Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ


Για μια ακόμη φορά γιορτάζουμε την ακατάληπτη και ανερμήνευτη γέννηση του Ιησού Χριστού, την ενσάρκωση του Λόγου, του 2ου προσώπου της Αγ. Τριάδας. Αυτό το μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός πριν 2000 χρόνια, άλλαξε τελείως τον ρου της Ιστορίας και έδωσε τη δυνατότητα της σωτηρίας στον άνθρωπο.
Το κοντάκιο της γιορτής υποδηλώνει και την θεολογία της: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι. Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».
Δεν είναι όμως μόνον η ψαλτική και η υμνωδία, που εκφράζει την θεολογία της γέννησης, αλλά και η εικονολογία της. Όλοι βλέπουμε την εικόνα της γέννησης, πόσοι όμως κατανοούμε τα μηνύματα που εκπέμπει; Πολλοί θεωρούν, ότι είναι φορτωμένη με περιττές λεπτομέρειες. Η σύνθεσή της τους φαίνεται κάπως παιδαριώδης, άταχτη, περισσότερο απλοϊκή παρά σοβαρή. Εν τούτοις, αυτή η αφέλεια κι αυτή η απλοϊκότητα είναι κάτι πολύ βαθύ, κάτι που μας κάνει να θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου: «Αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν». Η εικόνα της γέννησης, βασιζόμενη πάνω στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση, μας αποκαλύπτει το δογματικό περιεχόμενο και την όλη έννοια της γιορτής. Με τα χρώματα και τον πλούτο των λεπτομερειών κι ακριβώς με την απλοϊκότητά της, είναι η πιο χαρωπή από τις εικόνες των μεγάλων δεσποτικών γιορτών. Η ανάλυση της εικόνας, που κάνει ο μεγάλος ρώσος αγιογράφος Λ. Ουσπένσκυ είναι καθαρά εκκλησιοκεντρική και πιστά ορθόδοξη.
Η εικονογραφική παράδοση της Ορθοδοξίας φυλάει μ’ ακρίβεια τον καθιερωμένο τύπο της γέννησης, που είναι ο πιο πλούσιος κι ο πιο πλήρης σε περιεχόμενο. Στη μέση, μπροστά από κάτι βουνά το σπήλαιο όπου είναι ξαπλωμένος ο Χριστός στην φάτνη, ανάμεσα σε δύο ζώα· πλάι, η Παρθένος ξαπλωμένη κι’ αυτή σ’ ένα στρωσίδι· στο πάνω μέρος, οι Άγγελοι και το αστέρι· από τη μια μεριά του σπηλαίου, οι Ποιμένες, από την άλλη oι Μάγοι, που έρχονται να προσκυνήσουν το Χριστό. Κάτω, στις δύο άκρες, από εδώ δύο γυναίκες πλένουν το Παιδί και από εκεί ο Ιωσήφ καθισμένος απέναντι σ’ έναν γέροντα όρθιο που κρατάει ένα ραβδί.>Ως προς το περιγραφικό της στοιχείο, η εικόνα αντιστοιχεί στο ανωτέρω αναφερθέν κοντάκιο. Η εικόνα προσθέτει και τις δύο σκηνές, που παριστάνονται στις κάτω άκρες της και που δεν τις ερμηνεύει το κοντάκιο, αλλά είναι παρμένες από την Παράδοση.
Στο περιεχόμενό της η εικόνα της γέννησης έχει δύο όψεις. Πριν απ’ όλα ξεσκεπάζει την έννοια της γιορτής, το γεγονός της σάρκωσης του Λόγου· μας θέτει μπροστά σε μια ορατή μαρτυρία του θεμελιώδους δόγματος της πίστης μας, υπογραμμίζοντας τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Ιησού. Κατά δεύτερο λόγο μας δείχνει την ενέργεια αυτού του γεγονότος πάνω στο φυσικό κόσμο και υπαινίσσεται την προοπτική όλων των σωτήριων συνεπειών του γεγονότος αυτού. Γιατί, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, η Γέννηση του Κυρίου «δεν είναι η εορτή της δημιουργίας, αλλά η εορτή της αναπλάσεως του κόσμου», μια ανανέωση που αγιάζει την κτίση. Η ενανθρώπηση του Θεού δίνει στην κτίση μια καινούργια σημασία, που είναι o σκοπός κι ο λόγος της ύπαρξής της, η μέλλουσα μεταμόρφωσή της. Γι’ αυτό όλη η δημιουργία λαβαίνει μέρος στο μυστήριο της γέννησης του Λυτρωτή και βλέπουμε γύρω από τον Θεάνθρωπο τους εκπροσώπους όλων των κτισμάτων, που του προσφέρουν την ευγνωμοσύνη τους, όπως λέγει ο ψαλμός: «Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθη επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς; γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει. Oι άγγελοι τον ύμνον, οι ουραvoί τον αστέρα, οι μάγοι τα δώρα, oι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον». Η εικόνα προσθέτει τα ζώα και τα φυτά. Το κέντρο της σύνθεσης αντιστοιχεί στο κεντρικό χρονικό σημείο της γιορτής. Όλες oι λεπτομέρειες συγκλίνουν προς αυτό το σημείο· είναι το Παιδί σπαργανωμένο, ξαπλωμένο στη φάτνη, στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου όπου γεννήθηκε. Τα Ευαγγέλια δεν λένε τίποτε για το σπήλαιο· μας πληροφορεί γι’ αυτό η Παράδοση. Η πιο αρχαία γραπτή μαρτυρία σχετικά μ’ αυτό είναι εκείνη του φιλόσοφου και μάρτυρα Ιουστίνου, ο οποίος λέγει: «Μην έχοντας ο Ιωσήφ που να κατοικήσει σ’ εκείνη την πολίχνη, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά όχι πολύ μακριά από την Βηθλεέμ».
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον μιλάει για την φάτνη και τα σπάργανα: «Και εσπαργάνωσεν (η  Παναγία) αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη». Και λίγο παρακάτω η φάτνη και τα σπάργανα είναι τα σημάδια που έδωσε ο άγγελος στους τσομπάνηδες για ν’ αναγνωρίσουν τον Σωτήρα: «Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη».
Το Παιδί που είναι ξαπλωμένο στη φάτνη είναι ο ίδιος o Θεός που φανερώθηκε σ’ εκείνους που κάθονταν «εν σκότει και σκιά θανάτου», για να τους σώσει από την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος, για να μεταμορφώσει την ανθρώπινη φύση και να της ξαναδώσει το αρχαίο κάλλος. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης συγκρίνει την γέννηση μέσα στο σπήλαιο με το πνευματικό φως που έλαμψε μέσα στα σκότη του θανάτου που τυλίγανε το  ανθρώπινο γένος. Η μαύρη τρύπα του σπηλαίου πάνω στην εικόνα παριστάνει συμβολικά τον υλικό κόσμο, που σκιάζεται από την αμαρτία και όπου ανατέλλει ο «΄Ηλιος της Δικαιοσύνης».
Το ψαλμικό που αναφέρθηκε παραπάνω, μας λέγει ότι η φάτνη είναι το δώρο που προσφέρει η έρημος στον τεχθέντα.Η έννοια αυτών των λόγων μας αποκαλύπτεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό που λέγει: «Άλογε άνθρωπε, γονάτισε μπροστά στην φάτνη από την οποία θα ταγισθείς τον Λόγο». Αυτός ο έρημος τόπος, που πρόσφερε τη φάτνη σαν άσυλο στον Κύριo, προτυπώθηκε στην Παλαιά Διαθήκη· γιατί και τότε στην έρημο δόθηκε στους εβραίους το μάννα, «ο άρτος εξ ουρανού».
Η ενανθρώπηση του Θεού αρχίζει και καταλήγει με την ταπείνωση. Η εικόνα μας δείχνει την κένωση της θεότητας, την ταπείνωση, το ολοκληρωτικό κατέβασμα Εκείνου που στην φάτνη προδιατυπώνει και τον θάνατό του, τον τάφο του, όπως με τα σπάργανα προσημαίνει το σάβανο του.
Μέσα στο σπήλαιο, δίπλα στον Σωτήρα, βλέπουμε το βόδι και το γαϊδούρι. Τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν αυτά τα ζώα· εν τούτοις, σ’ όλες τις εικόνες της γέννησης τα συναντάμε πλάι στο Παιδί. Η θέση που κατέχουν στο ίδιο το κέντρο της εικόνας φανερώνει τη σπουδαιότητα, που η Εκκλησία αποδίδει σ’ αυτή τη λεπτομέρεια. Η παρουσία των ζώων αυτών εξηγείται, αναμφίβολα, από την πρακτική ανάγκη, όπως την δείχνει η Ακολουθία των Χριστουγέννων: η Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι· όσο για το βόδι, το’ χε οδηγήσει εκεί ο μνήστορας Ιωσήφ που ήθελε να το πουλήσει για ν’ ανταποκριθεί στα έξοδά του ταξιδιού. Αλλ’ αυτή η πρακτική ανάγκη δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την παρουσία των ζώων τόσο κοντά στον Λυτρωτή. Την εξηγεί η προφητεία του Ησαΐα: «Έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν». Ο Θεός, κατεβαίνοντας στην γη και έχοντας γίνει άνθρωπος, δεν βρήκε θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί αυτοί δεν τον δέχθηκαν. Το σπήλαιο και η φάτνη ανήκουν στα ζώα. Παριστάνοντας το βόδι και το γαϊδούρι, η εικόνα μας θυμίζει την προφητεία του Ησαΐα και μας καλεί στην γνώση και στην κατανόηση του Μυστηρίου της θείας οικονομίας, που εκπληρώθηκε με την γέννηση.
όταν κοιτάμε την εικόνα της γέννησης, είναι η Παρθένος και η θέση που αυτή κατέχει. Η εικόνα υπογραμμίζει την σπουδαιότητα του μέρους που καταλαμβάνει η Θεομάνα στην γέννηση, δηλαδή στην εορτή της ανάπλασης του κόσμου. Είναι η καινούργια Εύα. Όπως η πρώτη Εύα έγινε μητέρα των προχριστιανικών ανθρώπων, έτσι η νέα Εύα, η Παρθένος Μαρία, έγινε μητέρα της θεωθείσας ανθρωπότητας. Η παλιά Εύα είχε δώσει προσοχή στα λόγια του φιδιού μέσα στον παράδεισο. Η δεύτερη Εύα άκουσε τον αρχαγγελικό ασπασμό. Μετέχει κι αυτή στην σωτηρία μας, όπως η προμήτορα υπήρξε αιτία της πτώσης μας. Η εικόνα της γέννησης εξαίρει την συμμετοχή της Μαρίας στην σωτηρία μας, προβάλλοντας την Παναγία με ιδιαίτερη έμφαση, στο κεντρικό μέρος, κι ακόμα δίνοντάς της διαστάσεις υπέρμετρες. Σε πολλές εικόνες είναι η πιο μεγάλη απ’ όλα τα πρόσωπα. Είναι ξαπλωμένη πολύ κοντά στο θείο της παιδί πάνω σ’ ένα χράμι, αλλά γενικά έξω από το σπήλαιο.
Η στάση της Παρθένου είναι πάντα πολύ σημαντική και δεμένη με τα δογματικά προβλήματα της εποχής και του τόπου, όπου έγινε η εικόνα. Οι διαφορές που παρουσιάζει κάθε φορά υποδηλώνουν την πρόθεση να εξαρθεί πότε η θεότητα και πότε η ανθρωπότητα του Κυρίου. Έτσι, σε ορισμένες παραστάσεις της γέννησης, η Παρθένος είναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη, η στάση της δηλαδή είναι ανάλαφρη, για να δειχθεί η απουσία των ωδίνων του τοκετού και συνεπώς η παρθενική γέννηση κι η θεία καταγωγή του Παιδιού (ενάντια στην πλάνη των νεστοριανών). Αλλά στην πλειονότητα των παραστάσεων η Παρθένος είναι ξαπλωμένη και εκφράζει με την στάση της μιαν άκρα κόπωση και ατονία. Ο υπερβολικός κάματος που εκφράζεται στην απεικόνιση της Παρθένου θυμίζει στους πιστούς, πως η ενανθρώπηση του Λυτρωτή δεν ήταν φαινομενική, αλλά πραγματική.Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα του Παιδιού και της Θεοτόκου, βλέπουμε τις λεπτομέρειες που μαρτυρούν συγχρόνως και το γεγονός της θείας σάρκωσης και την επίδραση που είχε πάνω στην κτίση.Oι άγγελοι εκπληρώνουν το διπλό τους λειτούργημα: δοξολογούν τον Θεό και φέρνουν τα «ευαγγέλια» (= τις καλές αγγελίες) στους ανθρώπους. Η εικόνα εκφράζει αυτό το διπλό λειτούργημα, παριστάνοντας ένα τμήμα των αγγέλων προς τα πάνω, προς τον Θεό, κι ένα άλλο προςτους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι απλοϊκοί ποιμένες, που για την καθαρότητα της καρδιάς τους έχουν το προνόμιο να επικοινωνούν με τον υπερφυσικό κόσμο και αξιώνονται να γίvoυν μάρτυρες ενός θαύματος. Παριστάνονται στην εικόνα ακούγοντας τον ύμνο των αγγέλων και συχνά ένας από τους τσομπάνηδες παίζει την φλογέρα του, ανακατώνοντας την μουσική, τέχνη ανθρώπινη, με το αγγελικό άσμα.
Από την άλλη πλευρά του σπηλαίου, βλέπουμε τους Μάγους (σε ορισμένες παραστάσεις δεν απεικονίζονται). Τους οδηγεί το αστέρι, που μια αχτίνα του κατευθύνεται πάνω στο σπήλαιο. Αυτή η αχτίνα ενώνει επίσης το αστέρι με ένα σημείο που ξεπερνάει τα όρια της εικόνας και υποδηλώνει συμβολικά τον ουράνιο κόσμο. Η εικόνα υπαινίσσεται έτσι, ότι αυτό το άστρο δεν είναι μονάχα ένα κοσμικό φαινόμενο, αλλά και ένας μαντάτορας από το υπερπέραν, που διαμηνύει ότι στην γη γεννήθηκε Εκείνος που ανήκει στον ουρανό.
Αν στους αγράμματους τσομπάνηδες το μυστήριο αποκαλύφθηκε απευθείας από έναν άγγελο, oι Μάγοι, άνθρωποι της γνώσης, πρέπει να κάνουν ένα μακρύ δρόμο που θα τους φέρει από την γνώση του σχετικού στην γνώση του Απόλυτου, μέσω ενός αντικειμένου των μελετών τους. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει, πως oι Χαλδαίοι αστρολόγοι δέχονταν από γενεά σε γενεά την σχετική με το άστρο προφητεία του Βαλαάμ. Στον Όρθρο των Χριστουγέννων ακούμε: «Του μάντεως πάλαι Βαλαάμ των λόγων μυητάς, σοφούς αστεροσκόπους, χαράς έπλησας». Έτσι, το αστέρι είναι συνάμα η εκπλήρωση της προφητείας και το κοσμικό φαινόμενο, που η παρατήρησή του οδήγησε τους σοφούς «να προσκυνήσουν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης». Είναι το φως που, κατά τον Άγιo Λέοντα τον Μέγα, έλαμψε στους εθνικούς και έμεινε κρυμμένο για τους Ιουδαίους. Η Εκκλησία βλέπει στους ποιμένες -στα πρώτα αυτά τέκνα του Ισραήλ που προσκύνησαν το Παιδί- τις απαρχές της εξ Ιουδαίων Εκκλησίας, και στους μάγους την «απαρχήν των εθνών», την «εξ εθνών Εκκλησίαν». Προσφέροντας στον Χριστό τα δώρα τους, «το καθαρό χρυσάφι προς τον Βασιλέα πάντων των αιώνων, το λιβάνι προς τον Θεό των όλων, και την σμύρνα στον Αθάνατο που επρόκειτο να ταφεί τριήμερος», προσημαίνουν τον θάνατό του και την ανάστασή του. Οι μάγοι παρίστανται γενικά σε διάφορες ηλικίες, για να υπογραμμισθεί, ότι η αποκάλυψη δόθηκε στους ανθρώπους ανεξάρτητα από την ηλικία και την κοσμική πείρα τους.
Κάτω, στη μια γωνία της εικόνας, δύο γυναίκες λούζουν το Παιδί. Αυτή η σκηνή είναι προμηθευμένη από την Παράδοση. Eίναι μια σκηνή από την καθημερινή ζωή, που δείχνει καθαρά, πως ο τεχθείς ήταν σαν οποιοδήποτε άλλο νεογέννητο κάτω από τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης. Αλλά, από το άλλο μέρος, οι δύο γυναίκες είναι συνάμα μάρτυρες της θείας προέλευσης του Παιδιού. Πράγματι, έχοντας έλθει αργά και μην έχοντας παραστεί κατά την γέννηση, η μια απ’ αυτές, η Σαλώμη, δεν πίστεψε πως μια Παρθένος μπορούσε να παιδοποιήσει και τιμωρήθηκε για την απιστία της αυτή· το χέρι της, που είχε τολμήσει να ικανοποιήσει την αμαρτωλή περιέργεια, έμεινε παράλυτο. Αφού μετανόησε κι άγγιξε το Παιδί, θεραπεύθηκε.
Mια ακόμη λεπτομέρεια δείχνει πως με την γέννηση «ήττηνται της φύσεως οι όροι». Πρόκειται για τον μνήστορα Ιωσήφ. Δεν έχει θέση στο κεντρικό μέρος της εικόνας, αλλ’ απεναντίας βρίσκεται σαφώς χωρισμένος από το Παιδί και την Παναγία. Δεν είναι ο πατέρας. Μπροστά του, υπό το φαινόμενο ενός τσομπάνη σκυμμένου από τα χρόνια, στέκεται ο διάβολος που τον πειράζει. Μερικές εικόνες τον παρουσιάζουν άλλοτε με μικρά κέρατα κι άλλοτε με μια σχεδόν αδιόρατη ουρά. Η παρουσία του Αρχέκακου και το μέρος που παίζει ως πειραστής έχουν μια όλως ιδιαίτερη έμφαση στην εορτή της ανάπλασης του κόσμου, στα Χριστούγεννα. Η εικόνα, βασιζόμενη στην Παράδοση, μεταδίδει το νόημα ορισμένων λειτουργικών κειμένων (π.χ. Πρώτη και Ένατη Ώρα), που μιλούν για τις αμφιβολίες του Ιωσήφ και την φοβερή του ψυχική αναστάτωση. Η εικόνα τα εκφράζει όλα αυτά με την περίλυπη στάση του Ιωσήφ, που έχει πίσω του την μαύρη άβυσσο του σπηλαίου.<span style=”mso-spacerun: yes”>  </span>H παράδοση των απόκρυφων μας μεταφέρει τα εξής λόγια του διαβόλου, με τα οποία πειράζει τον μνήστορα της Παρθένου: «Όπως αυτό το ξερό ραβδί δεν μπορεί να πετάξει φύλλα, έτσι και<span style=”mso-spacerun: yes”>  </span>η παρθένος δεν μπορεί να κάνει παιδί».
Αυτό είναι, σε σύντομη παρουσίαση, το περιεχόμενο της εικονογραφίας Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάθε φορά που απομακρύνεται μια εικόνα απ’ αυτό, η σημασία που έχει μικραίνει και φτωχαίνει· έτσι η κατάληξη είναι η απώλεια του ουσιώδους, δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας και του δογματικού περιεχομένου, που μας παρέχονται από την Αγία Γραφή.Ένα χτυπητό παράδειγμα συναντάμε στην δυτική θρησκευτική ζωγραφική. Oι πίνακες των ζωγράφων της Δύσης που παίρνουν ως θέμα τη γέννηση δεν παριστάνουν την ίδια την αλήθεια, όπως κάνει η ορθόδοξη εικόνα, αλλά ατομικές ερμηνείες αυτής της αλήθειας. Το ιστορικό και δογματικό περιεχόμενο της εικόνας αντικαταστάθηκε μ’ ένα περιεχόμενο συναισθηματικό και οικείο και η γέννηση του Κυρίου μας ανάγεται έτσι σε μια συγκινητική οικογενειακή σκηνή.
Είναι αυτό που λέγει ο άγιoς Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «Εκθέτεις στην όραση ό,τι οδηγεί χαμηλά και περνάς αδιάφορος μπροστά σ’ ό,τι εξυψώνει». Μια τέτοια παράσταση της γέννησης που μας προβάλλει ό,τι είναι χαμηλό και φτηνό, δηλαδή ό,τι είναι ανθρώπινο, απλώς δεν υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στη γνώση του μυστηρίου της θείας Σάρκωσης· εξανεμίζει αυτό το μυστήριο μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γυμνά ανθρώπινη, αφήνοντάς μας, έτσι στην φυσική κατάσταση, μέσα στο σαρκικό περιβάλλον.Η ορθόδοξη εικόνα δεν αποκλείει το ανθρώπινο στοιχείο· βλέπουμε τις ανθρώπινες γνώσεις στουs μάγους, την εργασία και την >τέχνη στους ποιμένες, το φυσικό ανθρώπινο αίσθημα στον δίκαιο Ιωσήφ. Αλλ’ αυτή η φυσική ζωή του κόσμου παριστάνεται σ’ επαφή με τον υπερφυσικό κόσμο και χάρη σ’ αυτή την επαφή κάθε φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής βρίσκει τη θέση του και την σημασία του, φωτίζεται από ένα καινούργιο περιεχόμενο. Έτσι η εικόνα υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην θεωρία και την γνώση του μυστηρίου της θείας Σάρκωσης και μας κάνει να μετέχουμε στον πνευματικό θρίαμβο της γιορτής.«Βάδιζε με τον Αστέρα -λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός- φέρε δώρα με τους μάγους… δόξασε με τους ποιμένες, αγάλλου με τους αγγέλους, για να γίνει μια η χαρά των ουρανίων και των επιγείων».
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου