει την πορεία της. Μέσα από το σταθερό πλέγμα των δύο αυτών «στοιχείων» περιχαρακώνεται ο δυναμισμός, η ελαστικότητα, η έκταση και η ποιοτική της αντοχή. Επειδή, βέβαια, δεν έχει την δυνατότητα να προσεγγίζει το μυστικό βάθος της καρδιάς δεν διαθέτει τον οπλισμό να εμπλουτίζεται με την πνευματική μεγαλοσύνη της ψυχής και μόνη της δεν μπορεί να εξαγιάζεται από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, εκτός εάν ο ίδιος ο άνθρωπος αποδεχθεί την δωρεά της θείας αγάπης, γι΄αυτό η λογική είναι – σχεδόν πάντα – αδύναμη, αναιμική, πνευματικά ανάπηρη και αιχμάλωτη των εγκόσμιων διαθέσεων του συγκεκριμένου ανθρώπου. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος σημειώνει βαθυστόχαστα: «Όποιος έχει την ιδέα πως θα εισδύσει στα μυστήρια του Θεού με την κοσμική γνώση, αυτός δεν θα αξιωθεί να τα δει ποτέ. Ως που να θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός και να βγάλει από πάνω του μαζί με υπερηφάνεια και εκείνη τη γνώση που κατέχει. Γιατί αυτός που κάνει τούτο το πράγμα και που ακολουθεί με αδίσταχτη πίστη εκείνους που είναι σοφοί στα θεία και χειροκροτείται απ΄αυτούς, μπαίνει μαζί τους στην πολιτεία του ζωντανού Θεού. Κι΄οδηγούμενος και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται εκείνα που κανένας από τους άλλους ανθρώπους δε μπορεί ποτέ να δει και να μάθει. Και μ΄αυτόν τον τρόπο γίνεται δασκαλεμένος του Θεού». «Τους δασκαλεμένους (διδακτούς) του Θεού οι μαθητάδες των σοφών τούτου του κόσμου τους θεωρούνε μωρούς, ενώ αυτοί είναι αληθινά μωροί, στομωμένοι από τη μωραμένη σοφία τούτου του κόσμου… Γιατί, οι τέτοιοι άνθρωποι, βρισκόμενοι έξω από το θεϊκό φως και μη μπορώντας να δούνε τα θαυμαστά πράγματα που υπάρχουνε μέσα σ΄αυτό και εκείνους που τα βλέπουνε και τα διδάσκουνε, τους λογαριάζουνε για πλανημένους, ενώ αυτοί είναι πλανημένοι κι΄άγευστοι από τα ανέκφραστα αγαθά του Θεού». «Η γνώση του Θεού δεν γίνεται στους ενάρετους από μάθηση, αλλά από την καθαρότητα της ψυχής κι΄από τη θεϊκή χάρη». «Εκείνος που αγωνίζεται και περνά τη ζωή του καθώς παραγγέλλει το Ευαγγέλιο, μπορεί να θρέφεται και να ζει μοναχά με ψωμί και με νερό και να είναι μάλιστα και πιο δυνατός και γερός από εκείνους που τρώνε τα πολλά και διάφορα φαγητά».
Δεν ήταν άστοχη, λοιπόν, η άποψη του Απόστολου των εθνών, πως «οι έλληνες σοφίαν ζητούσιν» (Α΄Κορ.α΄,22). Δηλαδή, αγωνίζονται να αναπτύξουν ευρύτατα το οπτικό πεδίο της λογικής, αγκαλιάζοντας έτσι κάθε δυνατότητα επιστημονικής τους ανάπτυξης. Δέσμιοι του άστεγου και ασύδοτου φρονήματος του νοός – της λογικής – στόχευαν στην ανάπαυση της ταραγμένης υπάρξεως και στην ολοκλήρωση των «πνευματικών» τους αναζητήσεων με την ευγλωττία και το «απίθανο», όπως νόμιζαν, εύρος του ανθρώπινου λόγου. Και η προσπάθειά τους αυτή συχνά ναυαγούσε δεν μπορούσε να προχωρήσει «χτυπημένη» από την αδυναμία και το περιορισμένο της δράσεώς της. Δεν διέθετε τον εσωτερικό δονητή με τη βοήθεια του οποίου θα μπορούσε ίσως να ξεπεράσει τα γνωστικά εμπόδια θα ξέφευγε από το κλειστό κύκλωμα του ανθρώπινου εγκεφάλου και με την ισχυρή «λογική» των αξιών θα άγγιζε θεραπευτικά και εξοπλιστικά τον ιερό χώρο της ανθρώπινης καρδιάς. Σε κείνον – εξάλλου – τον χώρο λειτουργεί το μυστήριο της μεταμόρφωσης και της ολοκλήρωσης του ανθρώπινου προσώπου, άρα και της λογικής.
Έτσι, μελετώντας τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, ενώ μένουμε έκπληκτοι από την πλούσια κυοφορία των μεγάλων ιδεών και οραμάτων τους, που τεχνουργούνται στα σάρκινα θυλάκια της λογικής τους ενώ «γεμίζει» η λογική μας με αμάραντες αλήθειες, οι οποίες και σήμερα αγγίζουν τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα στηρίζουν ραγισμένες υπάρξεις λειτουργούν, σαν σωσίβια ελευθερίας μέσα στον άστατο κυκλώνα του υλισμού και του πολύμορφου παραλογισμού, ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε επικίνδυνες κλήσεις και βαθιές χαράδρες να περικλείει ο λόγος τους, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να στηρίξουν τέλεια τον άνθρωπο και τη κοινωνία. Ο λόγος τους μέσα από την αγάπη διαχέει εκδίκηση μέσα από την δικαιοσύνη προβάλλει την τυφλή επίθεση σε κάθε μορφής αντίδραση. Δεν είναι ικανή η ευγλωττία και η ρητορική δεινότητα να προσφέρουν «εφόδια ζωής αιωνίου». Ούτε το αδύναμο και ασθενικό της φως μπορούσε να υποκαταστήσει το «φως του κόσμου» μέσα από την Χάρη του οποίου γίνεται προσιτή η αληθινή ζωή.
Παρέμεινε, λοιπόν, ο αρχαίος Ελληνικός λόγος να αναφέρεται και να υπηρετεί τα ανθρώπινα, δίχως να έχει την δύναμη να προσεγγίζει τον άνθρωπο με την μεταπλαστική και μεταμορφωτική δύναμη της Θεανθρώπινης αγωνίας.
***
Ο Απόστολος Παύλος δεν χάνεται όμως στο έρεβος της ανθρώπινης σοφίας. Το κήρυγμά του παραμένει κήρυγμα ζωής και ελπίδος, γιατί στηρίζεται και υπηρετεί όχι την αγωνία της ανθρώπινης λογικής ή το εύθραυστο της ανθρώπινης γνώσεως, που αδύναμα εύκολα στραγγίζουν και παραδίδουν τον άνθρωπο στον φτηνό εναγκαλισμό του με την «πνευματική πτωχεία», δίχως μεταμορφωτική προοπτική. Αλλά στο τρισμέγιστο μυστήριο του Σταυρού του Χριστού (Α΄Κορ.β,2). Πάνω από την μυστική και θερμουργό αυτή βρυσομάνα της ζωής ο ταπεινός γίγαντας Παύλος αντλούσε τις υψηλότερες και δυναμικές αρετές – κυρίως και πρωταρχικά την αγάπη και την ελευθερία – που μεταποιούνται μέσα στην ανθρώπινη καρδιά σε υπέροχες δυνάμεις αγιασμού και σωτηρίας.
Ο λόγος του απλός, ταπεινός και μεγαλειώδης. Όπως ο Σταυρός του Χριστού. Ίσως κάποιοι να μην μπορούσαν να παρακολουθήσουν το υψηλόπνοο κήρυγμα της εν Χριστώ αληθείας. Μπλεγμένοι στις δικές τους μεταφυσικές αγωνίες δεν διέθεταν την διακριτική ευχέρεια να ακούσουν τον λόγο του Θεού και «εν σιωπή» να προβληματισθούν. Η θυσία του Σταυρού για τους ναυαγισμένους και αποτυχημένους στην πίστη, ήταν σκάνδαλο και «μωρία». Παρέμεινε λόγος δίχως περιεχόμενο, ακροβασία της λογικής, δίχως ουσιαστικό στήριγμα. Θα επιμείνει όμως ο άγιος του θείου φωτός: «Επειδή άκουσα τον Απόστολο Παύλο που έκραζε κι έλεγε «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», και νόμιζα πως είναι αδύνατο να έρθει σε θεωρία ένας άνθρωπος που βρίσκεται ακόμα με το σώμα, και θαρρούσα πως μοναχά σε κείνον έδειξες αυτά τα θαυμαστά πράγματα, κάνοντάς του χάρη, και δεν ήξερα ο ταλαίπωρος πως αυτό γίνεται από εσένα σε όλους που σε αγαπούνε…
Αυτά, μήτε τα ήξερα, Πανάγιε Βασιλέα, μήτε τα επιθύμησα ποτέ, μήτε ζήτησα να πάρω από Εσένα κανένα απ΄αυτά, αλλά ζητούσα μοναχά να συγχωρεθούνε οι αμαρτίες μου».
Πως μπορεί να γίνει αποδεκτό το κήρυγμα αυτό από την λογική του ανθρώπου, όταν αυτή η λογική είναι βυθισμένη στην πολύμορφη ασωτία και εγκληματικό παραλογισμό; Με ποιά πνευματική δύναμη ο άνθρωπος, που βρίσκεται έγκλειστος στο χαράκωμα της λογικής του, θα αποδεχτεί το μυστήριο και θα προσεγγίσει στο θαύμα;
Η αντοχή της λογικής πάντοτε είναι περιορισμένη. Την αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο η δυσπιστία και η γυμνότητα της ψυχής. Τότε ο άνθρωπος κινείται αλύτρωτα, παλεύει απεγνωσμένα, αγωνίζεται αδικαίωτα, μοχθεί εξασθενημένα. Δεν τον στηρίζει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και δυσκολεύει σκληρά την ζωή του.
Κοιτάξτε τον Απόστολο Παύλο. Εξοπλισμένος με την δύναμη και την πνοή του Αγίου Πνεύματος προχωρούσε ταπεινά και αποφασιστικά. Παρουσίαζε την Αλήθεια και συνέτριβε την αντίσταση της απάτης. Φανέρωνε ότι «το απλούν της πίστεως, ισχυρότερον εστί των λογικών αποδείξεων» (Μ. Βασίλειος). Έτσι η «λογική» της θείας αγάπης, αλλοιωμένη στο χωνευτήρι της ελευθερίας, δηλαδή στο μαρτυρικό καμίνι του Χριστού, φανέρωνε το επιπόλαιο και ατελές της ανθρώπινης σοφίας και το δυνατό και ευλογημένο της σοφίας του Θεού, η οποία «τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις δύναμη Θεού εστί».
***
Η Εκκλησία μας προστατεύει την γνησιότητα και την δύναμη της ανθρώπινης λογικής. Δέχεται ανεπιφύλακτα το λογικό σαν πλούσιο δώρο του Θεού, διά του οποίου μπορεί να κατανοήσει ο καθένας την αξία και το μυστικό βάθος του κτιστού κόσμου. Δεν μπορεί όμως ο ανθρώπινος λόγος να κινείται απεριόριστα. Εκτροχιάζεται τότε εύκολα και οδηγεί τον άνθρωπο στην αποτυχία. Εμβολιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη με δυνάμεις διασπαστικές, διχαστικές, παθογόνες και φθοροποιές, που οδηγούν σ΄ένα εφιαλτικό διανοητικό παραδαρμό μέσα από την άγρια και άγονη περιοχή της υλιστικής ζωής. Πολύ απλά είναι ικανός να μετατραπεί σε πυρηνική βόμβα απιστίας, η οποία θα απειλήσει όχι μονάχα τον συγκεκριμένο άνθρωπο – φορέα της, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Σίγουρο είναι, πως μακριά από την Χάρη και τον φωτισμό του Χριστού ο άνθρωπος «ελευθερίαν επαγγελλόμενος, αυτός δούλος γέγονε της φθοράς» (Β΄Πέτρου,β΄,19) για να ζει πλέον «ως άθεος εν τω κόσμω», δηλαδή «χωρίς ελπίδα» (Εφες.β΄12).
Ενώ η λογική, που στηρίζεται και δυναμώνει από το πνευματικό ταμείο του Σταυρού, αδιάκοπα εξαγιάζεται από την Χάρη Του, εμπλουτίζεται και φωτίζεται από το φώς Του, γίνεται πηγή θείων εμπειριών και μεταφέρει αυτό το βαρύτιμο πνευματικό φορτίο στον ανήσυχο κόσμο. Τότε ο κόσμος βιώνει πληρωτικά το μυστήριο της ελπίδος, απελευθερώνεται από την πυκνότητα της εγκόσμιας λογικής και φωτιζόμενος από το άδυτο φως του Σταυρού θεώνεται. Γίνεται μέτοχος της σωτηρίας και ταυτόχρονα αγωγός της στον κόσμο, που παραπαίει και με αγωνία αναζητάει την λύση από το καθημερινό υπαρξιακό του δράμα και την λύτρωσή του από τα άνομα δεσμά της αφτέρουγης και ανίκανης λογικής του.
***
Ζούμε στην εποχή του κατακλυσμού της λογικής. Η δυναστεία και εξουσία της είναι σκληρή. Δεν είναι υπερβολή αν σημειώσουμε πως εδώ υπάρχει η πηγή των δεινών, που τόσο σκληρά μαστίζουν την ανθρώπινη κοινωνία.
Η Εκκλησία μας όμως θέτει δικλείδες ασφαλείας και προσφέρει το ασφυξιογόνο της ζωής. Είναι ο λόγος του Θεού, που έρχεται να στηρίξει την αλήθεια της λογικής και να εξοπλίσει τον άνθρωπο με την μυστική και σωτήρια αλήθεια του υπέρλογου και του μεγαλειώδους, όπως ταπεινά σαρκώνονται στο δράμα του Σταυρού. Ταυτόχρονα ο λόγος της είναι δύναμη αθανασίας, πνοή ζωής και δύναμη αληθείας, που τόσο αναζητάει ο άνθρωπος των τραγικών μας χρόνων.
Πρωτοπρεσβύτερος Γεράσιμος Ζαμπέλης 
ΒΙΒΛΙΟ: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΠΑΥΛΟ
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΟΡΙΑΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ Ι. ΝΑΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου